Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Ὁ ὅσιος Βαραδάτος




Ὁ ὅσιος Βαραδάτος

Ἑορτάζει τὴν κβ΄ (22α) Φεβρουαρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ἐν γῇ νεκρώσας, ὡς λέγει Παῦλος, μέλη,

Ζωῆς μετέσχεν ἐν πόλῳ Βαραδάτος.


   Τοῦτος ὁ Ὅσιος ἦταν ἀπ’ τὴν πόλη τῆς Ἀντιόχειας, κ’ ἐπειδὴ ἀγάπησε τὴν ἐρημικὴ καὶ φιλόσοφο ζωή, πρῶτα μὲν κλείσθηκε σ’ ἕνα μικρὸ κελλί, κι ἀπὸ ’κεῖ πῆγε σὲ μιὰ ράχη ψηλότερη καὶ κατασκεύασε ἀπὸ ξύλα ἕνα κιβώτιο τόσο μικρό, ὅσο δὲν χωροῦσε οὔτε αὐτὸ τὸ σῶμά του, καὶ μέσα σ’ αὐτὸ ζοῦσε, καὶ ἐκ τούτου ἀναγκαζόταν ὁ ἀοίδιμος νὰ σκύβει πάντοτε. Κ’ ἐπειδὴ τὸ κιβώτιο δὲν εἶχε ὕψος σύμμετρο μὲ τὸ μέγεθος τοῦ σώματός του, οὔτε ἦταν συναρμοσμένο καλὰ μὲ σανίδες, ἀλλ’ ἦταν καὶ χαμηλὸ καὶ παρόμοιο μὲ ἀνοικτὲς κιγκλίδες, οὔτε ἀπ’ τὴν βλάβη τῆς βροχῆς ἔμενε ἐλεύθερος, οὔτε ἀπ’ τὴν φλόγα τοῦ ἡλίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ δύο τὸ ἴδιο ὑπέφερε.

   Κι ἀφοῦ πέρασε τέτοια ταλαιπωρημένη ζωὴ γιὰ πολλὰ χρόνια, βγῆκε ἀπ’ τὸν τόπο ἐκεῖνο ἀφοῦ πείσθηκε στὶς συμβουλὲς τοῦ τότε μακαριωτάτου πατριάρχου Ἀντιοχείας κυρίου Θεοδότου. Πλὴν ὅμως, ἂν κ’ ἐξῆλθε ἀπὸ ’κεῖ, καὶ πάλι στεκόταν ἀδιάκοπα ἁπλώνοντας τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ δοξολογῶντας μὲν τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, ἀλλ’ ἔχοντας σκεπασμένο ὅλο τὸ σῶμα του μὲ δερμάτινο χιτῶνα, καὶ μόνο στὴν μύτη καὶ στὸ στόμα ἄφησε μικρὴ τρύπα, γιὰ ν’ ἀναπνέει ἀπ’ ἐκεῖ τὸν κοινὸ τοῦτον ἀέρα. Κι αὐτὲς ὅλες τὶς κακουχίες ὑπέμεινε ὁ ἀοίδιμος, ἂν καὶ δὲν εἶχε σῶμα ὑγιές, ἀλλ’ ἀσθενικὸ κι ἄρρωστο, διότι ἀπὸ θεῖο ἔρωτα καὶ ἀπὸ προθυμία ζέουσα πυρπολούμενος βίαζε τὸ σῶμα του νὰ κοπιάζει σὲ ὅσα δὲν μποροῦσε νὰ κοπιάζει. Καὶ μολονότι βρισκόταν σὲ αὐτὸ τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς, εἶχε ὅμως φρόνημα ταπεινό, διότι ἤξερε ὡς φρόνιμος πόση βλάβη προξενεῖ στὸν ἄνθρωπο τὸ ὑπερήφανο φρόνημα. Μὲ τέτοιο λοιπὸν τρόπο διανύοντας τὴν ζωή του ὁ τρισμακάριστος ἐν εἰρήνῃ πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 3ος, σελ. 305, 306. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).