Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Σοφία τοῦ Θεοῦ, Ζωὴ τῶν πάντων…




Σοφία τοῦ Θεοῦ, Ζωὴ τῶν πάντων…


Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ*


   Γιὰ τὴν δεύτερη παρουσία τοῦ Κυρίου ἔχουμε γράψει προηγουμένως στὰ περὶ πένθους. Ἐκεῖνος τώρα ποὺ μέσῳ τῆς χάρης κατανόησε μὲ αἴσθηση ψυχῆς τὴν πρώτη παρουσία τοῦ Κυρίου, ὀφείλει νὰ λέει μὲ μεγάλο θαυμασμό:

 

   Μέγας εἶσαι, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου1 καὶ δὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ ὑμνηθεῖ τὸ μεγαλεῖο Σου. Ἰδού, γλυκύτατέ μου Κύριε, ὁ δοῦλος Σου ἐνώπιόν Σου ἄφωνος, ἄπρακτος, στέκομαι καὶ περιμένω ἀπὸ Σένα τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως. Ἐσὺ εἶπες Κύριε ὅτι «χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε»2. Σὺ λοιπὸν δίδαξέ με γιὰ Σένα. Γιὰ τοῦτο τόλμησα νὰ καθήσω στὰ ἄχραντα πόδια Σου, σὰν τὴν ἀδελφὴ τοῦ φίλου Σου Λαζάρου3, γιὰ ν’ ἀκούσω κι ἐγὼ κάτι νοερά, ἂν ὄχι σχετικὸ μὲ τὴν ἀκατάληπτη θεότητά Σου, τουλάχιστον κάτι γιὰ τὴν σωματική Σου ζωὴ μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐννοήσω λίγο τὰ λεγόμενα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο τῆς χάρης Σου. Πῶς δηλαδὴ συναναστράφηκες ἀνάμεσά μας πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά4, ὅπως εἶπε τὸ πανάγιό Σου στόμα γιὰ νὰ τὰ μάθουμε αὐτὰ ἐμεῖς ἀπὸ Σένα· καὶ πῶς ἔζησες μὲ τόση φτώχεια Ἐσὺ ὁ πλούσιος σὲ εὐσπλαχνία5, μὲ κόπο καὶ δίψα θεληματικά, Ἐσὺ ποὺ ἔδωσες στὴν Σαμαρείτισσα τὸ νερὸ τῆς ζωῆς6, ὅπως εἶπες Κύριε: «Ὅποιος διψᾶ, ἂς μὲ πλησιάσει καὶ ἂς πιεῖ»7. Γιατὶ Σὺ εἶσαι ἡ πηγὴ τῶν ἰάσεων καὶ ποιός μπορεῖ νὰ ὑμνεῖ τὴν διαγωγή Σου στὸν κόσμο;

   Ἐπειδὴ ὅμως ἀξίωσες ἐμένα τὸ χῶμα, τὴν στάχτη, τὴν σκόνη, τὸν παραβάτη, τὸν αὐτοκτόνο, ἐμένα ποὺ πολὺ σοῦ ἁμάρτησα καὶ πάντοτε ἁμαρτάνω, νὰ καταλαβαίνω ἔστω καὶ λίγο κάτι ἀπὸ τὶς πράξεις Σου καὶ τὰ λόγια Σου καὶ νὰ τολμῶ νὰ σὲ παρακαλῶ γι’ αὐτὰ –γιατὶ ἀπὸ πίστη νομίζω ὅτι σὲ βλέπω, Ἐσένα τὸν ἀόρατο ἀπ’ ὅλη τὴν κτίση–, συγχώρεσέ μου τὴν τόλμη. Ἐσὺ γνωρίζεις, καρδιογνώστη Κύριε, ὅτι δὲν ἐρωτῶ ἀπὸ περιέργεια, ἀλλὰ ἐπειδὴ θέλω νὰ μάθω πιστεύοντας ὅτι ἂν ἀξιωθῶ τὴν γνώση Σου, θὰ μοῦ χαρίσεις, ὅπως κάνεις σ’ ὅσους σὲ ποθοῦν, καὶ τὴν κατὰ δύναμη ἐργασία γιὰ νὰ μιμηθῶ τὴν κατὰ σάρκα διαγωγή Σου, μὲ τὴν ὁποία κατὰ χάρη ἔχω ὀνομαστεῖ Χριστιανός. Ἂν καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ, ὅπως οἱ μαθητές Σου, νὰ ὑπομένει τὸν θάνατο γιὰ χάρη τῶν ἐχθρῶν του, ἀλλ’ οὔτε καὶ ν’ ἀποκτήσει τὴν δική Σου καὶ τὴν δική τους φτώχεια καὶ ἀρετή, παρὰ μόνο κατὰ ἕνα μέρος ὁ καθένας, ἀνάλογα μὲ τὴν προαίρεσή του. Γιατὶ κι ἂν κανεὶς κάθε μέρα πεθαίνει γιὰ χάρη Σου, οὔτε ἔτσι μπορεῖ νὰ ξεπληρώσει τὸ χρέος. Ἐπειδὴ Ἐσύ, Κύριε, ὄντας Θεὸς τέλειος καὶ ἄνθρωπος τέλειος, πέρασες χωρὶς ἁμαρτία τὴν ζωή Σου σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ὑπέφερες τὰ πάντα γιὰ χάρη ὅλων. Ἐμεῖς ὅμως καὶ ἂν ἴσως ὑπομείνουμε κάτι, πάσχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ ποιός δὲν μένει ἐκστατικός, ὅταν συλλογίζεται βαθιὰ τὴν ἀνείπωτή Σου συγκατάβαση; Ἐνῶ εἶσαι Θεὸς ἀκατάληπτος, παντοδύναμος καὶ παντοκράτωρ, καὶ κάθεσαι πάνω στὰ χερουβὶμ –τὸ ὄνομα θὰ πεῖ «σοφία ποὺ πληθαίνει»–, γιὰ χάρη μας ποὺ σὲ παροργίζουμε ἀνέκαθεν, ταπείνωσες τὸν ἑαυτό Σου, ὥστε καταδέχθηκες γέννηση καὶ ἀνατροφή, διωγμοὺς καὶ λιθοβολισμούς, περιπαίγματα καὶ περιγελάσματα, χτυπήματα καὶ ραπίσματα, ἐμπαιγμοὺς καὶ φτυσίματα, ἔπειτα Σταυρὸ καὶ καρφιά, σπόγγο καὶ καλάμι, ξύδι καὶ χολή, καὶ ὅσα δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἀκούσω. Ἔπειτα, κεντήθηκε μὲ λόγχη ἡ ἀμόλυντη πλευρά Σου, ἀπὸ τὴν ὁποία πήγασες γιὰ μᾶς τὴν αἰώνια ζωή, τὸ τίμιό Σου αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ.

   Ὑμνῶ τὴν γέννησή Σου καὶ Ἐκείνην ποὺ σὲ γέννησε, τὴν ὁποία διατήρησες Παρθένο καὶ μετὰ τὴν γέννησή Σου, ὅπως ἦταν καὶ πρίν. Σὲ προσκυνῶ σπαργανωμένο μέσα στὸ σπήλαιο καὶ στὴν φάτνη. Σὲ δοξάζω, Ἐσένα ποὺ ἀναχώρησες μὲ τὴν Παρθένο καὶ ἄχραντη Μητέρα Σου στὴν Αἴγυπτο, καὶ κατοίκησες στὴν Ναζαρέτ, καὶ ὑπάκουες στοὺς κατὰ σάρκα γονεῖς Σου, στὸν νομιζόμενο πατέρα Σου καὶ στὴν ἀληθινὴ μητέρα Σου. Ὑμνῶ Ἐσένα ποὺ βαπτίστηκες στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Πρόδρομο, Κύριε, ὑμνῶ καὶ τὸν Πατέρα ποὺ σὲ μαρτύρησε, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ σὲ φανέρωσε, καὶ τὴν βάπτισή Σου, καὶ τὸν βαπτιστὴ Ἰωάννη, τὸν προφήτη καὶ δοῦλο Σου. Σὲ δοξάζω ποὺ νήστεψες στὴν ἔρημο γιά μᾶς καὶ ὑποβλήθηκες θεληματικὰ σὲ πειρασμοὺς καὶ νίκησες τὸν ἐχθρὸ μὲ τὸ σῶμα ποὺ πῆρες ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ χαρίζεις σ’ ἐμᾶς τὴν νίκη κατὰ τοῦ ἐχθροῦ μὲ τὴν ἀνέκφραστή Σου σοφία· ποὺ ζοῦσες μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Σου, καὶ καθάριζες λεπρούς, ἀνόρθωνες χωλούς, χάριζες τὸ φῶς σὲ τυφλούς, ἔδινες τὴν ἀκοὴ σὲ κουφοὺς καὶ τὴν λαλιὰ σὲ ἄλαλους· ποὺ εὐλογοῦσες τοὺς ἄρτους, καὶ περπατοῦσες πάνω στὴν θάλασσα σὰν σὲ ξηρά, καὶ δίδασκες τὰ πλήθη περὶ πράξεων καὶ θεωριῶν· ποὺ μιλοῦσες γιὰ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ πρόλεγες τὶς μέλλουσες ἀπειλὲς καὶ ὑποσχέσεις καὶ ἔκανες ὅλα ὅσα συντελοῦν στὴν σωτηρία μας· ποὺ προλαβαίνεις αἰφνιδιαστικὰ τὸν ἐχθρὸ καὶ ξεριζώνεις τὰ πάθη μὲ τὴν πάνσοφη διδασκαλία Σου· ποὺ κάνεις σοφοὺς τοὺς μωρούς, ἐνῶ μεταβάλλεις τοὺς πανούργους σὲ ἀσύνετους μὲ τὴν ἄπειρη σοφία Σου· ποὺ ἀνασταίνεις τοὺς νεκροὺς μὲ τὴν ἀνείπωτη ἐξουσία Σου, καὶ βγάζεις τὰ δαιμόνια μὲ ἐξουσία, ὡς Θεὸς τῶν πάντων. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ δίνεις ἐξουσία στοὺς δούλους Σου νὰ κάνουν καὶ μεγαλύτερα8 καὶ νὰ θαυμάζουμε περισσότερο, ὅπως εἶπες, Κύριε. Μέγα τὸ ὄνομά Σου, γιατὶ μὲ τὴν δύναμή Σου γίνονται τὰ θαύματα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Σου.

   Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ, τὸ γλυκύτατο ὄνομα τῆς σωτηρίας μας, μεγάλη ἡ δόξα Σου· μεγάλα τὰ ἔργα Σου· θαυμαστοὶ οἱ λόγοι Σου καὶ πιὸ γλυκοὶ ἀπὸ τὸ μέλι καὶ τὴν κηρήθρα9. Δόξα σοι Κύριε δόξα σοι. Ποιός μπορεῖ νὰ δοξάζει καὶ νὰ ὑμνεῖ τὴν συγκατάβαση, τὴν ἀγαθότητα, τὴν δύναμη, τὴν σοφία, τὴν διαγωγή Σου στὸν κόσμο, τὴν διδασκαλία Σου; Καὶ πῶς οἱ ἅγιες ἐντολές Σου διδάσκουν φυσικὰ καὶ μὲ εὐκολία τὸν ἐνάρετο βίο; Ὅπως εἶπες Κύριε: «Συγχωρέστε, καὶ θὰ συγχωρηθεῖτε»10 καί: «Ζητεῖτε, καὶ θὰ βρεῖτε· χτυπᾶτε τὴν θύρα, καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχτεῖ»11, καί: «Ὅσα θέλετε νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τὰ ἴδια νὰ κάνετε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς»12. Καὶ ποιός ἆραγε ὅταν ἐννοήσει τὶς ἐντολές Σου καὶ τὰ λοιπὰ λόγια Σου δὲν θὰ ἐκπλαγεῖ κατανοῶντας τὴν ἄπειρη σοφία Σου;

   Σοφία τοῦ Θεοῦ, Ζωὴ τῶν πάντων, Χαρὰ τῶν ἀγγέλων, ἀνέκφραστο Φῶς, Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καλὲ Ποιμένα, ποὺ ἔδωσες τὴν ζωή Σου γιὰ χάρη τῶν προβάτων Σου13! Ὑμνῶ τὴν μεταμόρφωσή Σου, τὴν σταύρωση, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση, τὴν ἀνάληψη καὶ τὴν ἐγκατάσταση στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν δευτέρα παρουσία Σου, ποὺ θὰ γίνει μὲ δύναμη καὶ δόξα μεγάλη καὶ ἀκατανόητη. Χάνω τὴν δύναμή μου, Κύριε, μπροστὰ στὰ θαυμαστά σου ἔργα καὶ ἀπὸ ἀμηχανία θέλω νὰ καταφύγω στὴν σιωπή. Ἀλλὰ τί νὰ κάνω, δὲν ξέρω. Ἂν σωπάσω, ἐκπλήττομαι, ἂν τολμήσω νὰ πῶ τίποτε, ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι. Θεωρῶ ἀνάξιο τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ ἄξιο γιὰ κάθε κόλαση, ὄχι μόνο γιὰ ὅσα ἁμάρτησα, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο γιὰ ὅσα ἔχω εὐεργετηθεῖ ἀπὸ Σένα, ὁ ἀχάριστος καὶ ἄθλιος. Γιατὶ χόρτασες τὴν ψυχή μου μὲ κάθε ἀγαθό, ὑπεράγαθε Κύριε. Κατανόησα ἐν μέρει τὰ ἔργα Σου, καὶ ἡ διάνοιά μου κυριεύτηκε ἀπὸ ἔκσταση14. Ἔγινα μηδέν, Κύριε, μόνο βλέποντας τὰ ἔργα Σου. Γι’ αὐτὸ κλείνω μὲ τὸ χέρι μου τὸ στόμα μου, ὅπως κάποτε ὁ Ἰώβ15, καὶ καταφεύγω στοὺς Ἁγίους ἀπὸ ἀμηχανία ὁ ἄθλιος.



* «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», τόμος Γ΄, Περὶ τῆς τετάρτης θεωρίας.



1. Σ. Σειρὰχ ια΄ 4.

2. Ἰωάν. ιε΄ 5.

3. Λουκ. ι΄ 39.

4. Ματθ. ια΄ 29.

5. Ἐφεσ. β΄ 4.

6. Ἰωάν. δ΄ 10.

7. Ἰωάν. ζ΄ 37.

8. Ἰωάν. ιδ΄ 12.

9. Ψαλμ. ιη΄ 11.

10. Ματθ. ς΄ 14.

11. Ματθ. ζ΄ 7.

12. Ματθ. ζ΄ 12.

13. Ἰωάν. ι΄ 11.

14. Ἀββακ. γ΄ 2.

15. Ἰὼβ μ΄ 4.