Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΠΡΟΦΑΣΕΩΝ


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκᾶ ΙΔ΄ 16–24)

 

ΟΜΙΛΙΑ

 ΠΕΡΙ ΠΡΟΦΑΣΕΩΝ

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


   Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο διδάσκει μάθημα ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν σωτηρία κάθε ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμο ποὺ νὰ μὴ βρίσκει κάποια πρόφαση γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ἐκεῖνος ἔχει τούτη τὴν πρόφαση, ὁ ἄλλος προβάλλει ἄλλη καὶ ἔτσι ὁ καθένας προφασιζόμενος κοιμᾶται ἥσυχος στὸν βυθὸ τῆς ἁμαρτίας του καὶ ἀμελεῖ τὴν ψυχική του σωτηρία. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἁρπάζει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ καθενὸς τὴν πρόφαση, δείχνοντας τὸν Θεὸ ὀργιζόμενο κατὰ ὅσων προφασίζονται, καὶ διδάσκει φανερὰ τὸ ὅτι οἱ προφάσεις κατακρίνουν ἐκείνους, ὅσοι τὶς προβάλλουν· «Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. ιδ΄ 24).

   Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ εἴμαστε καλεσμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ γευθοῦμε τὸ ἐπουράνιο δεῖπνο, δηλαδὴ νὰ γίνουμε μέτοχοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· τὸ μαρτυρεῖ τοῦτο ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγοντας: «Πιστὸς ὁ Θεός, δι᾽ οὗ ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν» (Α΄ Κορινθ. α΄ 9). Κάθε μέρα μᾶς προσκαλεῖ ὁ Θεὸς σὲ μετάνοια πότε μὲ τὸ στόμα τῶν Προφητῶν λέγοντας· «Ἐπιστρέψατε πρός με, λέγει Κύριος τῶν δυνάμεων, καὶ ἐπιστραφήσομαι πρὸς ὑμᾶς, λέγει Κύριος τῶν δυνάμεων» (Ζαχαρ. α΄ 3), πότε μὲ τὰ λόγια τῶν ἀποστόλων, κηρύττοντας· «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς» (Ρωμ. ιγ΄ 12), πότε μὲ τὴν εὐαγγελική Του φωνή, κραυγάζοντας· «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι» (Ματθ. ια΄ 28) καὶ ὑποσχόμενος στοὺς προσερχομένους τὴν αἰώνια ἀνάπαυση, «κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (αὐτ.).

   Καὶ τί ἀποκρινόμαστε ’μεῖς ὅταν ἀκοῦμε τοῦτο τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ; Ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ἢ ὡς κουφοὶ οὐδόλως τὸ ἀκοῦμε, ἢ ὡς μωροὶ σὰν τίποτε τὸ λογιζόμαστε. Κι ὅποτε εἰσέλθει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας καὶ ξυπνήσει τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως, ἐμεῖς μὲ τὶς προφάσεις καθησυχάζουμε τὴν ταραχή της. Ἕως πότε, λέει ἡ συνείδηση πρὸς τὸν πλεονέκτη καὶ φιλοκτήμονα, τόσες φροντίδες καὶ κόποι γιὰ τοὺς ἀγρούς, γιὰ τὶς οἰκοδομές, γιὰ τὰ πρόσκαιρα κτήματα; Μέχρι πότε, προσηλωμένος στὰ γήϊνα καὶ φθαρτά, ἀμελεῖς τὴν σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς σου; Αὔριο πεθαίνεις, καὶ τὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα τόσο πολὺ κοπιάζεις, ἄλλος τὰ κληρονομεῖ ἢ τ’ ἁρπάζει, καὶ σὺ οὐδεμία ὠφέλεια ἔχεις ἀπ’ αὐτά. Σήκω, ἀποτίναξε τὴν πλάνη ποὺ σὲ περικυκλώνει, παῦσε τὸν θόρυβο τῶν φροντίδων, πρόσελθε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ σὲ προσκαλεῖ, καὶ περπάτησε τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς. Τί ἀποκρίνεται ὁ φιλοκτήμων καὶ φιλόϋλος σὲ τούτους τοὺς ἐλέγχους καὶ τὶς συμβουλὲς τῆς συνειδήσεως; Ἀγόρασα, λέει, ἀγρό, κι αὐτὸς ἔχει ἀνάγκη τῆς ἐπισκέψεώς μου· φυτεύω ἀμπελῶνα, αὐτὸς ζητεῖ τὴν ἐπιστασία μου· οἰκοδομῶ οἰκία, ἡ οἰκοδομὴ ἁρπάζει τὴν προσοχή μου· ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ καλλωπισμὸ τοῦ οἴκου μου, τοῦτο γιὰ τὴν ὑπηρεσία μου, τὸ ἄλλο γιὰ τὰ ἐνδύματά μου, αὐτὸ γιὰ τὶς ἀνάγκες μου· κι ὅλ’ αὐτὰ αἰχμαλωτίζουν τὸ νοῦ μου· γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ πρὸς τὸ παρὸν νὰ τὸν προσηλώσω στὸν Θεό. Ἂ, μάταιε! Μὲ τέτοιο τρόπο ἀποκρίνεσαι στὸν Θεό, ποὺ διὰ τῆς συνειδήσεώς σου σὲ ἐλέγχει, σὲ συμβουλεύει καὶ σὲ προσκαλεῖ στὴν αἰώνια βασιλεία Του; Ἐλπίζεις ἆραγε ὅτι αὐτὲς οἱ προφάσεις σου σὲ δικαιολογοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ προσκαλεῖ; Πλανᾶσαι· ἡ ἀπόφαση κατὰ ὅσων προφασίζονται γράφτηκε˙ «λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. ιδ΄ 24).

   Μᾶς προσκαλεῖ ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὴν νηστεία, διδάσκοντας συνάμα καὶ τὸν ἀνυπόκριτο τρόπο τῆς νηστείας· «σὺ δέ», λέει, «νηστεύων, ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι» (Ματθ. στ΄ 17)· μᾶς προσκαλεῖ στὴν προσευχή, ἀφοῦ μᾶς δίδαξε τὰ λόγια τῆς προσευχῆς· «οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (αὐτόθ. 9). Καὶ ὁ μὲν κοιλιόδουλος καὶ λαίμαργος ἀποκρίνεται: Δὲν μπορῶ νὰ νηστέψω, διότι εἶμαι ἀσθενής, κι ἂν δὲν φάω μιὰ μέρα ἀδυνατῶ καὶ γίνομαι ἀκίνητος κι ἄχρηστος· τὰ νηστήσιμα φαγητὰ βλάπτουν τὴν ὑγεία μου· ὁ γιατρὸς μοῦ ὅρισε δίαιτα. Τοῦτα λέει ὁ κοιλιόδουλος· ἔπειτα ἑτοιμάζει ἁβροδίαιτα τραπέζια, πλήρη παντὸς εἴδους φαγητῶν καὶ ποτῶν καὶ τρώει ὑπέρμετρα καὶ πίνει μέχρι μέθης μαζὶ μὲ τοὺς φίλους του. Μὲ τέτοιο τρόπο λοιπὸν αὐτὸς δέχεται τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ καὶ τιμᾶ τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας. Ὁ δὲ ἀνευλαβὴς καὶ ράθυμος λέει: Τόσες ὧρες νὰ μένω στὴν ἐκκλησία δὲν μπορῶ· νυστάζω, μελαγχολῶ, ἀτονῶ καὶ ἀποκάμνω· αὐτὰ λέει. Ἔπειτα κατατρίβει τόσες καὶ τόσες ὧρες στὰ θεάματα, διανυκτερεύει στοὺς χορούς, ἐπιμένει παίζοντας ἡμέρα καὶ νύκτα. Ἂ, πλανεμένοι! Μὲ τέτοιο τρόπο ἀποκρίνεσθε στὸν Παντοκράτορα, ποὺ σᾶς προσκαλεῖ στὴν ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας βασιλείας Του; Κ’ ἔπειτα ἀναπαύεσθε, νομίζοντας ὅτι τέτοιες προφάσεις σᾶς δικαιώνουν ἐνώπιόν Του; Μὴ πλανᾶσθε‧ ἡ ἀπόφαση ἔγινε· «Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. ιδ΄ 24).

   Τὰ μαλακὰ ἐνδύματα, τὰ ἁπαλὰ στρώματα, τὰ ἄσεμνα θεάματα, τὰ αἰσχρὰ ἀκούσματα, οἱ γαργαλιστικὲς εὐωδίες, τὰ πολυκαρυκευμένα φαγητά, τὰ οἰνοπνευματώδη ποτά, οἱ ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων, οἱ σκανδαλώδεις συναναστροφές, ἡ τόση ἐπιμέλεια τῆς σάρκας γεννάει φλογοφόρες ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες μᾶς καταποντίζουν στὸν βορβορώδη βυθὸ τῶν ρυπαρῶν ἁμαρτημάτων. Ὁ Θεός, θέλοντας νὰ μᾶς ἀπαλλάξει, μᾶς προσκαλεῖ διὰ τῆς ἀποστολικῆς φωνῆς λέγοντας· «Ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας» (Ρωμ. ιγ΄ 14). Καὶ τί μ’ αὐτά; ἀποκρίνονται οἱ φιλόσαρκοι. Ἐμεῖς, λένε, δὲν μποροῦμε· ἔτσι ζήσαμε καὶ συνηθίσαμε. Ἂ, μάταιοι καὶ πλανεμένοι! Αὐτὰ ἀποκρίνεσθε στὸν Δεσπότη τῆς κτίσεως, ποὺ σᾶς προσκαλεῖ στὴν ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας βασιλείας Του; Καὶ νομίζετε ὅτι τέτοιες προφάσεις μποροῦν νὰ σᾶς δικαιώσουν ἐνώπιόν Του; Ὄχι· «λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. ιδ΄ 24).

   «Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες», λέει ὁ Θεός, «περιεζωσμέναι» (αὐτ. ιβ΄ 35)· καί ’μεῖς παραβαίνουμε τούτη τὴν ἐντολή, καὶ λύνοντας τὸν χαλινὸ τῆς σάρκας, πράττουμε κάθε σαρκικὴ ἁμαρτία. Ὁ πολυέλεος Θεὸς εὐσπλαγχνιζόμενος μᾶς προσκαλεῖ σὲ μετάνοια διὰ τῶν προφητικῶν λόγων, διὰ τῆς ἀποστολικῆς φωνῆς, διὰ τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, διὰ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως. Γιατί, λέει πολλὲς φορὲς ἡ συνείδηση, ἀδικεῖς τὴν ξένη κλίνη; Γιατί κρατᾶς τὴν ἄνομη γυναῖκα; Γιατί μολύνεις τὴν ψυχή σου μὲ κάθε σαρκικὴ ἁμαρτία; Σήκω ἀπὸ τὸν βόρβορο τῆς ἀνομίας γιὰ νὰ μὴ ἔρθει ὁ θάνατος καὶ σὲ βρεῖ κατακείμενο στὴν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας σου. Καὶ τί μ’ αὐτά; ἀποκρίνεται ὁ ἀσελγής; Τοῦτο, λέει, εἶναι ἀδύνατον· ἐπειδὴ ἔχω κράση θερμὴ καὶ εἶμαι πολὺ ἐπιρρεπὴς στὰ σαρκικὰ πάθη, ἐπειδὴ εἶμαι πληγωμένος ἀπ’ τὸν ἔρωτα, ἐπειδὴ ἀπ’ τὴ νεότητά μου συνήθισα τὴν ἁμαρτία‧ θέλω κι ἀποφασίζω, ἀλλ’ ὅμως ἡ ἐπιθυμία μὲ πιέζει καὶ μὲ νικάει ἡ συνήθεια. Πανάθλιε, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόκρισή σου πρὸς τὸν Θεό σου, τὸν εὐεργέτη καὶ πλάστη σου, ποὺ σὲ προσκαλεῖ σὲ μετάνοια καὶ σοῦ ὑπόσχεται βασιλεία τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει τέλος; Ἔπειτα καθησυχάζεις κι ἀναπαύεσαι καὶ κοιμᾶσαι, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται αὐτὲς τὶς προφάσεις σου; Πλανᾶσαι· «λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. ιδ΄ 24).

   Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ εἴμαστε ἀπὸ τὸν Θεὸ καλεσμένοι γιὰ σωτηρία, κι ὅλους ἐπίσης ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εὑρισκόμενος ἀοράτως ἀνάμεσά μας, μὲ τὴν φωνή Του μᾶς προσκαλεῖ καὶ τώρα ὅπως προσκαλοῦσε τότε ὅλους στὴν Ἱερουσαλήμ· «Ἔρχεσθε», λέει, «ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα» (αὐτόθ. 17). Ἀκοῦτε, ἀδελφοί, φωνὴ πατρική, φωνὴ εὐεργετική; «Ἕτοιμά ἐστι πάντα»· ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ τράπεζα τῶν μυστηρίων, τὸ ἔνδυμα τῆς ἁγιωσύνης. «Ἔρχεσθε ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα»· ἡ ἐπουράνια μακαριότητα, ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κοριν. β΄ 9), τοῦτα εἶναι τὰ ἀγαθά, «ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν» (αὐτόθι). Ἔρχεστε, βοᾶ· καί ’μεῖς τί ἀποκρινόμαστε σὲ τοῦτο τὸ καθολικὸ καὶ φανερὸ κάλεσμα; Ναί, Κύριε, θέλουμε κ’ ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔλθουμε σ’ ἐσένα τὸν φιλάνθρωπο Πατέρα καὶ Θεό μας καὶ νὰ καταξιωθοῦμε τῶν ἐπουρανίων δωρεῶν σου· ἀλλ᾽ ἡ ἀσθένεια τῆς σάρκας καὶ ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ διαβόλου οἱ πειρασμοὶ μᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ ἅγιό σου θέλημα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόκρισή μας. Καὶ γιὰ νὰ πληροφορηθῆτε ὅτι τοῦτα δὲν εἶναι ἐμπόδια ἀνίκητα, ἀλλὰ προφάσεις γυμνές, δὲν προβάλλω οὔτε τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι αὐτὰ κατὰ κράτος κατήργησαν, οὔτε τὴν αὐτεξούσια δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε τὴν ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος, πού, ὅταν ἐμεῖς θελήσουμε, διαλύει κάθε δυσκολία, ἀλλὰ προτείνω μόνο τὸ ἑξῆς παράδειγμα.

   Ἐὰν κάποιος ἐπίγειος βασιλιᾶς σὲ προσκαλοῦσε στὸ βασιλικό του παλάτι, ὑποσχόμενος σ’ ἐσένα πλοῦτο, τιμή, ἀξιώματα βασιλικὰ καὶ νὰ σὲ καταστήσει συμμέτοχο τῆς δικῆς του βασιλείας, θ’ ἀπέφευγες ἆραγε ἕνα τέτοιο κάλεσμα, προφασιζόμενος ἀδυναμία ἢ ἐμπόδια ἢ πειρασμοὺς ἢ κάτι ἄλλο παρόμοιο; Ὄχι. Ἐσὺ τότε θὰ ἔσπευδες ἐνισχύοντας τὴν ἀδυναμία σου καὶ θὰ ἔτρεχες καταπατῶντας ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ θὰ ὑπερπηδοῦσες κάθε πειρασμὸ καὶ οὔτε θ’ ἄνοιγες καθόλου στόμα προφασιολογίας. Ἐκεῖνο λοιπόν, τὸ ὁποῖο μετὰ χαρᾶς καὶ πολλῆς προθυμίας πράττουμε γιὰ μία πρόσκαιρη ἀπόλαυση, λέμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ πράξουμε γιὰ μία βασιλεία καὶ δόξα αἰώνια; Βλέπετε λοιπὸν πόσο ἄπρεπα κι ἄδικα εἶναι ὅσα προφασιζόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;

   Πῶς; Προτιμᾶς τὸν ἀγρό σου ἢ τὴν οἰκία σου ἢ τὸν πλοῦτο σου καὶ τ’ ἀξιώματά σου –τὰ ὁποῖα αὔριο πεθαίνοντας ἐγκαταλείπεις, ἔστω καὶ μὴ θέλοντας– καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ; Πῶς; Προτιμᾶς τὴν ἐπιθυμία τῆς σάρκας σου κι ἀπ᾿ αὐτὴν ἀκόμη τὴν προσταγὴ τοῦ Θεοῦ; Γιὰ τὴν ὀμορφιὰ ἐκείνου τοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖο αὔριο μαραίνεται καὶ γίνεται τροφὴ τῶν σκουληκιῶν καὶ δυσωδία, καταφρονεῖς τὰ πάντερπνα καὶ ὡραιότατα κάλλη τοῦ Παραδείσου; Πῶς; Ὑπακούεις τὰ διαβολικὰ θελήματα κι ὄχι τοῦ Θεοῦ τὰ προστάγματα; Γίνεσαι δοῦλος τοῦ Διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ; Πῶς; Προκρίνω ἐγὼ κι ἀπὸ αὐτὸν ἀκόμη τὸν πλάστη καὶ Θεό μου τὸ πεῖσμα μου, τὸν θυμό μου, τὴν ἐπιθυμία μου, τὴν μνησικακία μου, τὸν φθόνο, τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴν συμβουλὴ τοῦ Διαβόλου;

   Καὶ μὴ νομίζετε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ὅτι ὁ Θεὸς τὶς παράλογες προφάσεις ἀποστρέφεται, ἀλλὰ δέχεται τὶς εὐλογοφανεῖς· διότι οὔτε αὐτὲς οἱ εὐλογοφανεῖς προφάσεις ἔχουν τόπο ἐνώπιόν Του. Ποιά πρόφαση εὐλογώτερη ἢ νομιμώτερη ἀπὸ τὴν τιμὴ καὶ περιποίηση ποὺ χρωστοῦμε στοὺς γονεῖς; Αὐτὸς ὁ Θεὸς νομοθέτησε τὴν τιμὴ πρὸς τοὺς γονεῖς μας καὶ περιποίηση κ’ εὐλάβεια· «τίμα», εἶπε, «τὸν πατέρα σου» (Ἐξόδ. κ΄ 12), καὶ ὑποσχέθηκε σ’ ὅσους φυλάσσουν τούτη τὴν ἐντολὴ κάθε εὐτυχία καὶ μακρότητα ἡμερῶν· «ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς» (αὐτόθι). Κι ὅμως ὁ ἴδιος Κύριος εἶπε πρὸς τὸν προφασιζόμενο ποὺ ἔλεγε ὅτι θέλει πρῶτα νὰ θάψει τὸν πατέρα του κ’ ἔπειτα νὰ τὸν ἀκολουθήσει· «Ἀκολούθει μοι καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς» (Ματθ. η΄ 22). Ὁ ἴδιος Κύριος εἶπε· «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (αὐτόθ. ι΄ 37). Πῶς λοιπὸν αὐτὰ συμβιβάζονται; Γιατί, οὔτε ἡ νόμιμη καὶ δίκαιη πρόφαση δὲν βρίσκουν καμμιὰ δικαιολογία ἐνώπιον τοῦ δικαιότατου Θεοῦ; Διότι ὁ Θεὸς ἔχει ὅλα τὰ δικαιώματα, γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει σὲ αὐτὸν καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προτίμηση καὶ ἡ ὑπακοὴ καὶ ὁ φόβος καὶ ἡ εὐλάβεια περισσότερο κι ἀπὸ τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς γονεῖς κι ὅλα τὰ κτίσματα καὶ πράγματα καὶ ὑποθέσεις, κι αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας.

   Ὁ Θεὸς εἶναι δημιουργὸς ὅλης τῆς ὁρατῆς καὶ ἀόρατης κτίσης· τοῦτο δικαίωμα τοῦ Θεοῦ πρῶτο. Ὁ Θεὸς εἶναι Κύριος καὶ δεσπότης ὅλων τῶν ἀοράτων καὶ ὁρατῶν κτισμάτων· τοῦτο δικαίωμα δεύτερο. Ὁ Θεὸς εἶναι ποιητὴς καὶ πλάστης τοῦ ἀνθρώπου· τοῦτο δικαίωμα τρίτο· Αὐτὸς εἶναι χορηγὸς τῆς ζωῆς· τοῦτο τέταρτο. Αὐτὸς δοτὴρ ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς ἀγαθῶν· τοῦτο πέμπτο. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πανυπερτέλειο ὄν, τὸ φιλάνθρωπο, τὸ πανάγαθο, τὸ πάνσοφο, τὸ δικαιότατο, τὸ πανεύσπλαγχνο, τὸ εὐεργετικώτατο, τὸ αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτὸ ἀγαπητὸ καὶ πανάγιο καὶ πανυπερπόθητο· τοῦτο ἕκτο. Ὁ Θεὸς ἑτοίμασε γιά ’κείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν βασιλεία ἀτελεύτητη καὶ δόξα αἰώνια· τοῦτο ἕβδομο. Ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὴν σωτηρία μας ἀπέστειλε τὸν Υἱό του στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος ὑπέμεινε σταυρὸ καὶ θάνατο· τοῦτο ἄλλο δικαίωμα τῶν δικαιωμάτων ὑπέρτερο. Οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν εἶναι ἀμαθεῖς καὶ κακοί, προστάζουν τὰ ἀδύνατα, ἐὰν εἶναι ἄδικοι, τὰ ἄδικα, ἐὰν εἶναι ἄσπλαχνοι, τὰ σκληρὰ καὶ δύσκολα. Ὁ Θεός, ὡς πάνσοφος καὶ πανάγαθος, τίποτε ἀδύνατο δὲν προστάζει· ὡς δικαιότατος, τίποτε ἄδικο, ὡς πανεύσπλαχνος, τίποτε σκληρό· ὅταν προστάζει, προστάζει τὰ δυνατά, τὰ δίκαια, τὰ ὁμαλά. Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν εἶναι πονηροί, προσκαλοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὰ ἔργα τῆς πονηριᾶς, ὅταν εἶναι φθονεροί, στὰ ἐπιβλαβῆ, ὅταν εἶναι διεφθαρμένοι, στὰ ὀλέθρια. Ὁ Θεὸς ὅμως, πανυπερτέλειος καὶ πανυπεράγαθος ὤν, ὅταν προσκαλεῖ, προσκαλεῖ γιὰ τὰ καλά, γιὰ τὰ ὠφέλιμα, γιὰ τὰ σωτήρια. Μετὰ ταῦτα, ποιά πρόφαση ἔχει τόπο, ὅταν αὐτὸς προστάζει καί ’μεῖς δὲν ὑπακοῦμε; Ποιά πρόφαση ἔχει λόγο ὅταν αὐτὸς προσκαλεῖ, κι ἐμεῖς ἀποφεύγουμε τὸ θεῖο Του κάλεσμα; Ἡ πρόφαση ἐνώπιον ἀνθρώπων ἔχει λόγο, ἐπειδὴ τὰ δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν ἄνθρωπο εἶναι μικρὰ καὶ λίγα, ἐνώπιον ὅμως τοῦ Θεοῦ κανένα λόγο δὲν ἔχει, ἐπειδὴ τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο εἶναι ὑπερμέγιστα καὶ ἀναρίθμητα.

   Ἀδελφοί μου, μὴ πλανᾶσθε· οἱ προφάσεις γιὰ τὴν μὴ ἐκπλήρωση τῶν προσταγμάτων τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δικαιολογίες, ἀλλὰ πονηρολογίες· τοῦτο τὸ γνώριζε καλῶς ὁ προφητάναξ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος προσευχόμενος ἔλεγε· «Μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους πονηρίας τοῦ προφασίζεσθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. ρμ΄ 4). Ὅπως γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὸν οὐρανὸ χωρὶς ἀντιλογίες, χωρὶς γογγυσμό, χωρὶς ἀμφιβολίες, χωρὶς κάποια πρόφαση, ἔτσι πρέπει νὰ ἐκτελεῖται καὶ στὴν γῆ. «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. στ΄ 10). Κάθε πρόφαση εἶναι πονηριὰ κ’ ἐφεύρημα τοῦ Διαβόλου, μὲ τὴν ὁποία ἀποκοιμίζει τὸν τρισάθλιο ἁμαρτωλό, γιὰ νὰ πεθάνει στὶς ἁμαρτίες του. Ἀπόφευγε λοιπόν, χριστιανέ, τὶς προφάσεις, γιὰ ν’ ἀποφύγεις τὴν κατάκριση τῆς κολάσεως. Καὶ γιὰ νὰ ἀποφεύγεις αὐτὲς εὔκολα, ἔκτεινε συχνὰ τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ μ’ εὐλάβεια εὔχου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Δαβίδ· «Μὴ ἐκκλίνῃς τὴν καρδίαν μου εἰς λόγους πονηρίας τοῦ προφασίζεσθαι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. ρμ΄ 4). Ἀμήν!


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Β΄, σελ. 116–121. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).