Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Τὸ δοχεῖο μὲ τὸ λάδι




Τὸ δοχεῖο μὲ τὸ λάδι

 


   Ἦταν κάποτε ἕνας βασιλιᾶς τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς τὸν ὁποῖον παρουσιάσθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του καὶ τὸν ρώτησε, πῶς θὰ κατορθώσει νὰ ἀποφύγει τοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς.

   Τὴν ἄλλη μέρα ὁ βασιλιᾶς κάλεσε τὸν ἄνθρωπο αὐτόν. Σ’ ἕνα τραπέζι ἦταν ἕνα δοχεῖο γεμάτο λάδι ὣς τὰ χείλη.

   - Θὰ πάρεις, τοῦ λέγει ὁ βασιλιᾶς, αὐτὸ τὸ δοχεῖο. Θὰ γυρίσεις στὴν πόλη. Πρόσεξε· δὲν θὰ χυθεῖ οὔτε μιὰ σταγόνα. Θὰ σὲ παρακολουθοῦν δυὸ στρατιῶτες μὲ τὰ ξίφη τους. Ἄμα χυθεῖ καὶ τὸ ἐλάχιστο, θὰ ἀποκεφαλισθεῖς. Τώρα πηγαίνετε…

   Ὁ ταλαίπωρος πῆρε τὸ δοχεῖο. Ἦταν ἡμέρα ἑορτῆς. Οἱ δρόμοι καὶ οἱ πλατεῖες γεμάτες ἀπὸ κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος προχωροῦσε καὶ κρατοῦσε τὸ δοχεῖο μὲ τὸ λάδι. Μὲ τὶ ὅμως προσοχή! Δὲν χύθηκε οὔτε μία σταγόνα.

   - Τί γίνεται στὴν πόλη; Τὸν ρώτησε ὁ βασιλιᾶς, ὅταν ἐπέστρεψε. Ποιούς εἶδες στὸν δρόμο;

   - Κανένα, Μεγαλειότατε. Κοίταζα τὸ λάδι, τίποτε ἄλλο δὲν εἶδα.

   - Ἰδού, λέγει σοβαρὰ ὁ βασιλιᾶς. Ἰδοὺ τὸ μέσο γιὰ ν’ ἀποφύγεις τοὺς πειρασμούς. Νὰ προσέχεις τὴν ψυχή σου, νὰ προσηλώνεις τὸ βλέμμα σου στὸν Θεό. Τότε μὴ φοβᾶσαι. Ὅλοι οἱ πειρασμοὶ γύρω σου δὲν θὰ μπορέσουν νὰ σὲ παρασύρουν.

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)