Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Ἡ τιμωρία τοῦ τυμβωρύχου




Ἡ  τιμωρία  τοῦ  τυμβωρύχου

 


   Στὸν θαυμαστὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ, διαβάζουμε τὴν παρακάτω συγκλονιστικὴ διήγηση:

 

   Κάποια μέρα, πέθανε ἡ θυγατέρα ἑνὸς μεγάλου ἄρχοντα. Ἦταν κόρη σεμνὴ παρθένος, μὲ προσεκτικὴ ζωή. Ὁ ἄρχοντας-πατέρας της, εἶχε ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλη κτήματα, καὶ μέσα στὰ κτήματα εἶχε μιὰ μικρὴ ἐκκλησία. Ὅταν ἡ κοπέλα κατάλαβε ὅτι θὰ πεθάνει, ζήτησε ἀπ᾿ τὸν πατέρα της νὰ τὴν θάψει στὸ παρεκκλήσι τῶν κτημάτων τους. Ἔτσι κι ἔγινε.

   Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ λοιπόν, ἦταν κάποιος τυμβωρύχος1 καὶ κρυφὰ παρατηροῦσε ποῦ ἔθαβαν τοὺς νεκρούς. Ὅταν ἔφευγαν οἱ συγγενεῖς, πήγαινε αὐτὸς τὴ νύκτα, τοὺς ξέθαβε καὶ τοὺς  ἔπαιρνε τὰ ροῦχα. Σὰν εἶδε καὶ τῆς κόρης τὸ λείψανο σὲ ποιὸ τόπο τὸ ἔθαψαν, θέλησε νὰ πάει τὴ νύκτα νὰ τὸ ξεγυμνώσει.

   Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ κατὰ Χριστὸν σαλός, περπατώντας στὸν δρόμο, σὰν προορατικὸς ποὺ ἦταν γνώρισε τὸν πονηρὸ σκοπὸ τοῦ κλέφτη ἐκείνου, καὶ θέλοντας νὰ τὸν σταματήσει γιὰ νὰ μὴ κάμει τὴν πράξη αὐτή, τοῦ λέγει μὲ φοβέρα κι αὐστηρότητα:

   -Τοῦτα τὰ λόγια λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο: Αὐτὸς ποὺ κλέβει τὰ ἐνδύματα τῶν νεκρῶν, νὰ μὴ δεῖ πλέον τὸν ἥλιο, οὔτε τὴν ἡμέρα. Οὔτε ἀνθρώπινη μορφή. Νὰ κλείσουν οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ σου. Θὰ σκοτεινιάσει τὸ φῶς σου, καὶ δὲν θ᾿ ἀνοίξουν οἱ ὀφθαλμοί σου εἰς τὸν αἰῶνα. Πήγαινε κλέψε… Μὰ τὸν Ἰησοῦ μου! Ἂν πάλι τώρα ξανακάμεις αὐτά, δὲν θὰ δεῖς τὸν ἥλιο.

   Ὁ κλέφτης ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου καὶ κατάλαβε, μὰ γνώμη δὲν ἄλλαξε· περιγελοῦσε κ᾿ ἔβριζε τὸν Δίκαιο τοῦ Θεοῦ, λέγοντας:

   -Ναί, ἀλλοπαρμένε, ὅ,τι σοῦ λένε τὰ δαιμόνια λές. Ἐγὼ θὰ πάω, καὶ θὰ δῶ ἂν ἐνεργήσουν τὰ λόγια σου.

   Ὁ Ὅσιος λυπήθηκε γιὰ τὴν ἀναισθησία τῆς ψυχῆς του καὶ δὲν εἶπε τίποτε περισσότερο.

 

   Ὅταν ἦλθε τὸ βράδυ, βρῆκε εὐκαιρία ὁ ταλαίπωρος καὶ πῆγε μὲ προσοχὴ στὸν τάφο. Κύλισε τὸν λίθο καὶ μπῆκε. Πρῶτα πῆρε τὸ σάβανο κι ἔπειτα τὸ πανωφόρι. Ὕστερα θέλησε νὰ φύγει, ἀλλ᾿ ὁ τρισκατάρατος Διάβολος τὸν ἔβαλε νὰ πάρει καὶ τὸ πουκάμισό της καὶ νὰ τὴν ἀφήσει ἐντελῶς γυμνή. Τὸ ἔπραξε· ὅμως, ἡ θεία Δικαιοσύνη τὸν τιμώρησε. Ἀφοῦ λοιπόν, ἀπογύμνωσε τὸ σῶμα τῆς κοπέλας κ᾿ ἦταν ἕτοιμος νὰ φύγει, σήκωσε τὸ χέρι της ἡ νεκρὴ καὶ τοῦ ἔδωκε ἕνα ράπισμα τόσο δυνατό, ποὺ τυφλώθηκαν καὶ τὰ δυό του μάτια! Φόβος καὶ τρόμος κυρίευσε τὸν δυστυχισμένο, ὥστε παρέλυσαν τὰ γόνατά του· λόγῳ δὲ τοῦ ἀπίστευτου τρόμου, ἀπ᾿ τὸν κτύπο καὶ τὴ σύγκρουση τῶν σαγονιῶν ἔσπασαν καὶ τὰ δόντια καὶ τὰ σαγόνια του!

 

   Καί, ὦ τοῦ θαύματος!, ἄνοιξε τὸ στόμα της ἡ νεκρὴ κόρη καὶ τοῦ λέγει:

   -Τρισάθλιε κ᾿ ἐλεεινὲ ἄνθρωπε· τὸν Θεὸ δὲν φοβήθηκες ἀπ᾿ τὴν πολλή σου ἀναισθησία, οὔτε τοὺς ἁγίους Του ἀγγέλους. Ἀλλά, σὰν ἄνθρωπος ποὺ εἶσαι καὶ σύ, δὲν ντράπηκες νὰ δεῖς γυμνὸ τὸ νεκρὸ κορμὶ μιᾶς νέας παρθένου; Ἂς εἶχες ἀρκεσθεῖ σ᾿ ὅσα ἔκλεψες στὴν ἀρχή, καὶ νὰ μ᾿ ἄφηνες μὲ τὸ πουκάμισο, μὰ σὺ πῆρες κι αὐτό, καὶ θέλησες νὰ μὲ κάνεις περίγελο μπροστὰ στὶς ἄλλες παρθένους κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία, ἄσπλαγχνε καὶ παλιάνθρωπε; Ὁρίστε, νὰ σοῦ δείξω ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς νὰ μὴ κλέψεις πιά, καὶ νὰ γνωρίσεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ζωντανὸς κι ἀληθινός, καὶ ὅτι ὑπάρχει κρίση κι ἀνταπόδοση! Μάθε δέ, ὅτι ὅσοι ἀγαποῦν ὁλόψυχα τὸν Θεό, ζοῦν καὶ μετὰ τὸν θάνατο ζωὴ αἰώνια κ᾿ εὐφρόσυνη!!

   Αὐτὰ λέγοντας ἡ νεκρή, σηκώθηκε, φόρεσε ὅλη τὴν στολή της ὅπως ἦταν πρῶτα, κ᾿ εὐθὺς εἶπε: «Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω, ὅτι σύ, Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ᾿ ἐλπίδι κατώκισάς με»2. (Δηλαδή: Μὲ τὴν ἐλπίδα μου ἀκλόνητη σὲ Σένα, θὰ κοιμηθῶ ἥσυχη καὶ εἰρηνικά, διότι Σύ, Κύριε, ἂν καὶ εἶμαι ὁλομόναχη, παρέχεις σὲ μένα τὴν προστασία σου, κάτω ἀπ᾿ τὴν σκέπη τῆς ὁποίας κατοικῶ γεμάτη πίστη κ᾿ ἐλπίδα). Καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦτον, ἔκλεισε τὰ μάτια της καὶ συνέχισε τὸν αἰώνιο ὕπνο της!

   Ὁ ἀξιοθρήνητος τυμβωρύχος, ἔμεινε κεῖ τυφλὸς καὶ δὲν ἔβλεπε νὰ βγεῖ.

 

   Σὰν ξημέρωσε, ἀφοῦ συνῆλθε κάπως, ψηλαφιστὰ βρῆκε τὸν φράκτη τοῦ κτήματος καὶ βγῆκε στὸν δημόσιο δρόμο. Ψηλαφιστὰ πάλι, τοῖχο-τοῖχο ἦλθε στὴν ἀγορά. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἤξεραν τὸν ρωτοῦσαν πῶς τὸ ἔπαθε αὐτό. Κι ἐκεῖνος ὁμολογοῦσε ὅλη τὴν ἀλήθεια. Ὅσοι τ᾿ ἄκουγαν ἔφευγαν ἀηδιασμένοι γιὰ τὸ κατάντημά του καὶ συγκλονισμένοι ἀπ᾿ τὸ πάθημά του.

 

   Ἔκτοτε, ὁ πρώην τυμβωρύχος ζητιάνευε γιὰ νἄχει τὴν καθημερινή του τροφή. Κι ἐκεῖ ποὺ καθότανε, πολλὲς φορὲς κατέκρινε τὸν ἑαυτό του λέγοντας:

   -Ἀνάθεμά σε ἀχόρταστε λαιμέ, ποὺ γιὰ σένα ἔχω τούτη τὴν τύφλωση!

 

   Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔβλεπαν στοὺς δρόμους κι ἄκουγαν πόσο τιμωρήθηκε ἀπ᾿ τὸν Θεό, σωφρονίσθηκαν, λογικεύθηκαν κι ἐγκατέλειψαν τὰ σατανικά τους ἔργα, μετανόησαν κ᾿ ἔγιναν καλοὶ στὶς πράξεις, στὰ λόγια καὶ στὴν προαίρεσή τους. Ὁ παθών, πότε-πότε θυμότανε τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα ποὺ ἐπακριβῶς ἐκπληρώθηκαν, καὶ μὲ θαυμασμὸ καὶ συντριβὴ δόξαζε τὸν παντοδύναμο Θεό!…

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)

 

 

1. Τυμβωρύχος: Ἐκεῖνος ποὺ ἀνοίγει τάφο γιὰ νὰ τὸν συλήσει καὶ νὰ κλέψει τὰ ἀντικείμενα ποὺ ἔθαψαν μαζὶ μὲ τὸν νεκρό.

2. Ψαλμ. δ΄ 9.