Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΑΙΦΝΙΔΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 


ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκᾶ ΙΒ΄ 16–21)

 

ΟΜΙΛΙΑ

 ΠΕΡΙ ΑΙΦΝΙΔΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*

 

   Ἀνάμεσα στὶς πολλὲς ὑποθέσεις, ποὺ περιέχονται στὴν παραβολὴ τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, βλέπουμε καὶ τὴν φοβερὴ ὑπόθεση τοῦ αἰφνιδίου θανάτου· αὐτὴ εἶναι ὑπόθεση μεγάλου φόβου καὶ τρόμου. Ὁ αἰφνίδιος θάνατος εἶναι παίδευση τῆς θείας ἀγανακτήσεως γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας· τοῦτο τὸ βλέπουμε φανερὰ στὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς. Αὐτός, πλεονέκτης, δοῦλος τῆς σάρκας καὶ τῶν ἡδονῶν, ἀφοῦ λησμόνησε παντελῶς τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ τὸν θάνατο καὶ τὸν Θεό, καὶ προσήλωσε τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του στ’ ἀγαθὰ τῆς γῆς καὶ στὶς ἀπολαύσεις τῆς σάρκας, ἀποφάσισε νὰ ζεῖ ὄχι ὡς ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν Θεό, ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπος ἀσεβὴς κι ἄπιστος, ὄχι ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ψυχὴ ἀθάνατη, ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπος θνητόψυχος, ὄχι ὡς ἄνθρωπος λογικός, ἀλλὰ σὰν ζῶο ἄλογο· σ’ αὐτὸν λοιπὸν γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀφροσύνες του στέλνει ὁ Θεὸς βίαιο κι αἰφνίδιο θάνατο. Καὶ γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ καθένας, ὅτι ὄχι κατὰ φύσιν, ἀλλὰ κατὰ θεία προσταγὴ τὸν θέρισε τὸ δρεπάνι τοῦ αἰφνιδίου θανάτου, φανέρωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν παραβολὴ αὐτὸ ποὺ δὲν συμβαίνει στοὺς αἰφνιδίους θανάτους, δηλαδὴ παρουσίασε τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ πρῶτα μὲν νὰ ἐλέγχει τὸν πανάθλιο ἐκεῖνον ἁμαρτωλὸ καὶ ν’ ἀναγγέλλει σ’ αὐτὸν τὴν φοβερὴ καταδίκη τοῦ βιαίου θανάτου, «ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» (Λουκ. ιβ΄ 20), ἔπειτα νὰ φανερώνει καὶ τὴν αἰτία αὐτῆς τῆς ὀλέθριας καταδίκης. Ἐπειδή, λέει, προσήλωσες τὸν ἑαυτό σου στὴν πλεονεξία συνάζοντας καὶ οὐδέποτε χορταίνοντας, διὰ τοῦτο τώρα ἁρπάζουν τὴν ψυχή σου· ποιός λοιπὸν θὰ κληρονομήσει ὅσα σὺ ἑτοίμασες; «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται»;

   Φοβερὸς ὁ αἰφνίδιος θάνατος· ἐπειδὴ σὲ ὅποια κατάσταση βρεθοῦμε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, σ’ αὐτὴν διαμένουμε στὸν ἀτελεύτητο αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. Μετὰ θάνατον οὔτε ὁ ἐνάρετος μεταβάλλεται ἀπὸ τῆς ἀρετῆς στὴν ἁμαρτία οὔτε ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας στὴν ἀρετή. Γι’ αὐτό, ὅπως κι ἂν βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ἔτσι καὶ διαμένει. Τὸ ἐπιβεβαιώνει ὁ θεῖος Ἐκκλησιαστὴς λέγοντας· «καὶ ἐὰν πέσῃ ξύλον ἐν τῷ Νότῳ, καὶ ἐὰν ἐν τῷ Βορρᾷ, τόπῳ οὗ πεσεῖται τὸ ξύλον, ἐκεῖ ἔσται» (Ἐκκλ. ια΄ 3), δηλαδὴ στὸν τόπο γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ βρεθεῖ ἄξιος ὁ ἄνθρωπος στὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, εἴτε γιὰ τὸν Παράδεισο εἴτε γιὰ τὴν κόλαση, ἐκεῖ διορίζεται κ’ ἐκεῖ διαμένει στοὺς ἀπεράντους αἰῶνες τῶν αἰώνων.

   Ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι κάθε στιγμὴ σχεδὸν ἁμαρτάνουμε. Πότε λείπει ἀπ’ τὰ ἔργα μας ἡ ἁμαρτία; Τούτη τὴν ὥρα βρισκόμαστε σὲ πολυφαγίες καὶ πολυποσίες, κραιπάλη καὶ μέθη· τὴν ἄλλη ὥρα σὲ ἀκολασίες κι ἀσέλγειες, σὲ μάχες καὶ φθόνους (Ρωμ. ιγ΄ 13)· τὴν ἑπομένη στιγμὴ σὲ ἁρπαγὲς κι ἀδικίες, σὲ καταδυναστεῖες καὶ καταδρομὲς τῶν ἀδελφῶν. Πότε λείπει ἀπ’ τὰ λόγια μας ἡ ἁμαρτία; Ὕβρεις, συκοφαντίες, καταλαλιές, ψεῦδος, αἰσχρολογίες, ἰδιαιτέρως ἡ ἀργολογία σχεδὸν ποτὲ δὲν λείπει ἀπ’ τὸ στόμα μας. Πότε μένει ὁ νοῦς μας καθαρὸς ἀπ’ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀπ’ τὴν φιλοδοξία, ἀπ’ τοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς κι ἀπ’ τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις; Σχεδὸν οὐδέποτε, οὔτε τὸν καιρὸ ποὺ προσευχόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Σ’ ἁμαρτίες βρισκόμαστε πάντοτε καὶ στὴ νεότητα καὶ στὴν ἀνδρικὴ ἡλικία καὶ σ’ αὐτὸ τὸ γῆρας· ἡ εὐπερίστατος ἁμαρτία μᾶς περικυκλώνει διὰ παντός· καθιστοῦμε πάντοτε ὅλα τὰ μέλη μας «δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν» (αὐτόθ. στ΄ 19).

   Ὅταν πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς στείλει ὡς ἀγγελιαφόρο μιὰ βαρύτατη ἀσθένεια, τότε αὐτή, ἐρχόμενη σὲ μᾶς ὡς ἄλλος προφήτης Ἡσαΐας μᾶς ἀναγγέλλει λέγοντας: «Αὐτὰ λέει ὁ Κύριος‧ τακτοποίησε τὰ τοῦ οἴκου σου, διότι σὺ θὰ πεθάνεις καὶ δὲν θὰ ζήσεις πλέον» (Ἡσ. λη΄ 1). Τότε αὐτὴ βοᾶ σὰν μεγαλόφωνη σάλπιγγα: Ἄνθρωπε, ἑτοίμασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὴν μέλλουσα ζωὴ καὶ γιὰ τὸ ἐκεῖ φοβερὸ κριτήριο. Οἱ πόνοι καὶ ἡ βάσανος τῆς ἀρρώστιας κι ὁ φοβερὸς φόβος τοῦ θανάτου, πολλὲς φορὲς κάμπτει καὶ τὴν πιὸ σκληρότατη καρδιά. Τότε αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι χωρίζεται ἀπ’ τὸν κόσμο· τότε βλέπει ὅτι τίποτε δὲν τὸν ὠφελεῖ, οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ δόξα οὔτε ὅλα τ’ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Τότε λοιπὸν οἱ ἀγαπημένοι συγγενεῖς κ’ οἱ ἀληθινοὶ φίλοι τοῦ φέρνουν τὸν ἱερέα, σύμβουλο καὶ διδάσκαλο τῆς σωτηρίας του. Βρίσκει τότε τὴν εὐκαιρία, ὅταν μάλιστα ἡ ἀσθένεια εἶναι πολυήμερη, νὰ μετανοήσει καὶ κλάψει, κ’ ἐπιστρέψει πρὸς τὸν Θεὸ κ’ ἐξομολογηθεῖ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστὸ διὰ τῆς μεταλήψεως τοῦ παναχράντου σώματος κι αἵματός Του καὶ τακτοποιήσει τὰ περὶ τοῦ οἴκου του. Τότε δέ, εἶναι βέβαιη ἡ ἐλπίδα ὅτι πέφτει καὶ διαμένει ὄχι στὸν Βορρᾶ, δηλαδὴ τὸν τόπο τῆς κολάσεως, ἀλλὰ στὸ Νότο, τὸν τόπο τῆς μακαριότητας.

   Ἀλλ᾿ ὅταν ὅμως ξαφνικά, σὰν ἀπροσδόκητη καταιγίδα καὶ σὰν ἀνεμοστρόβιλος αἰφνίδιος, πέρα ἀπὸ κάθε ἐλπίδα ἁρπάζει ὁ θάνατος τὴν ζωή, ὅταν, τὴν ὥρα αὐτὴ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ὑγιὴς κ’ εὔρωστος κι ἁμαρτάνοντας, καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ στιγμὴ ἄλαλος κι ἀναίσθητος, ποιά ἐλπίδα τότε σωτηρίας; Ποῦ τότε μετάνοια; Ποῦ ἐξομολόγηση; Ποῦ ἐπιστροφή; Οὔτε συγγενής, οὔτε φίλος, οὔτε ἱερέας μπορεῖ τότε νὰ βοηθήσει, ἔστω κι ἂν θέλει, κι ἂν καταβάλλει κάθε προσπάθεια καὶ μ’ ὅλη τὴν καρδιά του τὸ ἐπιθυμεῖ· μόλις ποὺ προφτάνει ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι πεθαίνει καὶ οἱ ἀνελεήμονες ἔρχονται, ζητῶντας τὴν ψυχή του. «Ταύτη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» (Λουκ. ιβ΄ 20).

   Πρῶτα, ὁ Θεός, προβάλλει σέ ’κεῖνον ποὺ ἁμαρτάνει τὰ βότανα τῆς θείας φιλανθρωπίας καὶ μακροθυμίας. Ἔδωσε στὸν πλούσιο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου τὸν πλοῦτο· «ἀνθρώπου», λέει, «τινὸς πλουσίου» (Λουκ. ιβ΄ 16)· κι αὐτός, δίχως νὰ μεταδώσει τίποτε σὲ κανένα, γέμισε τὶς ἀποθῆκες του κ’ ἔκλεισε τὸν πλοῦτο του ἐκεῖ. Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ χορτάσει τὴν ἐπιθυμία του καὶ νὰ μεταβάλει στὸ μεταδοτικὸ ἦθος τὴν πλεονεκτική του γνώμη, ἀναδεικνύει πάλι τὴν γῆ του καρποφόρα, «ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα» (αὐτόθι), γεννήματα καὶ καρποὶ πολλοὶ κι ἄμετροι, οἱ ἀποθῆκες πλήρεις, ὁ πλοῦτος ἀχώρητος· ὁ δὲ πλούσιος ἀντὶ ν’ ἀνοίξει τὶς ἀποθῆκες κι ἀφοῦ τὶς ἀδειάσει ἀπ’ τοὺς παλιοὺς καρποὺς νὰ τὶς γεμίσει μὲ τοὺς νέους κ’ ἔτσι νὰ μείνει πάλι πλούσιος καὶ νἄχει γεμᾶτες τὶς ἀποθῆκες, ἀκοῦστε τὶ διαλογίστηκε καὶ τὶ ἀποφάσισε. Σκέφτηκε νὰ γκρεμίσει τὶς παλιὲς ἀποθῆκες του καὶ νὰ οἰκοδομήσει ἄλλες νεόκτιστες, ποὺ νὰ χωρᾶνε καὶ τοὺς παλιοὺς καὶ τοὺς νέους καρπούς. «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω» (αὐτόθ. 18). Καὶ γιατί κατεδαφίσεις καὶ οἰκοδομές; Μήπως γιὰ νὰ σιτομετρεῖ στοὺς ἔχοντες ἀνάγκη ὅπως ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ στὴν Αἴγυπτο; (Γεν. μζ΄ 14). Ὄχι γι’ αὐτό, ἀλλὰ γιὰ ν’ ἀναπαύεται μόνο ἡ δική του ψυχή, νὰ τρώει, νὰ πίνει καὶ νὰ εὐφραίνεται. «Καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. ιβ΄ 19). Βλέποντας λοιπὸν ὁ Θεὸς ὅτι αὐτὸς καταφρονεῖ «τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν αὐτὸν ἄγει», δηλαδή‧ τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνεκτικότητάς του καὶ τῆς μακροθυμίας του, θέλοντας ἔτσι ν’ ἀγνοεῖ ὅτι ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μετάνοια καὶ διόρθωση (Ρωμ. β΄ 4), καὶ ὅτι ὄχι μόνο μένει ἀδιόρθωτος, ἀλλὰ καὶ ἁμαρτάνει χειρότερα ἀπ’ ὅτι ἁμάρτανε προηγουμένως, τότε, μ’ αἰφνίδιο θάνατο θέρισε τὴν ζωή του. «Ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» (Λουκ. ιβ΄ 20).

   Κάθε συμφορά, κάθε θλίψη, κάθε κακό, ὅταν ἔλθει ξαφνικά, γίνεται πολὺ βαρύτερο καὶ θλιβερώτερο· γι’ αὐτὸ ὁ Προφήτης τοῦ Θεοῦ ἔλεγε· «Ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην» (Ψαλμ. ριη΄ 60). Ὅταν ἔχει ὁ ἄνθρωπος προειδοποίηση τοῦ κακοῦ ποὺ κρέμεται πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του, ἐὰν μὲν τὸ κακὸ εἶναι τέτοιο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τὸ ἀποφύγει, ἢ τὸ ἀποφεύγει παντελῶς ἢ μὲ διάφορους τρόπους τὸ καθιστᾶ μετριώτερο· ἐὰν ὅμως εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀποφευχθεῖ, προετοιμάζει τὴν καρδιά του νὰ τὸ ὑποδεχθεῖ. Ἀλλ᾿ ὅταν χωρὶς μιᾶς, οὔτε τῆς παραμικρῆς προειδοποίησης, πέφτει πάνω του ἡ συμφορά, τότε εἶναι ἀπαρηγόρητος κι ἀπρόφταστος.

   Στ’ ἀλήθεια, ὁ θάνατος εἶναι ἀναπόφευκτος, εἶναι φοβερός, ἔστω κι ἂν τὸν προβλέπουμε ἐρχόμενον. Κι αὐτὸς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ ὡς ἄνθρωπος ὅλες τὶς ὑπερτέλειες τελειότητες, (ἐντούτοις) λυπήθηκε ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του. «Περίλυπος», εἶπε, «ἐστὶν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Ματθ. κστ΄ 38), καὶ παρακάλεσε τὸν πατέρα Του νὰ μὴ πιεῖ τοῦ θανάτου τὸ πικρὸ ποτήρι. «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο» (αὐτόθ. 39). Καὶ τόση πολλὴ ἀγωνία δοκίμασε τὴν ὥρα ἐκείνη, ὥστε «ἐγένετο ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἷματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ. κβ΄ 44). Ὅταν ὅμως προγνωρίσουμε τὸν θάνατο, τότε πρῶτον μὲν τακτοποιοῦμε, ὅπως θέλουμε, τὰ θέματα καὶ τὰ ζητήματα περὶ τῆς οἰκίας, περὶ τῶν παιδιῶν μας, περὶ τῶν μετὰ θάνατον ὑποθέσεών μας, κι ἔτσι μένει ὡς πρὸς τοῦτο ἡ ψυχή μας ἥσυχη καὶ δίχως φροντίδες· δεύτερον δέ, ἀφοῦ ἀφαιρέσουμε, μὲ τὴν μετάνοια κ’ ἐξομολόγηση, τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων μας, καθησυχάζουμε τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως καὶ διώχνουμε τὸν ὑπέρμετρο φόβο τῆς αἰωνίου κολάσεως· καὶ τρίτον, ἀφοῦ μεταλάβουμε τῶν ἁγίων μυστηρίων, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστό. Γι’ αὐτό, εὐθὺς ἔρχεται στὴν καρδιά μας ἡ ἐλπίδα τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ἀναπαύσεως, ἡ ἐλπίδα τῆς ἀθανάτου βασιλείας, ἡ ὁποία σηκώνει τὴν θλίψη τῆς στερήσεως τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, φέρνει τὴν χαρὰ τῆς ἀπολαύσεως τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν καὶ τῆς ἀνεκλάλητης δόξας τοῦ Θεοῦ. Τίποτ’ ἄλλο δὲν μένει τότε πικρὸ καὶ συνάμα φοβερὸ παρὰ μόνο ἡ ἀγωνία τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα· ἀλλὰ μετὰ τὴν προετοιμασία αὐτὴ ἔρχονται οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, οἱ ἐλεήμονες καὶ φωτεινοί, οἱ ὁποῖοι, διώχνοντας μακρυὰ τοὺς δαίμονες, γλυκαίνουν τὴν πικρότητα κ’ ἐλαφρώνουν τοὺς πόνους, διώχνουν τὸν φόβο τῆς ψυχῆς καὶ μὲ χαρὰ τὴν παραλαμβάνουν. Μακάριος, ἀδελφοί μου, ἐκεῖνος, ποὺ θ’ ἀξιωθεῖ τέτοιου καλοῦ θανάτου· ἐκεῖνος θὰ ψάλλει μὲ τὸν Δαβίδ· «Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω» (Ψαλμ. δ΄ 9).

   Ἀλλ᾿ ὅταν ἔλθει ὁ θάνατος ἀπροσδόκητος κι αἰφνίδιος καὶ μᾶς βρεῖ στὸ μέσο τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὦ πόσο φοβερὸς τότε γίνεται! ὦ πόσο πικρὸς καὶ ψυχολέθριος! Βλέπει τότε ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος ἄνθρωπος ξαφνικὰ τοῦ θανάτου τὸ μαχαίρι ἀκονισμένο καὶ γυμνὸ νἄρχεται πάνω ἀπ’ τὸν τράχηλό του, καὶ ζητεῖ νὰ φύγει, ἀλλὰ φυγὴ δὲν ὑπάρχει· θέλει νὰ τακτοποιήσει τὰ ζητήματα τοῦ οἴκου του, ἀλλ᾿ ὁ νοῦς συγχύζεται καὶ οἱ διαλογισμοὶ σχεδὸν χάθηκαν· θέλει ἴσως ἱερέα γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ, ἀλλ᾿ ἡ γλῶσσα παρέλυσε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ζητήσει, τὸ στόμα κλείστηκε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαγγείλει τὶς ἁμαρτίες του. Βλέπει ὅτι μετὰ θάνατον ἐγκαταλείπει στοὺς ἀγαπημένους του κληρονόμους θλιβερὲς κρισολογίες (δικαστικοὺς ἀγῶνες)· τοῦτο τὸν τραυματίζει ὀξύτατα. Βλέπει ὅτι πεθαίνει ἀμετανόητος κι αἰσθάνεται τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου τὴν ἀπόφαση καὶ τῆς αἰωνίου κολάσεως τὴν τιμωρία· τοῦτο τοῦ φέρνει τὶς ὀδύνες τοῦ ᾅδη. Ἐκ τούτου σκοτεινὸς θόρυβος, φόβοι ἐντρομώτατοι, σπαραγμοὶ ἐλεεινοί, τέλειος ἀπελπισμός. Ἐπιπλέον, καὶ οἱ δαίμονες οἱ σκοτεινοὶ κι ἄσπλαγχνοι, ἐλέγχοντας τὶς πράξεις κι ἀπαιτῶντας τὴν ψυχή του, τὸν σπαράττουν βασανιστικώτατα· καὶ τέλος, σχίζεται ἀνηλεῶς ἡ ψυχὴ ἀπ’ τὸ σῶμα καὶ τρέμοντας καὶ στενάζοντας ἁρπάζεται βιαίως. Κύριε παντελεήμων, σῶσε μας ἀπὸ τούτη τὴ φοβερὴ καταδίκη. Ἀλίμονο, ἀδελφοί μου, σ’ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ πεθάνει μὲ τέτοιο τρόπο! Τοῦτος εἶναι ὁ κακὸς θάνατος, περὶ τοῦ ὁποίου ὁ προφήτης Δαβὶδ λέει· «θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρὸς» (Ψαλμ. λγ΄ 22).

   Ταλαίπωροι ἄνθρωποι! Ὄχι μόνο ἀγνοοῦμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ἀλλ᾽ οὔτε γνωρίζουμε ποιὸ τὸ εἶδος τοῦ θανάτου μας. Ἆραγε ἔρχεται σὲ μένα ὁ θάνατος ἤρεμος καὶ πρᾶος ἢ ἄγριος καὶ θηριώδης; Ἆραγε βλέπω ἐγὼ πρῶτα τὰ θανατηφόρα του σημεῖα ἢ αὐτὸς μὲ προφθάνει ὅπως ὁ κλέφτης κρυφά; Ἆραγε θὰ μοῦ δώσει καιρό, ἔστω λίγο, νὰ κλάψω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἢ θὰ μὲ ἁρπάξει εὐθὺς ἀμετανόητον; Γιατί τόσο σκοτάδι, γιατί τόση ἄγνοια γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὸ εἶδος τοῦ θανάτου, ἀπ’ τὰ ὁποία κρέμεται ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς; Τοῦτα, ἀγαπητοί μου, τὰ ἐπέτρεψε ὁ φιλανθρωπότατος Θεὸς γιὰ τὴν  σωτηρία μας· ἡ ἄγνοια τῆς ὥρας φέρνει τὸν φόβο· ὁ φόβος βάζει χαλινό, ὁ χαλινὸς ἀνακόπτει τὴν ὁρμὴ καὶ τὴν πτώση στὶς ἁμαρτίες· ἡ ἄγνοια τῆς ὥρας φέρνει προσοχή, ἡ προσοχή προθυμία, ἡ προθυμία ἐργάζεται τὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς· γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φανέρωσε ἂν θὰ εἶναι καλὸς ἢ πονηρὸς ὁ θάνατός μας, ὥστε φοβούμενοι ν’ ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία, κ’ ἔτσι, προσέχοντας, νὰ ἐργαζόμαστε τὴν ἀρετή. Πόσες φορὲς γιὰ τὸν φόβο τοῦ θανάτου ἀπέχουμε ἀπ’ τὴν ἁμαρτία; Πόσες φορὲς φοβούμενοι μήπως αὔριο πεθάνουμε, ἐργαζόμαστε τὰ καλὰ ἔργα; Γιατί λοιπὸν παραπονούμαστε; Ἴσως θέλουμε γνωστὴ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, γιὰ νὰ διαπραγματευόμαστε τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, δηλαδὴ γιὰ ν’ ἁμαρτάνουμε μὲ κάθε φοβερὴ ἁμαρτία μέχρι τὴν ἔσχατη ὥρα τῆς ζωῆς μας, καὶ τότε, προστρέχοντας στὴν μετάνοια, νὰ κερδίζουμε τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀλλ᾽ «ὁ Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται», δηλαδή‧ ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται (Γαλατ. στ΄ 7), καὶ ὡς παντεπόπτης καὶ δίκαιος βλέπει τὰ διανοήματά μας καὶ κρίνει δίκαια ὅλη τὴν οἰκουμένη.

   Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι ἀβέβαιη, ὁ θάνατος ἔρχεται πολλάκις αἰφνίδιος. Ναί, ἀληθῶς· ἀλλ᾿ ὁ Σωτήρας καὶ Κύριός σου σὲ δίδαξε τὶ πρέπει νὰ πράξεις. «Γρηγορεῖτε οὖν», εἶπε, «ὅτι οὐκ οἶδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν, ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ. κε΄ 13). «Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς» εἶπε, «γίνεσθε ἕτοιμοι· ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (αὐτόθ. κδ΄ 44). Λοιπὸν γρηγόρει (ἐπαγρύπνει) καὶ πρόσεχε, λοιπὸν γίνε ἕτοιμος. Ἔρχεται, ναί, ξαφνικὰ ὁ θάνατος· ἀλλὰ σὲ ποιόν; Σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν προσέχει καὶ στὸν ἀνέτοιμο. Ἐὰν κάποιος κατασταθεῖ πονηρὸς καὶ διεστραμμένος, καὶ σκέφτεται ὅτι ὁ θάνατος ἀργοπορεῖ καὶ δὲν ἔρχεται ταχέως, τότε βρίζει, δέρνει, ἁρπάζει, καταδυναστεύει τοὺς ἀδελφούς του καὶ προσηλώνεται στὶς πολυφαγίες, πολυποσίες καὶ μέθες καὶ στὶς λοιπὲς ἀνομίες κι ἁμαρτίες, «ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ κακὸς δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὑτοῦ· χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν, καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς συνδούλους, ἐσθίειν δὲ καὶ πίνειν μετὰ τῶν μεθυόντων» (Ματθ. κδ΄ 48-49), ἐκεῖνον, ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ποὺ δὲν περιμένει, καί ᾿κείνη τὴν ὥρα, ποὺ δὲν γνωρίζει, τὸν ἁρπάζει αἰφνιδίως ὁ θάνατος· «ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ἡ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ, ᾗ οὐ γινώσκει» (αὐτ. 50).

   Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι ἄδηλη‧ ὁ θάνατος ἔρχεται σὰν τὸν κλέφτη. Ναί, ἀληθῶς· λοιπὸν γρηγόρει (ἐπαγρύπνει) καὶ πρόσεχε, λοιπὸν γίνε ἕτοιμος· διότι, ὅποιον βρεῖ ἀμετανόητο κι ἀνέτοιμο, αὐτὸν ὁ Κύριος «διχοτομήσει καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν θήσει· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (αὐτ. 51). Λοιπὸν καθένας ἔχει ἀνάγκη μεγάλης προσοχῆς, καθένας ἔχει ἀνάγκη καθημερινῆς ἑτοιμασίας, καθένας χρωστᾶ ἰδιάζουσα φροντίδα περὶ τούτου καὶ ἰδιάζουσα πυκνὴ δέηση πρὸς τὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸν ἐλεήσει κατὰ τὸ μέγα Του ἔλεος καὶ νὰ τὸν λυτρώσει ἀπ’ τὸν αἰφνίδιο καὶ πονηρὸ θάνατο.

   Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι ἀβέβαιη· ὁ θάνατος πολλὲς φορὲς ἔρχεται αἰφνίδιος. Ναί, ἀληθῶς· ἀλλὰ γιατί κλαίγεσαι γι’ αὐτό; Ἐὰν θέλεις, μπορεῖς ν’ ἀποδιώξεις καὶ τὸν φόβο τοῦ αἰφνιδίου θανάτου καὶ τὴν πανώλεθρη βλάβη του. Γίνε δοῦλος τοῦ Κυρίου πιστὸς καὶ φρόνιμος ὅπως ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Ἰσαάκ· τότε θὰ πεθάνεις πρεσβύτης πλήρης ἡμερῶν μὲ καλὰ γηρατειά (Γεν. κε΄ 8)· καὶ θὰ πεθάνεις ὄχι βίαια κι αἰφνίδια, ἀλλὰ μὲ ἱλαρότητα καὶ γνωρίζοντάς το ἀπὸ πρίν· καὶ μετὰ τὸν θάνατο θὰ προστεθεῖς στὴν τάξη τῶν δικαίων (αὐτ. λε΄ 29). Γίνε δοῦλος τοῦ Κυρίου πιστὸς καὶ φρόνιμος, ὅπως ὁ Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἰωσήφ· τότε θὰ γνωρίζεις καὶ σὺ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου καὶ θὰ προλέγεις, ὅπως ἐκεῖνοι· «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποθνήσκω» (αὐτ. μη΄ 21)· τότε θὰ βλέπεις υἱοὺς τῶν υἱῶν σου (αὐτ. ν΄ 23)· τότε θὰ πεθάνεις εὐλογῶντας κ’ εὐχόμενος τὰ παιδιά σου· τότε θὰ κανονίσεις πρῶτα τὰ περὶ τῆς ταφῆς σου, ἔπειτα θὰ ξαπλώσεις τὰ πόδια σου πάνω στὴν κλίνη σου (αὐτ. μθ΄ 33) καὶ θὰ κοιμηθεῖς κι ἀναπαυθεῖς μὲ εἰρήνη κ’ αἰώνια ἀγαλλίαση. Γίνε δοῦλος τοῦ Κυρίου πιστὸς καὶ φρόνιμος· πιστός, φυλάσσοντας ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ μέχρις ἐσχάτης σου ἀναπνοῆς τὴν ὀρθόδοξη πίστη· φρόνιμος, ἀπέχοντας ἀπὸ κάθε ἁμαρτία κ’ ἐργαζόμενος κάθε  ἀρετή· καὶ τότε μὴ φοβηθεῖς αἰφνίδιο θάνατο, τότε μὴ φοβηθεῖς κόλαση αἰώνια· διότι, ὅταν ἔλθει ὁ θάνατος καὶ σὲ βρεῖ τέτοιον, ὁ Δεσπότης καὶ Κύριός σου θὰ σὲ τοποθετήσει μετὰ τῶν μακαρίων· διότι αὐτὸς εἶπε· «Μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν ἐλθὼν ὁ Κύριος αὐτοῦ εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως» (Ματθ. κδ΄ 46). Ἀμήν.

 

* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Β΄, σελ. 96–101. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).