Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Ὁ ἔσω ἄνθρωπος


ΑΣΤΡΙΚΟ ΝΕΦΕΛΩΜΑ


Ὁ ἔσω ἄνθρωπος

 

«Τὰ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος»

 


Ἀπὸ μικρὸς ποὺ ἤμουνα μ᾿ ἄρεσε νὰ διαβάζω

κι᾿ ἀπ᾿ τὴ μελέτη ἤθελα ποτὲ νὰ μὴ σχολάζω.

Μὰ ὅσο ᾿πέρναγ᾿ ὁ καιρὸς καὶ κύλαγαν οἱ χρόνοι

ἔβλεπα, τί παράξενο! πὼς ἡ ψυχή μου μόνη

τοὺς λογισμοὺς δὲν ᾿μπόραγε καλὰ νὰ κυβερνήσῃ

κι᾿ ἀπὸ κρημνοὺς καὶ βάραθρα μακρυὰ νὰ τοὺς κρατήσῃ.

Καὶ ἔβλεπα πὼς ἤτανε ἀνάγκη ταὐτοχρόνως

δύο δουλειὲς νὰ γίνωνται, μὲ μόχθον δὲ κι᾿ ἐμπόνως.

Ἡ μία ἦταν ἡ δουλειὰ τοῦ νοῦ εἰς τὸ βιβλίον

κι᾿ ἡ ἄλλη νὰ ἐπιτηρῶ τὸ τῆς ψυχῆς «ταμεῖον»·

γιατὶ οἱ κλέπται λογισμοὶ ὕπουλα, ἀεικινήτως

ρωγμὲς ν᾿ ἀνοίξουν δούλευαν σκληρὰ κι᾿ ἀδυσωπήτως.

Μέσ᾿ στὴν ψυχή μου δηλαδὴ ἔβλεπα πὼς ἡ σκέψι

ἀθόρυβα καὶ σταθερὰ ἤθελε νὰ μ᾿ ἐκτρέψῃ

σὲ κόσμους ἄλλους πονηρούς, κακοὺς ἢ καὶ ματαίους

ποὺ γιὰ νὰ διώξω ἀπ᾿ τὸ νοῦ ἔπρεπε πάντα νέους

νὰ καταβάλω μέσα μου ἀγῶνας, ποὺ πολλάκις

ἔλεγα, προτιμότερος θάνατος μυριάκις.

Καὶ εἶδα κι᾿ ἔννοιωσα καλά, πλὴν ὄχι χωρὶς τρόμο

πὼς ἄθελά μου ξέφευγε ὁ νοῦς τὸν ἴσιο δρόμο.

Καὶ εἶπα στὴ συνείδησι· «γιὰ νὰ μὴν ἔχῃς τύψι

πρέπει ἀπαύστως στὴν ψυχὴ νἄχῃς τὴν ἅγια νῆψι.

- Μὰ πάντοτε ἐπάλευαν ἐντός μου δυὸ δυνάμεις

μὲ πεῖσμα, μὲ σφοδρότητα, πῶς νὰ μὴν ἀποκάμῃς!»

Δύο ἀνθρώπους ἔκρυβε μέσα ὁ ἑαυτός μου

καὶ δὲν σταμάτησε ποτὲ ἡ μάχη αὐτὴ ἐντός μου

Ὁ ἕνας εἰς τοὺς Οὐρανοὺς μὲ ὕψων᾿ ὁλοΐσια

κι᾿ ὁ ἄλλος εἰς τὰ τάρταρα μὲ ἔσπρωχνε μὲ λύσσα.

Πολλὲς φορὲς τὰ σάστισα στὴ φοβερὴ τὴν πάλη

μὰ προστασία ἀόρατη μ᾿ ἔβγαζ᾿ ἀπὸ τὴ ζάλη.

Κι᾿ ἔτσι κατάλαβα κι᾿ ἐγὼ ᾿ξάστερα ᾿στὴν ψυχή μου

τί νόημα βαθύτερο κρύβεται στὴ ζωή μου.

Τοῦ καθενός μας δηλαδὴ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν πλάσι

ποὺ εἰς τοῦ βίου τὸν σκοπὸν ἀνάγκη εἶν᾿ νὰ φθάσῃ.

Πρέπει, εἶπα, τὰ μάτια μου γιὰ πάντα πρὶν νὰ κλείσω

τὴν παθιασμένη μου ψυχὴ καλὰ νὰ καθαρίσω.

ἀλλοιῶς, χωρὶς τὴν κάθαρσι καὶ τὸν ἁγιασμόν μου

δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἰδῶ ποτὲ τὸν Κύριό μου1.

Μὰ πάλι εἶπα· ἂν παντὸς θνητοῦ ἡ σωτηρία

θέλει καρδίαν καθαράν, τότε εἶναι μωρία

τὸ νὰ νομίσω μόνος μου πὼς τὴν ψυχὴ θὰ σώσω

ἀφοῦ στὸ νοῦ μου δὲν μπορῶ τὸν καθαρμὸ νὰ δώσω.

Πρέπει ἀφεύκτως τὸν σκοπὸ νὰ φθάσω τῆς ζωῆς μου

μὰ μὲ προδίνει πάντοτε αὐτὴ ἡ δύναμίς μου.

Ὁ λύχνος-νοῦς μέσ᾿ στὴν ψυχὴ ποὺ ἀναμμένος στέκει

εἶν᾿ σκοτεινός· σκέψου λοιπὸν τί γίνεται παρέκει2.

Τὰ σκέφθηκα ὅλα αὐτά, κι᾿ ἔγινα ὅλος φρίκη

μοῦ φάνηκε πὼς θ᾿ ἄκουγα βαρειὰ τὴν καταδίκη.

Μὰ εἰς αὐτὴν τῶν λογισμῶν τὴν μαύρη καταιγίδα

Φῶς ἀστραπῆς· μ᾿ ἐπλήρωσε μ᾿ Οὐράνια ἐλπίδα.

Εἶδαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τὴν τοῦ Παντὸς Κυρίαν

τὴν Ἄνασσαν τῶν Οὐρανῶν, τὴν Πάνσεπτον Μαρίαν.

           


Κι᾿ ἐσήκωσα τὰ μάτια μου ᾿ψηλὰ εὶς τὸν αἰθέρα

καὶ εἶπα στὴν Πανάχραντον τοῦ Κτίστου μου Μητέρα.

- Γιατὶ τὸ ξέρω ὅ,τι καλὸ ἡ ὕπαρξίς μου φέρει

μοῦ τὤστειλε τὸ ἅγιο καὶ σπλαγχνικό Της Χέρι.

«Κυρία μου καὶ Δέσποινα, συχώρεσε κι᾿ ἐμένα

γιὰ ὅσα εἰς τὸν βίον μου κακὰ ἔχω πραγμένα.

Στεῖλέ μου, Παναγία μου, τὴν ἅγιά Σου Χάρι

γιὰ νὰ ᾿μπορέσῃ ἡ σκέψις μου φῶς καὶ ζωὴ νὰ πάρῃ.

Δὲν σοῦ ζητάω τίποτε πλὴν τούτου, Δέσποινά μου,

μόνον ταχέως πρόφθασον, ρῦσαι μ᾿ ἀπ᾿ τὰ δεινά μου.

Ἀπὸ τὴν δίνην τοῦ κακοῦ τοῦ πονηροῦ τὴν ζάλιν

Σὺ λύτρωσαί με, Δέσποινα, δὲν ζητῶ χάριν ἄλλην.

Γιατὶ τὸ ξέρεις, Δέσποινα, τὸ σύμπαν θὰ κερδίσω

ἂν εἰς τὴν πάλην τοῦ κακοῦ μπορέσω νὰ νικήσω.

Ἀπάλλαξόν με, Δέσποινα, ἀπ᾿ τοῦ κακοῦ τὴν νόσον

γνωρίζεις πλέον καὶ ἐμοῦ τὸ ἄλγος μου ὁπόσον.

Κι᾿ ἀξίωσόν με νοῦν, ψυχήν, καρδίαν νέαν φέρων

νὰ Σὲ δοξάζω ἐσαεὶ ἀγαλλιῶν καὶ χαίρων.»

 

 

Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου». Τόμος Α'. 1971. σελ 223-225.)

 

1. Ἑβρ. ιβ΄. 14.

2. Ματθ. στ. 22.