Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

Ὁ ἅγιος μάρτυς Βονιφάτιος


 

Ὁ ἅγιος μάρτυς Βονιφάτιος

Ἑορτάζει τὴν ιθ΄ (19η) Δεκεμβρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ζητῶν Βονιφάτιος ὀστᾶ μαρτύρων,

Ἑαυτὸν εὗρε μάρτυρα τμηθεὶς ξίφει.

Ἐννεακαιδεκάτη Βονιφάτιος αὐχένα κάρθη.


   Τοῦτος ὁ ἅγιος ἦταν στὰ χρόνια τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ δοῦλος μιᾶς γυναίκας Συγκλητικῆς, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀγλαΐς, θυγατέρας τοῦ Ἀκακίου, τοῦ Ἀνθύπατου Ρώμης. Τοῦτος λοιπόν, καθὸ ἄνθρωπος, νικιόταν ἀπ’ τὸ κρασὶ κι ἀπ’ τὸν ἔρωτα τῆς κυρίας του, ἦταν ὅμως ἐλεήμων καὶ φιλόξενος· πρόθυμα βοηθοῦσε ὅσους εἶχαν ἀνάγκη, σπλαγχνιζότανε καὶ συμπονοῦσε στὶς συμφορὲς καὶ παρακλήσεις τοὺς καταπονουμένους καὶ ταλαιπωρημένους ἀνθρώπους. Ὁμοίως καὶ ἡ κυρία του ἦταν ἐλεήμων κι ἀγαποῦσε τοὺς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.

   Μιὰ μέρα λοιπόν, λέει αὐτὴ στὸν Βονιφάτιο:

   – Πήγαινε στὴν Ἀνατολή, ἐκεῖ ποὺ μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι καὶ φέρε λείψανα ἁγίων, γιὰ νὰ τὰ ἔχουμε σὲ βοήθεια καὶ ψυχικὴ σωτηρία μας.

   Ὁ δὲ Βονιφάτιος χαμογελῶντας ἀποκρίθηκε:

   – Κι ἂν φέρω τὸ δικό μου λείψανο, τὸ δέχεσαι τοῦτο;

   Ἡ δὲ Ἀγλαΐς, τοῦ εἶπε:

   – Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ παίζεις.

    Κι ἀφοῦ ἀρκετὰ τὸν ἐπιτίμησε (ἐπέπληξε), ἔβαλε στὴν καρδιά του τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ· ἔπειτα τοῦ εὐχήθηκε νὰ ἐπιστρέψει ἐπιτυχῶς καὶ τὸν ἀπέστειλε ἐκεῖ ποὺ βασανίζονταν οἱ τοῦ Χριστοῦ μάρτυρες.

   Ἦλθε λοιπὸν ὁ Βονιφάτιος στὴν Κιλικία μὲ δώδεκα δούλους καὶ μὲ πολὺ χρυσάφι, βρῆκε ἁγίους ἄνδρες ποὺ μαρτυροῦσαν καὶ καταφιλοῦσε τὰ δεσμὰ καὶ τὶς πληγές τους. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα καὶ ὁμολόγησε τὸν ἑαυτό του Χριστιανὸ κρεμάσθηκε κατακέφαλα καὶ καταξεσχίσθηκε στὸ σῶμα ἕως καὶ σ’ αὐτὰ τὰ κόκκαλα. Ἔπειτα ἔμπηξαν στὰ νύχια του κοφτερὰ καλάμια καὶ τὸν πότισαν βρασμένο μολύβι. Μετὰ ταῦτα τὸν ἔβαλαν μέσα σ’ ἕνα λέβητα γεμάτο ἀπὸ πίσσα βρασμένη καὶ ὁ μὲν ἅγιος φυλάχθηκε ἀπ’ αὐτὰ ἀβλαβὴς μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐξοντώθηκαν ὅμως πενῆντα δήμιοι. Στὸ τέλος δὲ ἀπέκοψαν τὴν τιμία κεφαλή του κι ἀπὸ τὸ κόψιμο βγῆκε παραδόξως γάλα ἀνακατωμένο μὲ αἷμα, κι ἔτσι πίστεψαν στὸν Χριστὸ πενῆντα ἄνδρες.

   Οἱ δὲ σύνδουλοί του νομίζοντας ὅτι βρίσκεται σὲ καπηλειὰ καὶ μέθες, κατὰ τὴν συνήθειά του, τριγύριζαν ἐδῶ καί ’κεῖ ἀναζητῶντάς τον κι ἔμαθαν ἀπ’ τοὺς στρατιῶτες ὅλα ὅσα ἔγιναν. Ἔτσι, ὅταν βρῆκαν τὸ λείψανό του ἔπεσαν ἐπάνω σ’ αὐτὸ κι ἔκλαψαν καταφιλῶντάς το καὶ ζητῶντας συγχώρηση γιὰ ὅσα πιὸ πρὶν τὸν κατηγοροῦσαν. Ἔπειτα ἀφοῦ τὸ ἀγόρασαν μὲ πεντακόσια φλουριά, τὸ πῆραν καὶ τὸ ἔφεραν στὴν κυρία τους, στὴν ὁποία προμηνύθηκε ὁ ἐρχομὸς τοῦ λειψάνου του μὲ ἀποκάλυψη ἁγίου Ἀγγέλου.

   Ἡ δὲ ᾿Αγλαΐς μὲ πολλὴ χαρὰ προϋπάντησε τὸ ἅγιο λείψανο κι ἀφοῦ πολυτελῶς τοῦτο τίμησε, τὸ ἐνταφίασε τέσσερα μίλια σχεδὸν ἔξω τῆς Ρώμης. Ὕστερα, οἰκοδόμησε καὶ ναὸ στὸ ὄνομά του στὸ μέσο τῆς πόλεως κατὰ τὸ κάλλος καὶ κατὰ τὴν ὕλη λαμπρότατον, ὅπου καθημερινῶς προχέει πηγὲς ἰαμάτων. Ἔκτοτε δὲ ὁσίως καὶ θεαρέστως κ’ ἐκείνη διήνυσε τὴν ζωή της μεταχειριζόμενη τόση τραχύτατη ἄσκηση, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ λάβει καὶ χάρη θαυμάτων, κ’ ἔτσι παρέδωκε ἐν εἰρήνῃ τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

 

* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 2ος, σελ. 356, 357. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).