Τρίτη 28 Μαΐου 2024

Μιὰ διαφορετικὴ κηδεία…




Μιὰ  διαφορετικὴ  κηδεία…



   Στὸν Βίο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ, βρίσκουμε τὴν παρακάτω πολὺ διδακτικὴ καὶ ὠφέλιμη διήγηση:


   Μιά μέρα, καθὼς ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἀγωνιζόταν τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα μὲ τὰ συνηθισμένα του παιγνίδια (γιὰ νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν θεωροῦν τρελό), εἶδε νὰ διέρχεται ἀπὸ μπροστά του μιὰ κηδεία κάποιου πλούσιου ἄρχοντα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, πλῆθος λαοῦ ἀκολουθοῦσε μ᾿ ἀναμμένες λαμπάδες στὰ χέρια τους, ἐνῶ οἱ φωνὲς τῶν ψαλτάδων δημιουργοῦσαν τέτοια βοὴ ποὺ δονοῦσε τὸν ἀέρα καὶ τὸ ἄφθονο θυμίαμα μύριζε σ᾿ ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα. Συγχρόνως, ἀκούγονταν ἀπ᾿ τοὺς συγγενεῖς τοῦ μεγιστᾶνος γοεροὶ θρῆνοι καὶ κλάματα.

   Βλέποντας τὴν πομπὴ αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, στάθηκε παράμερα σιωπηλός.

   Σὲ λίγο, βλέπει μπροστὰ ἀπ᾿ τὸ φέρετρο καὶ τὰ μανουάλια νὰ βαδίζουν πλήθη αἰθιόπων (δηλ. σατανάδων) μὲ κεριὰ ἀπὸ θειάφι, κι ἔκραζαν μὲ δυνατὲς φωνὲς τὸ «ἀλλοίμονο». Θυμιάτιζαν γύρω–γύρω κ᾿ ἔβγαινε μιὰ βρωμερὴ ὀσμὴ ἀπὸ ἀκαθαρσίες. Κ᾿ εἶχαν στὰ χέρια τους κάτι δοχεῖα σὰν ἀσκοὺς γεμᾶτα δυσωδίες. Χόρευαν καὶ γλεντοῦσαν χαρούμενοι, κάγχαζαν καὶ γελοῦσαν ξεδιάντροπα σὰν τὶς ἄσεμνες, πρόστυχες καὶ πόρνες γυναῖκες. Πότε–πότε γαύγιζαν σὰν τὰ σκυλιά, ἄλλοτε γρύλιζαν σὰν τὰ γουρούνια, κ᾿ εἴχανε μεγάλη χαρὰ σὲ τούτη τὴν κηδεία. Μερικοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς σιχαμεροὺς δαίμονες περικύκλωναν τὸ φέρετρο καὶ ράντιζαν τὸ πρόσωπο τοῦ νεκροῦ μ᾿ ἕνα μαῦρο ὑγρὸ καὶ μὲ βόρβορο. Ἄλλοι πάλι, πετοῦσαν στὸν ἀέρα πάνω ἀπ᾿ τὸ νεκροκρέββατο. Κι ἔβγαινε πολλὴ δυσοσμία καὶ βρωμιὰ ἀπ᾿ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐκείνου ἄνδρα. Ὅλ᾿ αὐτά, τὰ ἀκάθαρτα κι ἀπαίσια πνεύματα, ὅσα προπορεύονταν κι ὅσα ἀκολουθοῦσαν, χόρευαν χαρούμενα καὶ χτυποῦσαν τὰ χέρια τους παλαμάκια, καὶ κορόϊδευαν τοὺς ψάλτες λέγοντας:

   – Κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ταλαίπωροι ἄνθρωποι, δὲν θὰ δεῖ τὸ φῶς· ποὺ ψάλλετε γιὰ τοῦτον ἐδῶ: «Μετὰ τῶν ἁγίων ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου…», λὲς καὶ ἦταν πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ποὺ ἔχει κάνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀσέλγειες ποὺ ὑπάρχουν. Δὲν ντρέπεστε ρέ, γι᾿ αὐτὰ ποὺ λέτε;

 

   Κ᾿ ἔπειτα βλέπει ὁ Ὅσιος τὸν ἀρχηγὸ τῶν πονηρῶν δαιμόνων· εἶχε ἀγριεμένα τὰ μάτια, καὶ σ᾿ ὅσους τὸν κοίταζαν προκαλοῦσε φόβο καὶ συνάμα ἀηδία. Κρατοῦσε στὰ χέρια του φωτιὰ καὶ θειάφι μὲ πίσσα· ἔτρεχε στὸν τάφο τοῦ δύστυχου τούτου πλουσίου, κι ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ κάνει μεγάλο πανηγύρι τὴν κηδεία του, καὶ θὰ κατακάψει τὸ ἄθλιο σῶμα μετὰ τὴν ταφή…

 

   Μετ᾿ ἀπὸ λίγο, παρατήρησε ὁ Ἅγιος προσεκτικότερα καὶ βλέπει ἕναν ὡραῖο στὴν ὄψη νέο, ποὺ ἐρχόταν τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους. Ἦταν περίλυπος καὶ πολὺ θλιμμένος, ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα μὲ θρήνους καὶ λυγμούς. Ὑπέθεσε ὁ Ὅσιος, ὅτι θἆναι κάποιος ἀπ᾿ τοὺς συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου, καὶ γι᾿ αὐτὸ θρηνολογεῖ ἔτσι. Σὰ νὰ λησμόνησε, λοιπόν, τὴν κατάστασή του, (δηλαδή, νὰ φαίνεται σαλὸς στοὺς ἀνθρώπους) πλησίασε καὶ κράτησε τὸν νεαρὸ ἀπ᾿ τὸ χέρι μὲ σκοπὸ νὰ τὸν παρηγορήσει, καὶ τοῦ λέγει:

   – Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πές μου γιατί κλαῖς καὶ θρηνεῖς τόσο πολύ; Οὐδέποτε εἶδα κάποιον ἄλλο, νὰ χύνει τόσα δάκρυα καὶ νὰ ὀδύρεται ἔτσι ἀσταμάτητα σὲ κηδεία ὅπως ἐσύ. Σὲ παρακαλῶ, ἐξήγησέ μου τὴν αἰτία.

   Κι ὁ νέος, ποὺ ἦταν ὁ φύλακας Ἄγγελος τῆς ψυχῆς τοῦ νεκροῦ, τοῦ ἀποκρίνεται:

   – Ὁ λόγος ποὺ θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι εἶναι, γιατὶ τὸν κέρδισε ὁ παγκάκιστος Διάβολος· διότι χάθηκε ἡ ἀθάνατη ψυχή του.

   Τότε τὸν ρωτᾶ ὁ Ὅσιος:

   – Πές μου, σὲ παρακαλῶ, ποιά ἦσαν τ᾿ ἁμαρτήματά του;

   – Θὰ σοῦ πῶ, ἀπάντησε ὁ ἅγιος Ἄγγελος. Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀνδρέας ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ, κι ἐπειδὴ σοῦ ἀποκαλύφθηκαν τὰ μυστικὰ τούτης τῆς κηδείας, καὶ θέλεις, σεβάσμιε Ἅγιε, νὰ μάθεις ποιά ἦσαν τὰ φρικτά του ἁμαρτήματα, ἄκουσε:

   – Αὐτὸς λοιπόν, ἦταν μεγιστᾶνος (ὑπουργὸς) τοῦ Βασιλιᾶ, ἀλλὰ πολὺ ἁμαρτωλός, διεστραμμένος καὶ σκληρόκαρδος ἄνθρωπος, σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ἦταν πόρνος, ἀρσενοκοίτης, μοιχός, φιλάργυρος, ἄσπλαγχνος, ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος, ψεύτης, μνησίκακος, δωρολήπτης καὶ ἐπίορκος. Τοὺς δυστυχισμένους δούλους του, τοὺς εἶχε γυμνοὺς καὶ ξυπόλυτους, καὶ τὸν χειμῶνα τοὺς ἄφηνε νὰ ξεπαγιάζουν. Ἀρκετοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς μὲ ρόπαλα τοὺς σκότωσε, καὶ σὰν τὰ ζῶα τοὺς παράχωσε. Εἶχε παραδοθεῖ ἡ ψυχή του, σὲ τόσο μεγάλο βαθμό, στὴν σιχαμερή, ἀηδιαστική, αἰσχρὴ καὶ σατανικὴ ἀρσενοκοιτία, ὥστε ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ μολύνει καὶ νὰ φθείρει πάνω ἀπὸ τριακόσια παιδιά, δούλους κι εὐνούχους…

   Καὶ γιὰ ὅλα τοῦτα, ἔφθασε ἐπιτέλους, ὁ θερισμὸς τοῦ Κυρίου. Τώρα ποὺ ἦρθε ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ἀμετανόητο, κι ὅπως σοῦ ἀποκαλύφθηκε, ἀκόμη καὶ τὸ βρωμερό του σῶμα, ἀντὶ νὰ διαλυθεῖ μέσα στὸ χῶμα ὅπως τ᾿ ἄλλα σώματα τῶν νεκρῶν, λόγῳ τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν ποὺ διέπραξε μ᾿ αὐτό, μέλλει νὰ καεῖ καὶ θὰ γίνει στάχτη… Γιὰ τοὺς λόγους τούτους, ὦ ἁγία καὶ θεοφιλὴς ψυχή, Ὅσιε Ἀνδρέα, λυποῦμαι καὶ θρηνῶ καὶ θλίβομαι, διότι τούτη ἡ ψυχὴ τοῦ ἄρχοντα ἔγινε παιχνιδάκι τῶν δαιμόνων καὶ καταγώγιο πάσης βρωμιᾶς καὶ ἁμαρτίας.

   Μόλις τελείωσε τοὺς λόγους τούτους ὁ ἅγιος Ἄγγελος, τοῦ λέγει ὁ μακάριος Ἀνδρέας:

   – Σὲ παρακαλῶ ἀγαπητέ μου, μὴ λυπᾶσαι πλέον· ἐκεῖνος ἔλαβε τὴν δίκαιη ἀνταπόδοση,  ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα ποὺ ἔπραξε. Ἐσὺ ὅμως, νὰ παρηγοριέσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου Παντοκράτορος τὸν Ὁποῖο ὑπηρετεῖς. Καὶ καθὼς μιλοῦσαν, ἀνεχώρησε ὁ ἅγιος Ἄγγελος καὶ πέταξε στοὺς οὐρανούς…

 

   Ὅσοι ἔτυχε νὰ βρίσκονται στὸν δρόμο τὴν ὥρα ἐκείνη, κι ἄκουγαν τὸν Ὅσιο νὰ μιλάει, μὰ δὲν μπορούσανε –ἐπειδὴ ἦσαν ἀνάξιοι– νὰ δοῦνε μὲ ποιὸν μιλάει, λέγανε:

   – Γιὰ δὲς τὸν ἀλλοπαρμένο πῶς χαζοκουβεντιάζει μονάχος του! Μιλάει μὲ τοὺς τοίχους ὁ τρελλός!

   Ὕστερα τὸν ρωτοῦσαν:

   – Πές μας σαλέ, τί λόγια ἦσαν ἐκεῖνα ποὺ ἔλεγες ὅταν στεκόσουν κοντὰ στὸν τοῖχο; Καὶ τὸν περιγελοῦσαν καὶ χλεύαζαν.

   Τοῦτα τ᾿ ἀνόητα καμώματά τους τὰ ἔβλεπε ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, καὶ λυπόταν γιὰ τὴν τύφλωση καὶ τὴν ἄγνοια ποὺ εἴχανε· καὶ μὴ ἀνεχόμενος τὶς φλυαρίες τους, ἔφυγε ἀπὸ κεῖ…

 

   Μετὰ ἀπὸ λίγο, θυμήθηκε τὸν δυστυχισμένο μεγιστᾶνο τοῦ ὁποίου τὴν κηδεία μόλις πρὸ ὀλίγου εἶχε παρακολουθήσει, κ᾿ ἔκλαψε πολύ· τόσο πολύ, ποὺ ἀπ᾿ τὰ πολλὰ δάκρυα πρήστηκαν τὰ μάτια του καὶ κοκκίνισαν. Ἔκαμε δέ, θερμότατη προσευχὴ γι᾿ αὐτὸν πρὸς τὸν Θεό, λέγοντας:

 

   Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἀπερίγραπτος καὶ δυνατὸς Πατέρας καὶ Δεσπότης, ὁ Δημιουργὸς καὶ Κύριος τῶν ἀπεράντων αἰώνων, ἐφευρέτης ὅλης τῆς σοφίας καὶ πάσης ἐπιστήμης· τὸ ἀσύγκριτο γέννημα, ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς δόξης τῆς ἁγιωσύνης· ὁ ὁμοφυὴς καὶ συμφυὴς καὶ ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ παντοκρατορικὸ Πνεῦμα· Ἐσὺ ποὺ γεννήθηκες πρὸ τῶν αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ συμμετέχεις παντοτινὰ στὴν δόξα Του, ὁ Ἕνας τῆς ἀπροσίτου Τριάδος· σὲ ἱκετεύω, μὴν ἐπιτρέψεις νὰ καεῖ ἐκεῖνο τὸ ταλαίπωρο καὶ πανάθλιο σῶμα μὲ πίσσα καὶ θειάφι γιὰ ἐξευτελισμό. Ναί, Κύριέ μου, δεῖξε τὸ ἔλεός Σου καὶ εἰσάκουσε τὴν ταπεινὴ δέηση τοῦ εὐτελοῦς δούλου Σου Ἀνδρέου. Ἡ μολυσμένη ψυχή του, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μετανοήσει καὶ χάθηκε γιὰ αἰώνια· τὴν ἐγκλώβισε ὁ τρομερὸς θάνατος! Σὲ ἱκετεύω λοιπόν, ἂς σωθεῖ τουλάχιστον τὸ σκήνωμά του ἀπ᾿ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ντροπή. Γιὰ νὰ μὴ χαρεῖ ὁλότελα ὁ καταραμένος κι ἀνθρωποκτόνος δράκοντας, καταπίνοντας μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του…

 

   Κι ἐνῶ προσευχόταν μὲ τοῦτα τὰ λόγια ὁ δίκαιος, ἔγινε μιὰ θεία ἔλαμψη ἐντός του, κι ἔπεσε σὲ ἔκσταση. Εἶδε τὸν ἑαυτό του μέσα στὸ μνῆμα τοῦ ἄρχοντα ἐκείνου.

   Καὶ νά! Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε σὰν τὴν ἀστραπή, κρατώντας στὸ χέρι πύρινο ραβδί, κι ἔδιωξε ὅλα τ᾿ ἀκάθαρτα πνεύματα ποὺ βρισκόντουσαν ἐκεῖ. Κ᾿ ἔτσι σταμάτησε τὸ κάψιμο τοῦ σώματος μὲ τὴν πίσσα καὶ τὸ θειάφι· τρανὴ ἀπόδειξη, ὅτι εἰσακούσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, πολὺ σύντομα ἡ δέησή του, ὑπὲρ τοῦ ἄθλιου νεκροῦ!

 

   Ὅταν ἐπανῆλθε στὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἔκσταση, εἶχε ἤδη βραδυάσει γιὰ τὰ καλά. Σφράγισε τὸν ἑαυτό του πολλὲς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, κι ἀνεχώρησε ἀπὸ κεῖ περπατώντας ὅλη τὴ νύχτα, καὶ προσευχόμενος πρὸς τὸν Θεό!…



(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)