Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Ἡ ἁγία τρέλλα!




Ἡ ἁγία τρέλλα!

«Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ»

(Ματθ. δ΄ 20)


Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη*


Τὸ σκηνικὸ τῆς Γαλιλαίας

 

   Τρέλλα φαίνεται αὐτό, ποὺ ἔκαναν οἱ ψαράδες τῆς Γαλιλαίας. Πρόκειται γιὰ ἁγία τρέλλα. Ναί, ὑπάρχει καὶ ἁγία τρέλλα. Ὑπάρχει ἁμαρτωλὴ περιέργεια, ἡ περιέργεια τῶν πρωτοπλάστων, καὶ ἁγία περιέργεια, ὅπως τοῦ Ζακχαίου, ποὺ μὲ λαχτάρα ζητοῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὑπάρχει ἁμαρτωλὴ μέθη, ἡ μέθη τοῦ κρασιοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὑπάρχει καὶ ἡ ἁγία μέθη, ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πίστη, γιὰ τὴν ἀλήθεια, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὑπάρχει ἡ ἀξιολύπητη τρέλλα, ἡ σχιζοφρένεια, καὶ ἡ ἀξιοθαύμαστη τρέλλα, ἡ ἁγία τρέλλα, ὁ ἱερὸς ἐνθουσιασμός, ἡ πιστὴ καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸν Θεό.

   Ἡ μία τρέλλα εἶναι πράξη παράλογη· ἡ ἄλλη εἶναι πράξη ὑπέρλογη. Ἡ μία καταστρέφει ἡ ἄλλη, ἡ ἁγία τρέλλα, ὠφελεῖ, κτίζει, οἰκοδομεῖ, ἀνυψώνει.

   Ἂς δοῦμε τὴν ἁγία τρέλλα, ὅπως μὲ λιτὲς γραμμὲς ζωγραφίζεται στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή. Ἂς παρακολουθήσουμε τὸ σκηνικό, ὅπως ὁ θεόπνευστος φακὸς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου συνέλαβε. Τὸ σχετικὸ «φὶλμ» ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Γαλιλαίας, τῆς γνωστῆς καὶ ὡς λίμνης Γεννησαρὲτ ἢ Τιβεριάδος. Φόντο τὰ γαλανὰ νερὰ καὶ οἱ κορυφὲς τῶν ἀπέναντι λόφων.

   Δύο ψαράδες, ἀδέλφια μέχρι τότε κατὰ σάρκα, ρίχνουν τὰ δίχτυά τους στὴν θάλασσα. Εἶναι ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Σίμων, ὁ λεγόμενος Πέτρος. Ξαφνικὰ ἀκοῦνε κάποια φωνὴ νὰ τοὺς καλεῖ:

   – Ἐλᾶτε κοντά μου! Ἀκολουθῆστε με. Θὰ σᾶς κάνω ψαράδες ἀνθρώπων.

   Γνώριμη τοὺς φαίνεται ἡ φωνή. Τὴν ἔχουν ξανακούσει. Εἶναι τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου, τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ σαρκώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀστραπιαία οἱ δύο ψαράδες τὰ ἀφήνουν ὅλα. Ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ. Μ’ ἕνα «σάλτο» βρίσκονται ἀπὸ τὴν βάρκα στὴν ἀκρογιαλιά. Εἶναι τὸ μεγάλο ἅλμα τῆς ζωῆς τους, ἡ μεγάλη τους ἀπόφαση, τὸ ἅλμα τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ζωῆς.

   Λίγο πιὸ πέρα δύο ἄλλοι ψαράδες βρίσκονται, ἀδέλφια κι αὐτοί, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης. Μέσα στὸ πλοιάριό τους, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους Ζεβεδαῖο, ἐπισκευάζουν τὰ χαλασμένα καὶ σχισμένα δίχτυά τους. Καὶ σ’ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνει τὸ ἴδιο προσκλητήριο: «Δεῦτε ὀπίσω μου» (στ. 19).

   Χωρὶς ἀντίρρηση καμμία, χωρὶς καθυστέρηση, ἀφήνουν καὶ οἱ δύο καὶ τὰ δίχτυα καὶ τὸν πατέρα τους καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ. Ὁ Ζεβεδαῖος κοιτάζει ἀπολιθωμένος. Δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τί συμβαίνει. Σὰν νὰ θέλει νὰ ρωτήσει:

   – Ποῦ πᾶνε; Ποῦ μ’ ἀφήνουν μόνον;...


Θεωρεῖται τρέλλα

 

   Κι ἐμεῖς ἀκόμη, οἱ ἀπόγονοι τῶν Ἀποστόλων, ποὺ γνωρίζουμε τί σήμαινε γιὰ τὴν δική τους προσφορὰ καὶ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία ἐκείνη ἡ ἡρωϊκή τους ἀπόφαση, κι ἐμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ φωνάξουμε:

   – Ἔ, ποῦ πᾶτε; Τρελλαθήκατε; Ποῦ ἀφήνετε γέροντα πατέρα; Ποῦ ἀφήνετε τὴν οἰκογένειά σας; Ποῦ ἀφήνετε τὴν δουλειά σας, τὸ σπίτι σας, τοὺς συγγενεῖς σας; Τρελλοί, γυρίστε πίσω...

   Ναί, ἔτσι θὰ λέγαμε ἐμεῖς, οἱ γνωστικοὶ τοῦ συμφέροντος, γιὰ τοὺς τρελλοὺς τῆς θυσίας. Τώρα τιμᾶμε τοὺς τέσσερις αὐτοὺς ψαράδες, γνωρίζοντας τὴν μετέπειτα ἐξέλιξή τους, τοὺς τιμᾶμε ὡς Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ. Ἂν στὴν ἀρχὴ τῆς πορείας βλέπαμε τὴν

πράξη τους, ἂν ἤμασταν ἐκεῖ, στὸ σκηνικὸ τῆς Γαλιλαίας, καὶ βλέπαμε νὰ τὰ ἀφήνουν ὅλα καὶ ν’ ἀκολουθοῦν τὸν Ἰησοῦ, θὰ τοὺς χαρακτηρίζαμε τρελλούς. Καὶ μόνο; Θὰ καταγγέλλαμε καὶ τὴν ἐνέργειά τοῦ... Ἰησοῦ, ὡς παραπλάνηση!

   Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν στάση μας σὲ παρόμοια σύγχρονα περιστατικά. Ἂν δοῦμε κάποιον νέο ἢ κάποια νέα ν’ ἀφήνει τὸν κόσμο καὶ τοὺς συγγενεῖς καὶ ν’ ἀφιερώνεται στὸν Χριστό, στὴν ἱεραποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, στὸν μοναχισμό, ἔτσι θὰ λέγαμε, ὅτι τρελλάθηκε!

   Ἡ πράξη τῶν Ἀποστόλων θεωρεῖται τρέλλα.

   • Τὸ νὰ ἔχεις στρωμένη δουλειὰ καὶ νὰ τὴν ἐγκαταλείπεις, αὐτὸ εἶναι τρέλλα.

   • Τὸ νὰ ἔχεις σπίτι καὶ νὰ τὸ ἀφήνεις, γιὰ νὰ περιφέρεσαι ἄστεγος, αὐτὸ εἶναι τρέλλα.

   • Τὸ νὰ ἔχεις σχετικὴ ἄνεση καὶ καλοπέραση καὶ νὰ τὴν ἀφήνεις καὶ νὰ γυρίσεις νηστικὸς καὶ διψασμένος, αὐτὸ εἶναι τρέλλα.

   • Τὸ νὰ ἔχεις συγγενεῖς καὶ νὰ τοὺς ἀφήνεις, γιὰ ν’ ἀκολουθήσεις κάποιον ξένο, αὐτὸ εἶναι τρέλλα.

   Αὐτὴ τὴν τρέλλα, τὴν ἁγία τρέλλα, σὲ μεγάλη δόση τὴν εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι. Γι’ αὐτὸ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν» (Α΄ Κορ. δ΄ 11).

   Ἡ τρέλλα αὐτὴ εἶναι ἕνα θαῦμα. Ὁ κόσμος θεωρεῖ θῦμα τὸν χριστιανό, ποὺ τὰ θυσιάζει ὅλα καὶ ἀκολουθεῖ τὴν ὁδὸ τῆς ἀφιερώσεως. Δὲν εἶναι ὅμως θῦμα εἶναι θαῦμα. Μὲ τὸ θαῦμα τῆς τρέλλας τῶν Ἀποστόλων πραγματοποιήθηκε ἡ ἀλλαγὴ τῆς οἰκουμένης. Δώδεκα ἄνθρωποι, οἱ Ἀπόστολοι, μὲ τὴν ἁγία φωτιὰ τῆς τρέλλας τοῦ Ἰησοῦ στὰ στήθη, ἄλλαξαν ὅλο τὸν κόσμο.

   Ἂν τὴν στιγμὴ τῆς μεγάλης κλήσεως δὲν ἐπικρατοῦσε μέσα τους ἡ τρέλλα τῆς μεγάλης ἀποφάσεως, ἀλλ’ ἐπικρατοῦσε ἡ ψυχρὴ λογικὴ τῆς σκοπιμότητας, ὁ ὑπολογιστὴς τῆς φιλαυτίας, ποιὸ θὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα; Θὰ παρέμεναν οἱ ψαράδες ἐκεῖνοι καλοὶ νοικοκυραῖοι τῆς Γαλιλαίας· θὰ ἔμεναν καλοὶ ψαράδες στὴν Τιβεριάδα θὰ ζοῦσαν ἥσυχα μὲ τὴν οἰκογένειά τους ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια θὰ γίνονταν ξωμάχοι τῆς ζωῆς. Κανεὶς ὅμως σήμερα δὲν θὰ τοὺς γνώριζε καὶ τὸ ἔργο τους θὰ ἦταν ἀνύπαρκτο. Πασίγνωστοι σήμερα. Τὸ ἔργο τους μοναδικό. Ὁ μετασχηματισμὸς τῆς κοινωνίας ὀφείλεται στοὺς Ἀποστόλους, σ’ ἐκείνους τοὺς ψαράδες, ποὺ μετασχηματίσθηκαν σὲ Ἀποστόλους. Ὀφείλεται σ’ ἐκείνη τὴν ἡρωϊκὴ πράξη τους, ποῦ τόσο εὔκολα καὶ ἀβασάνιστα ἐμεῖς τὴν χαρακτηρίζουμε τρέλλα. Κι αὐτό, διότι δὲν μποροῦμε νὰ τὴν φθάσουμε.


Ἡ ὑπακοή, ποῦ ὑπερπηδᾶ ἐμπόδια

 

   Στὴν βάση της ἡ πράξη τῶν τεσσάρων ψαράδων τῆς Γαλιλαίας ἦταν πράξη ὑπακοῆς. Πίστη, ποὺ μεταφράζεται σὲ ὑπακοή.

   Μὲ παρακοὴ ἄρχισε ἡ τραγῳδία τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ ὑπακοὴ ἀρχίζει ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ὑπακοὴ σ’ Ἐκεῖνον, ποῦ πρῶτος ἔκανε ὑπακοή. Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ εἶναι πράξη κυρίως ὑπακοῆς. Εἶναι ἡ... τρέλλα τοῦ Θεοῦ! Ἄφησε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τὴν θεϊκή του δόξα καὶ ᾖλθε στὴν ἀθλιότητα τῆς γῆς, «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 8).

   Πῶς, λοιπόν, ἦταν δυνατὸν ὁ Υἱὸς τῆς ὑπακοῆς νὰ μὴν ἀποκτήσει μαθητὲς τῆς ὑπακοῆς; Καὶ ἂν ὁ Διδάσκαλος ἀπὸ ὑπακοὴ στὸν Θεὸ Πατέρα ἄφησε τὸν οὐρανὸ καὶ ᾖλθε στὴν γῆ, οἱ μαθητὲς τοῦ Διδασκάλου ἀπὸ ὑπακοὴ ἄφησαν τὴν γῆ γιὰ νὰ κερδήσουν τὸν Οὐρανό. Ἂν ἡ παρακοὴ ἔβγαλε τοὺς πρωτοπλάστους ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ἐδέμ, ἡ ὑπακοὴ τῶν Ἀποστόλων ἔβαλε τὴν οἰκουμένη στὸν παράδεισο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

   Ἂς θαυμάσουμε τὴν ὑπακοή τους, μὲ τὴν ὁποία νίκησαν τρία μεγάλα ἐμπόδια.

   • Τὸ πρῶτο ἐμπόδιο: Ἡ ἀναβολή. Θὰ μποροῦσαν νὰ εἰποῦν στὸ Χριστό, ποὺ τοὺς καλοῦσε:

   – Μᾶς συγκινεῖ, Κύριε, ἡ πρόσκλησή σου, ἀλλὰ δός μας κάποια προθεσμία. Ἀργότερα θὰ δοῦμε. Τώρα θέλουμε μικρὴ ἀναβολή.

   Καμμία ἀναβολὴ δὲν ζήτησαν. Καμμία ἀναβολὴ δὲν χωρεῖ στὴν ἀπόφασή τους, οὔτε ἑβδομάδα, οὔτε ἡμέρα, οὔτε ὥρα, οὔτε λεπτό. Ἀμέσως ἀνταποκρίνονται στὴν πρόσκληση. «Καὶ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ» (στ. 20).

   Ὑπάρχουν ὁρισμένα πράγματα, ποὺ δὲν ἀναβάλλονται. Ὅταν διψᾶς πολὺ καὶ βρίσκεσαι μπροστὰ σὲ γάργαρη πηγή, ἀναβάλλεις νὰ πιεῖς νερό; Ὅταν τὸ τραῖνο σφυρίζει καὶ φεύγει καὶ βρίσκεσαι μπροστὰ στὴν ἀνοικτὴ πόρτα του, ἀναβάλλεις ν’ ἀνεβεῖς; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγή. Διψασμένη ἡ ψυχή σου. Μὴν ἀναβάλλεις νὰ πλησιάσεις. Τὸ τραῖνο τῆς σωτηρίας περνάει μπροστά σου. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ μπορεῖ νὰ κλείσει ἡ πόρτα τῆς

ζωῆς. Δὲν χωρεῖ ἀναβολή. Ἡ ἀναβολὴ ὁδηγεῖ στὴν χώρα τοῦ «ποτέ». Καμμία ἀναβολὴ δὲν σηκώνει τὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ καὶ τώρα σὲ καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ τὸν ἀκολουθήσεις.

   • Δεύτερο ἐμπόδιο: Ἡ προσκόλληση σὲ ἀγαπητὰ πρόσωπα. Θὰ μποροῦσαν, μὲ εὐγένεια φυσικά, νὰ εἰποῦν στὸν καλοῦντα Κύριο:

   – Ἄφησέ μας, Κύριε, νὰ πᾶμε ν’ ἀποχαιρετίσουμε τοὺς δικούς μας. Νὰ εἶσαι σίγουρος, ὅτι θὰ γυρίσουμε γρήγορα...

   Δὲν εἶπαν κάτι τέτοιο. Γνώριζαν, ὅτι, ἂν πήγαιναν στοὺς συγγενεῖς τους, δύσκολα θὰ κατόρθωναν νὰ ξεκολλήσουν ἀπὸ τὴν ἀγκάλη τῆς οἰκογενειακῆς ἀγάπης. Ὅταν σὲ κάποια ἄλλη περίπτωση ἕνας μαθητὴς ζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ πάει νὰ θάψει τὸν πατέρα του, ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς» (Ματθ. η΄ 22). Μαζὶ μὲ τὸν πατέρα θὰ θαβόταν καὶ ὁ ἱεραποστολικὸς ζῆλος τοῦ μαθητοῦ καὶ ἡ ἀπόφασή του γιὰ ἀφιέρωση.

   Δυνατὴ ἡ ἀγάπη τῶν συγγενῶν. Δυνατότερη ἡ ἀγάπη στὸν Χριστό. Ὁ μαγνήτης τῆς δεύτερης ἀγάπης εἶχε προσελκύσει τοὺς Μαθητές. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τὸν τράβηξε ὁ μαγνήτης τοῦ Χριστοῦ, δὲν ξεκολλάει ἀπὸ κοντά Του. Καμμία δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

   • Τρίτο ἐμπόδιο: Οἱ ἐκκρεμότητες. Θὰ μποροῦσαν νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Χριστὸ μικρὴ ἄδεια λέγοντας:

   – Θὰ ἔλθουμε, Κύριε, ἀφοῦ μᾶς καλεῖς. Ἀλλὰ ἄφησέ μας νὰ τακτοποιήσουμε πρῶτα τὶς ἐκκρεμότητες, ποὺ ἔχουμε, ἐπαγγελματικές, οἰκογενειακές, προσωπικές, καὶ θὰ ἐπιστρέψουμε. Περίμενέ μας...

   Δὲν ζήτησαν κάτι τέτοιο. Ἀμέσως ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Καὶ οἱ ἐκκρεμότητες; Μά, γιὰ πέστε μου περίοδο τῆς ζωῆς μας, ποὺ δὲν θὰ ἔχουμε ἐκκρεμότητες. Κάποτε θὰ μᾶς καλέσει ἕνας ἄλλος, ποὺ χωρὶς ἀντίρρηση, ὑποχρεωτικά, ἀμέσως, θὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Εἶναι ὁ θάνατος. Τότε δὲν θὰ ἔχουμε ἐκκρεμότητες; Ποιὸς θὰ τὶς τακτοποιήσει τότε;

   Ἡ μεγάλη ἐκκρεμότητα τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὴ τὴν ἐκκρεμότητα πότε θὰ τακτοποιήσουμε; Ἂς μὴ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἀναντικατάστατο. Τὰ νεκροταφεῖα εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἀναντικατάστατους, πού, παρ’ ὅλα αὐτά,... ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ ἄλλους. Στὴν γῆ δὲν εἴμεθα ἀναντικατάστατοι. Ἡ θέση μας στὴν γῆ δὲν μένει κενή. Κάποιος τὴν συμπληρώνει. Ἡ θέση, ποὺ μᾶς ἀνήκει στὸν Οὐρανό, ἐκείνη παραμένει κενὴ καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν πάρει. Μόνο γιὰ μᾶς εἶναι.

   Οἱ ψαράδες, λοιπόν, τῆς Γαλιλαίας νίκησαν τὰ τρία μεγάλα ἐμπόδια: τὴν ἀναβολή, τὴν ἀγάπη στοὺς συγγενεῖς, τὶς ἐκκρεμότητες. Ἔτσι ἔλαβαν τὴν γενναία ἀπόφαση. Ἔκαναν ἄμεση καὶ ὁλοκληρωτικὴ ὑπακοή. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Σκόπει δὲ αὐτῶν καὶ τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπακοήν. Ἀκούσαντες αὐτοῦ κελεύοντος, οὐκ ἀνεβάλλοντο, οὒχ ὑπερέθεντο, οὐκ εἶπον· Ὑποστρέψαντες οἴκαδε διαλεχθῶμεν τοῖς προσηκούσιν ἀλλὰ πάντα ἀφέντες, εἴποντο, καθάπερ καὶ Ἐλισαῖος ἐπὶ Ἡλιοῦ ἐποίησε. Τοιαύτην γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπακοὴν ζητεῖ παρ’ ἠμῶν, ὥστε μηδὲ ἀκαριαῖον ἀναβάλλεσθαι χρόνον, κἂν σφόδρα τί τῶν ἀναγκαιοτάτων ἠμᾶς κατεπείγῃ» (Ε.Π.Ε. 9, 446).

   Ἡ ὑπακοὴ τῶν ψαράδων τῆς Γαλιλαίας εἶναι ἡ ζυγαριά, γιὰ νὰ ζυγίσουμε καὶ τὴν δική μας πίστη καὶ τὴν δική μας ὑπακοή. Παραδόθηκαν ἐκεῖνοι χωρὶς ὑπολογισμοὺς καὶ χωρὶς κρατούμενα, ἄνευ ὅρων. Ἐμεῖς παραδινόμεθα στοὺς ὑπολογισμούς μας καὶ ἔχουμε κρατούμενα ἀπὸ τὸν Θεό.


Ἡ λογικώτερη πράξη

 

   – Μὰ δὲν εἶμαι τρελλὸς νὰ κάνω ὅ,τι ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι!

   Καὶ ὅμως, αὐτό, ποὺ ὁ κόσμος ὀνομάζει τρέλλα, εἶναι ἡ πιὸ λογικὴ πράξη. Γιατί;

   • Ἀκολουθώντας τὸν Ἰησοῦ Χριστό, δὲν θὰ εἶχαν δικό τους σπίτι. Θὰ εἶχαν ὅμως Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ὁ Δημιουργὸς ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνον, ποὺ τρέφει καὶ τὰ κοράκια τοῦ οὐρανοῦ.

   • Ἀκολουθώντας τὸν Ἰησοῦ Χριστό, δὲν θὰ εἶχαν τὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή. Θὰ εἶχαν ὅμως τὴν χαρὰ τῆς προσφορᾶς, τὴν χαρὰ τοῦ ἔργου, τὴν χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ Ἰησοῦ.

   • Ἀκολουθώντας τὸν Ἰησοῦ Χριστό, δὲν θὰ εἶχαν ὑλικὴ ἁλιεία. Θὰ εἶχαν ὅμως πλούσια πνευματικὴ ἁλιεία. Στὴν σαγήνη τῶν Ἀποστόλων ἑλκύσθησαν μυριάδες ψυχές.

   • Ἀκολουθώντας τὸν Ἰησοῦ Χριστό, θὰ εἶχαν ἴσως τὴν κατακραυγὴ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ συγχρόνως ἀποσποῦσαν τὸν ἔπαινο τῶν ἀγγέλων, τὸν ἔπαινο τῶν αἰώνων, τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς Ἱστορίας.

   • Ἀκολουθώντας τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι δὲν θὰ ἔχουν ἐγγύηση γιὰ τὸ μέλλον. Θὰ εἶχαν ὅμως ὄχι κάποια πιθανὴ ἐγγύηση καὶ κάποια ἐφήμερη σύνταξη. Θὰ εἶχαν βεβαία ἀσφάλιση καὶ ἐξασφάλιση.

   • Ἀκολουθώντας τὸν Ἰησοῦ Χριστό, δὲν θὰ εἶχαν χρήματα. Θὰ εἶχαν ὅμως μισθὸ ἀνυπολόγιστο.

   Ἔκαναν, λοιπόν, τὴν πιὸ λογικὴ πράξη ἀκολουθώντας τὸν Χριστό, τὴν καλύτερη ἐπένδυση τῆς ζωῆς τους καὶ τοῦ μέλλοντός τους.

   Κάποτε, λέγει ἕνας μῦθος, μαζεύτηκαν τὰ σκουλήκια καὶ χλεύασαν τὸν ἀετό: «Τρελλάθηκε καὶ πετάει τόσο ψηλά; Δὲν βλέπει πῶς θὰ πέσει. Ἐμεῖς εἴμεθα προσγειωμένα ὄντα»! Γιὰ τὰ σκουλήκια τῆς γῆς ἦταν τρέλλα τὸ πέταγμα τοῦ ἀετοῦ στοὺς γαλανοὺς οὐρανούς. Λογικὸ γιὰ τὰ σκουλήκια ἦταν τὸ κύλισμα στὴν λάσπη. Αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὸν κόσμο. Ὅσοι δὲν κυλιοῦνται στὴν λάσπη τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας, λογίζονται τρελλοί. Ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι τὴν μόδα, τὴν σεμνότητα καὶ ὄχι τὴν ἐξαλλοσύνη, τὴν ἁγνότητα καὶ ὄχι τὴν αἰσχρότητα, αὐτοὶ θεωροῦνται ξένοι καὶ παράξενοι. Ἀλλὰ τὰ σκουλήκια ἂς λένε ὅ,τι θέλουν καὶ ἂς κρίνουν ὅπως θέλουν. Οἱ ἀετοὶ ἀκολουθοῦν τὴν ὑπέρβαση, τὰ ὕψη. Ἦσαν ἀετοὶ τοῦ πνεύματος οἱ Ἀπόστολοι.


Νὰ τὰ ἀφήσουμε ὅλα;

 

   Οἱ Ἀπόστολοι ἀνέβηκαν σὲ ὕψη δυσθεώρητα. Τὸ ἄξιζαν. Γιατί ὁ Χριστὸς ἐπέλεξε αὐτοὺς καὶ ὄχι ἄλλους γιὰ τὸ ἀποστολικὸ ἔργο καὶ ἀξίωμα; Γιὰ τὶς ἀρετές τους.

   • Ἦσαν οἱ ψαράδες ἐκεῖνοι ἀγαπημένοι. Σπάνιο πρᾶγμα νὰ δεῖς δύο ἀδέλφια ἀγαπημένα, νὰ συνεργάζονται ἁρμονικὰ στὸ ἴδιο ἐπάγγελμα.

   • Ἦσαν σκληραγωγημένοι καὶ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι.

   • Εἶχαν ἀγάπη καὶ σεβασμὸ στὸν γέροντα πατέρα τους.

   • Ἦσαν τίμιοι καὶ ἁπλοὶ στὴν δουλειά τους.

   Καὶ γιατί ἀκολούθησαν τὸν Χριστό;

   • Ἐκεῖνο, ποὺ τοὺς ἔλεγε, ὅτι θὰ γίνουν ἁλιεῖς ἀνθρώπων, τὸ ἔζησαν πρῶτα οἱ ἴδιοι. Ἁλιεύθηκαν καὶ ἔτσι ἁλίευσαν. Σαγηνεύθηκαν πρῶτα οἱ ἴδιοι καὶ ὕστερα σαγήνευσαν. Μόνο ἐκεῖνος, ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει μαγευθεῖ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μόνο αὐτὸς μπορεῖ νὰ σαγηνεύσει καὶ ἄλλους.

   • Τὸν ἀκολούθησαν, διότι γνώριζαν περὶ τοῦ προσώπου Του. Ὁ προηγούμενος διδάσκαλός τους, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, τοὺς εἶχε συστήσει τὸν Χριστό.

   • Τὸν ἀκολούθησαν, διότι κοντά του δὲν ἄκουσαν ἁπλῶς λόγια ὑπέροχα, ἀλλὰ καὶ εἶδαν θαύματα ἐξαίσια, παρακολούθησαν τὴν ζωή του, Ζωὴ ἀναμάρτητη. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ γὰρ πανταχοῦ εἰ ποῦ τί ξένον γίνεται καὶ παράδοξον, καὶ πολιτείας τινὸς εἰσαγωγή, σημεῖα ποιεῖν εἴωθεν ὁ Θεός, ἐνέχυρα τῆς αὐτοῦ δυνάμεως παρέχων τοῖς τοὺς νόμους δέχεσθαι μέλλουσιν. Οὕτω γοῦν ὄτε τῶν ἀνθρώπων ποιεῖν ἔμελλε, τὸν κόσμον ἔκτισεν ἅπαντα, καὶ τότε αὐτὸ τὸν νόμον ἐκεῖνον ἔδωκε τὸν ἐν τῷ παραδείσῳ... Οὕτω δὴ καὶ ἐνταῦθα μέλλων ὑψηλὴν τινὰ εἰσάγειν πολιτείαν, καὶ ἃ μηδέποτε ἤκουσαν λέγειν αὐτοῖς, τῇ τῶν θαυμάτων ἐπιδείξει βεβαιοῖ τὰ λεγόμενα. Ἐπειδὴ γὰρ ἡ κηρυττομένη βασιλεία οὐκ ἐφαίνετο, ἀπὸ τῶν φαινομένων τὴν ἄδηλον ποιεῖ φανεράν». (Ε.Π.Ε. 9, 448-450).

   Στὴν ἐποχή μας, ὅπου οἱ τρελλοὶ παριστάνουν τοὺς γνωστικούς, ζητοῦνται ἄνθρωποι μὲ τὴν ἁγία τρέλλα τῶν ψαράδων τῆς Γαλιλαίας. Δηλαδή, θὰ ρωτήσετε, νὰ τὰ ἀφήσουμε ὅλα κι ἐμεῖς καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό; Ποιὰ ὅλα;

   • Πρῶτα-πρῶτα τίποτε δὲν εἶναι δικό μας, ἀφοῦ τίποτε δὲν φέραμε σὰν ᾔλθαμε στὴν ζωή. Γυμνοὶ γεννηθήκαμε, γυμνοὶ καὶ θὰ πεθάνουμε.

   • Καὶ δεύτερον: Καὶ ἂν ἀκόμη ἔχουμε ὁρισμένα πράγματα, κάποια ἡμέρα ὑποχρεωτικὰ θὰ τὰ ἀφήσουμε. Γιατί στὸ κάλεσμα τοῦ θανάτου τὰ ἀφήνουμε καὶ στὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ διστάζουμε καὶ ἀρνούμαστε;

   Ἀπόστολοι μὲ πλήρη ἀφιέρωση δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ γίνουν. Ὅπως οἱ ἀστροναῦτες εἶναι λίγοι, ἔτσι καὶ Ἀπόστολοι καὶ Ἱεραπόστολοι εἶναι λίγοι, ἐλάχιστοι. Ἀλλ’ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ ἀφήσουμε «πάντα», μποροῦμε πάντως ὅλοι νὰ ἀφήσουμε κάτι, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ κοντινό, τὸ πιὸ συγγενικό, τὸ πιὸ καταδικό μας. Εἶναι τὰ πάθη μας.

   Ὁ Χριστὸς καὶ σήμερα καλεῖ. Προχωρεῖ. Ἀπευθύνει τὴν πρόσκληση: «Δεῦτε ὀπίσω μου». Ποιὸς θὰ Τὸν ἀκολουθήσει;



* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Κυριακοδρόμιο Εὐαγγελίων», ἔκδοσις δευτέρα, Ἀθήνα 1999, σελ. 63 - 69. (Τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)