Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Θυσία - Πραότητα




Θυσία - Πραότητα

 

Τοῦ μακαριστοῦ

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου*

 


«Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν ᾽Ιησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τῷ ᾽Ισραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων. Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾽ αὐτόν. Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾽ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾽ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾽ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.»

(Ἰωάν. α΄ 29-34)

 

   Ὁ ἀμνὸς καὶ ὁ Χριστὸς ἔχουν τὴν μεγαλύτερη θυσία καὶ πραότητα, οἱ ὁποῖες εἶναι σπουδαῖο ὑπόδειγμα γιὰ τὴν δική μας ζωή. Ἂς δοῦμε καὶ τὰ δύο.

 

   1) Θυσία καὶ πραότητα ἀμνοῦ καὶ Χριστοῦ: Ἐδῶ ἔχουμε σύμβολο τὸν ἀμνό, καὶ ὡς συμβολιζόμενον τὸν Χριστὸ. Ὁ ἀμνὸς εἶναι τὸ ἠρεμώτερο ὅλων τῶν ζώων, ἡ δὲ θυσία του εἶναι ἡ συχνότερη καὶ ὠφελιμώτερη στὸ θυσιαστήριο τοῦ Ἑβραϊκοῦ Ναοῦ καὶ στὰ σφαγεῖα τῶν σημερινῶν κρεοπωλῶν. Πόσο ἤρεμος καὶ πρᾶος εἶναι ὁ ἀμνὸς «τὸ ἀρνίο» φαίνεται ἀπ’ τὸ ὅτι, ὅταν θελήσουμε νὰ χαρακτηρίσουμε κάποιον ἄνθρωπο ὡς ἀγαθό, τὸν ὀνομάζουμε «ἄκακο ἀρνί». Πόσο πολύτιμη ἦταν ἡ θυσία του στὸ Ἑβραϊκὸ θυσιαστήριο, φαίνεται ἀπ’ τὸ ὅτι δύο φορὲς κάθε μέρα θυσιάζονταν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, τὸ δὲ Πασχαλινὸ θῦμα ἦταν καὶ τοῦτο ἀμνὸς καὶ ὄχι ἄλλο ζῶο. Τούτα γινόντουσαν ὄχι μία μέρα καὶ δύο ἀλλὰ ἐπὶ 1.500 ἔτη! Καὶ σήμερα ὁ ἀμνὸς στὰ σφαγεῖα καὶ κρεοπωλεῖα εἶναι τὸ ἀκριβώτερο καὶ ὡραιότερο σφάγιο.

   Ἀλλὰ βαθύτερη πραότητα καὶ ὡραιότερη θυσία εἶναι στὸν ὑπὸ τοῦ ἀμνοῦ συμβολιζόμενον, τὸν Χριστό. Πόσο πρᾶος ἦταν ὁ Χριστὸς φαίνεται ἀπ’ τὸ ὅτι ὁδηγούμενος στὸν Σταυρὸ «οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ1 καὶ οὐκ ἀπέστρεψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων»2 κατὰ τὸν προφήτη. «Τὰς παρειάς του ἔδωκεν εἰς ραπίσματα, τὸν νῶτον εἰς τὴν φραγγέλωσιν, τὴν κεφαλήν του εἰς τὸν ἀκάνθινον στέφανον, τὰς χεῖρας του καὶ τοὺς πόδας του εἰς τὴν σταύρωσιν, τὸ πρόσωπόν του εἰς τοὺς ἐμπτυσμούς, τὴν ψυχήν του εἰς τὴν εἰρωνείαν». Πόση ἠρεμία, πόση πραότητα τοῦ ἀμνοῦ τούτου!

   Ἀλλὰ καὶ ἡ θυσία Του ἦταν μεγάλη, διότι ἔδωκε τὸ πᾶν σὲ ὅλους. Ἔδωκε τὸ πᾶν, διότι ἐνῶ εἶναι πλούσιος πτώχευσε γιὰ μᾶς κατὰ τὴν ζωή, γυμνώθηκε ἀνεβαίνοντας στὸν Σταυρὸ κατὰ τὸν θάνατο, καὶ μετὰ τὸν θάνατό Του ἔδωκε τὸ αἷμα Του, τὸν λόγο καὶ τὸν βίο Του τὸν ὀρθό. Τί βαθύτερο τῆς πτωχείας, τῆς γυμνότητας καὶ τοῦ αἵματος τὰ ὁποῖα ἔδωκε; Καὶ σὲ ποιούς ἔδωκε αὐτά; Ὄχι μόνο στοὺς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι φάνηκαν πιστοὶ ἀλλὰ καὶ στὸν Προδότη Ἰούδα στὸν Μυστικὸ δεῖπνο. Ὄχι μόνο στὸν μετανοήσαντα ληστή, ἀλλὰ ἕτοιμος ἦταν νὰ δώσει στὸν ἀμετανόητο ληστή, ἐὰν δεχόταν καὶ τοῦτος τὴν προσφορὰ διὰ τῆς μετανοίας του. Ἡ θυσία Του δὲν ἀφοροῦσε μόνο τούτους ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, διότι ἡ θυσία Του εἶναι ἀρκετὴ νὰ πλύνει τὶς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων τῶν αἰώνων.

   Ἑπομένως πραότητα καὶ θυσία τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Χριστοῦ εἶναι δύο ἀλληλοσυμπληρούμενα καὶ ἀλληλοαυξανόμενα ἀγαθά. Ἔπρεπε νὰ συνδυασθοῦν. Ἡ θυσία εἶναι ὡραιότερη, ὅταν ὑπάρχει καὶ ἡ πραότητα. Ἡ πραότητα εἶναι βαθειά, ὅταν εἶναι μαζί της καὶ ἡ θυσία.

 

   2) Καὶ μεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε θυσία καὶ ἠρεμία: Καὶ ἰδού. Καλὸ εἶναι νὰ μὴν ἀδικοῦμε τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ζητοῦμε τὸ δίκιο μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους, δηλαδή, νὰ μὴν ἀδικοῦμε, οὔτε καὶ νὰ ἀδικούμαστε. Καλὸ εἶναι δηλαδὴ ὁ ἰδιωτικὸς ὑπάλληλος νὰ μὴν ἀδικεῖ τὸν καταστηματάρχη του κλέβοντας αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὅσες φορὲς ἀδικεῖται ἀπὸ τὸν καταστηματάρχη του, νὰ ζητεῖ τὸ δίκιο του. Καλὸ εἶναι ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης νὰ μὴν ἀδικεῖ μὲ τὴν ἀμέλειά του τὸν κύριό του καὶ ὅταν ἀδικεῖται ἀπὸ αὐτόν, νὰ ζητεῖ νομίμως τὸ δίκιο του. Καλὸ εἶναι ὁ ἀγρότης νὰ μὴν ἀδικεῖ τὸν γείτονα συναγρότη του μὲ τὴν καταπάτηση ἑνὸς μέρους, καὶ ὅσες φορὲς ἀδικεῖται ἀπὸ τὸν συναγρότη του, προκειμένου νὰ χειροδικήσει, καλὸ εἶναι νὰ καταφύγει στὰ νόμιμα δικαστήρια. Καλὸ εἶναι νὰ μὴν ἀδικεῖς τὸν ἄλλον μὲ τὴν συκοφαντία, καὶ ὅσες φορὲς συκοφαντεῖσαι, δικαιοῦσαι νὰ ἀμυνθεῖς. Καλὸ εἶναι, ὅταν ἀδικηθεῖς στὰ ζύγια τοῦ καταστηματάρχη, νὰ διαμαρτυρηθεῖς γιὰ τὴν ἀδικία αὐτή. Καλλίτερο ὅμως τούτου εἶναι νὰ μὴ θέλεις ἐσὺ ν’ ἀδικήσεις τὸν ἄλλον στὰ ζύγια, ἐπειδὴ ἀδικήθηκες ὑπὸ τοῦ ἄλλου. Καλὸ εἶναι νὰ εἶσαι εὐπαθής, ὄχι μόνο ὅταν ἀδικεῖσαι ὑπὸ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀδικεῖς ἄλλον. Καὶ γενικῶς καλὸ εἶναι νὰ μὴν εἶσαι οὔτε θῦμα οὔτε δράστης τῆς ἀδικίας, ἀλλὰ ἐργάτης τῆς δικαιοσύνης.

   Ἀνώτερη ὅμως τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ θυσία. Θυσία εἶναι ὅταν ἔχεις δίκιο, ἀδικεῖσαι καὶ ὑπομένεις τὴν ἀδικία αὐτὴ πρὸς ὠφέλεια ἄλλων. Καὶ συγκεκριμένα: Εἶσαι ὑπάλληλος καὶ ἔχεις καταστηματάρχη ἀπότομο, ἄξεστο. Μπορεῖς νὰ διαμαρτυρηθεῖς γιὰ τὸν τρόπο του. Ἂν ὅμως σιωπήσεις, ὑπομείνεις τὴν ἀδικία αὐτή, κάνεις μία θυσία, ἡ ὁποία ἔχει νὰ ὠφελήσει αὐτὸν καὶ σένα. Εἶσαι ἐργάτης καὶ ἐργάζεσαι πάντοτε μὲ ἀμοιβὴ «δοῦναι καὶ λαβεῖν». Ἐὰν ὅμως ἐργασθεῖς γιὰ μιὰ φτωχὴ οἰκογένεια ἄνευ ἀμοιβῆς, κάνεις μία θυσία, διότι ἐνῶ δικαιοῦσαι ἀμοιβῆς, δὲν τὴν λαμβάνεις. Ὠφελεῖς ὅμως τὴν φτωχὴ ἐκείνη οἰκογένεια. Εἶσαι ἀγρότης καὶ φιλονικεῖς μὲ τὸν συναγρότη σου γιὰ ἕνα πῆχυ τόπο. Ἐὰν καὶ κεῖ θελήσεις νὰ κάμεις κάποια θυσία, ἔχεις πολὺ νὰ ὠφελήσεις. Συκοφαντεῖσαι. Δικαιοῦσαι ν’ ἀπαντήσεις. Ἐὰν ὅμως σιωπήσεις, συγχωρήσεις λέγοντας τὸ τοῦ Δαυΐδ «ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων, καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι ἐλεγμούς· ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα»3, δὲν ἔχεις νὰ βλαφθεῖς. Ἔχεις πολὺ νὰ ὠφελήσεις. Κατακρίνεσαι; Δικαιοῦσαι ν’ ἀπαντήσεις. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν δὲν ἀπαντήσεις, προσφέρεις μία θυσία διὰ τῆς σιωπῆς σου. Ἑπομένως ἐργασία ἄνευ ἀμοιβῆς σὲ κάποιες περιστάσεις, σιωπή, ὑπομονή, ἐλεημοσύνη, ὑλικὴ βλάβη κ.λ.π. εἶναι μορφὲς θυσίας, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνώτερες τῆς δικαιοσύνης.

   Ἀλλ’ ἐὰν ἡ θυσία μόνη ἔχει τόση ὡραιότητα καὶ ἀνωτερότητα ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη, ἡ πραότητά μας μέσα στὴ θυσία εἶναι τὸ κορύφωμα, τὸ στεφάνωμα τῆς θυσίας. Καὶ πράγματι: Πόσο ὡραία εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ φτωχοῦ ὑπαλλήλου, ὁ ὁποῖος ἀδικεῖται καὶ σιωπᾶ ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη προσφέροντας τὴν θυσία αὐτή, ἀλλὰ ἀπὸ πραότητα καὶ ψυχικὴ ἠρεμία! Πόσο ὡραῖα εἶναι τὰ χέρια τοῦ ἐργάτη ἐκείνου, ὁ ὁποῖος προσφέρει κάποια θυσία σὲ φτωχικὴ οἰκογένεια ὄχι γιὰ νὰ ἐπαινεθεῖ ἀπὸ αὐτὴν ἀλλὰ καὶ ἂν τυχὸν παραγνωρισθεῖ αὐτὴ ἡ προσφορά, αὐτὸς δὲν ταράζεται. Τότε ἡ θυσία εἶναι ἤρεμη καὶ ἡ δωρεὰ μεγάλη. Διότι ἐὰν ἀργότερα παραπονεθεῖς γιὰ τὴν μὴ ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς θυσίας σου, μὲ τὸ παράπονό σου αὐτὸ δείχνεις, ὅτι εἶχες ὄχι θυσία ἀλλὰ σκοπιμότητα, ὑπολογισμό, κατωτερότητα.

   Ὅταν συκοφαντεῖσαι καὶ δὲν ἀπαντᾶς, ἡ σιωπή σου εἶναι θυσία, καὶ ἡ θυσία αὐτὴ εἶναι βαθύτατη, ἐὰν οὔτε τὴν ἀνάγκη αἰσθάνεσαι νὰ ἀπαντήσεις. Πρέπει δηλαδὴ νὰ εἶσαι τόσο βαθειὰ ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὴν θυσία σου, ὥστε νὰ μὴν ἀπαντᾶς ὄχι διότι δὲν ἔχεις τὶ ν’ ἀπαντήσεις ἀλλὰ νὰ μὴν αἰσθάνεσαι τὴν ἀνάγκη ν’ ἀπαντήσεις! Ἡ καλλίτερη ἀπολογία τοῦ ἤρεμου ἀνθρώπου εἶναι ἡ στέρηση τῆς ἀπολογίας, ὄχι διότι δὲν ἔχει τὶ ν’ ἀπολογηθεῖ, ἀλλὰ νὰ μὴν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπαντήσει!       

 

   Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα θυσίας καὶ πραότητας εἶναι τὸ ἑξῆς: Κάποιος πλούσιος ἀσεβὴς ποὺ μετανόησε, διέθεσε τὴν περιουσία του γιὰ ἐλεημοσύνες. Δὲν ἀρκέσθηκε μόνο σὲ τοῦτο, ἀλλὰ ἀφοῦ δὲν εἶχε νὰ δίδει ἐλεημοσύνη, ἔγινε ἐπαίτης καὶ τὰ ποσὰ ποὺ συγκέντρωνε ἀπὸ τὴν ἐπαιτεία τὰ διέθετε καὶ πάλι σὲ ἐλεημοσύνη. Πόση θυσία! Ἐπαιτῶντας κάποτε, ἐνοχλοῦσε κάποιον πλούσιο γιὰ νὰ λάβει ἀπ’ αὐτὸν ἐλεημοσύνη. Ὁ πλούσιος ἐκεῖνος ὀργίσθηκε μαζί του καὶ τὸν χτύπησε. Καὶ τότε, ὁ ραπισθεὶς ἤρεμα τοῦ ἀπαντᾶ: Αὐτὸ εἶναι δικό μου· γιὰ τοὺς φτωχοὺς τί θὰ μοῦ δώσεις; Πόση πραότητα!

   Ἰδοὺ ἡ θυσία καὶ ἠρεμία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡμῶν. Ἂς μάθουμε καὶ μεῖς στὴ θυσία καὶ ἠρεμία!

 

 

* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», δεύτερος τόμος, Καλάμαι 1952, σελ. 52-55. (Οἱ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, τὰ ἔντονα στοιχεῖα καὶ οἱ ὑποσημειώσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)

 

 

1. Ἠσ. νγ΄ 7.

2. πρβλ. Ἠσ. ν΄ 6.

3. Ψαλμ. λζ΄ 15,16.