Στὸ σπῆτι τὸ καντῆλι
Στὸ πατρικὸ τὸ σπῆτι σου ν᾿
ἀνάβῃς τὸ καντῆλι
μὲ τὴ χαρούμενη αὐγὴ στὸ
πένθιμο τὸ δεῖλι.
Στὸ Εἰκονοστάσι τὸ παληὸ ἀπ᾿
τὴν ροὴ τῶν χρόνων
ποὔχει ἀκούσει προσευχὲς
γονέων καὶ προγόνων.
Κι᾿ ἀκόμη κάθε Σάββατο καὶ
Κυριακὴ καὶ σχόλη
κερὶ ν᾿ ἀνάβῃς μπρὸς ἐκεῖ μὲ τὴν καρδιά σου ὅλη.
Στὸ θυμιατὸ βάλε φωτιὰ καὶ
πρόσφερε λιβάνι
καὶ τὸ Σταυρὸ τὸ χέρι σου
εὐλαβικὰ ἂς κάνῃ.
Ἂς εἶναι κι᾿ «ἡ καρδία σου
ἐντός σου καιομένη»
κι᾿ ἡ προσευχή σου, ταπεινή,
ψηλὰ ἂς ἀνεβαίνῃ.
Καὶ ἂς προσέχῃ συνετῶς ὁ νοῦς
σὲ κάθε λέξι
χωρὶς νὰ θέλῃ βιαστικὰ στὸ
τέρμα αὐτὸς νὰ τρέξῃ.
Καὶ τὶς ψυχὲς μνημόνευε ποὔχουν
κεῖ μέσα ζήσει
κι᾿ ἔχουν τὸν τόπο τώρα αὐτὸ
γιὰ πάντα πιὰ ἀφήσει.
Κάθε πρωῒ ποὺ φέγγει ἡ αὐγὴ
καὶ μπαίνει ἡ ἡμέρα
προσεύχου στὸν Οὐράνιο καὶ
στοργικὸ Πατέρα.
Κι᾿ ὅταν τυλίξῃ ἡ νὺξ τὴ γῆ
μὲ τὸ πυκνὸ σκοτάδι
τὴν προσευχή σου στὸν Θεὸν νὰ
κάνῃς κάθε βράδυ.
(«Τὰ ποιήματα τοῦ
καλόγερου». Τόμος Α'. 1971. σελ 162.)