Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

- Ἄλλα τά δικά σου μέτρα…




- Ἄλλα  τά  δικά  σου  μέτρα…

 


   πῆρχε κάποτε ἕνας ἅγιος Ἀββᾶς1, ἡγούμενος Κοινοβίου2, ποὺ ἦταν στολισμένος μ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές μὲ ταπεινοφροσύνη κ᾿ ἐπιείκεια, μ᾿ ἐλεημοσύνη καὶ συμπάθεια, καὶ μὲ ὑπερβολικὴ ἀγάπη ποὺ τοὺς ξεπερνοῦσε ὅλους. Ἐτοῦτος λοιπὸν ὁ μακάριος, νυχθημερὸν προσευχόταν στὸν Θεὸ κ᾿ ἔλεγε:

   - Κύριε, γνωρίζω τὸν ἑαυτό μου πὼς εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ διὰ τῶν οἰκτιρμῶν Σου καὶ τῆς ἀπείρου φιλανθρωπίας Σου ἐλπίζω ὅτι θὰ σωθῶ. Σὲ ἱκετεύω καὶ Σὲ παρακαλῶ Δέσποτα, μὴν ἐπιτρέψεις νὰ χωρισθῶ ἀπὸ τὴν συνοδία μου κι ὅπως ἐδῶ, ἔτσι καὶ στὸν μέλλοντα αἰῶνα, νὰ εἴμασθε ἑνωμένοι. Μαζὶ μὲ μένα, Κύριε, ἀξίωσε κ᾿ ἐκείνους (τὰ πνευματικά μου παιδιά, τοὺς Μοναχούς μου) τῆς οὐρανίου Βασιλείας, διὰ τῆς πολλῆς κι ἀνέκφραστης ἀγαθότητάς Σου!…

 

   Ἐπειδὴ συνεχῶς, καὶ μὲ μεγάλο πόθο ἔκαμε τούτη τὴν προσευχή, ὁ Καλὸς καὶ Πανάγαθος Θεὸς τὸν πληροφόρησε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:

 

   Σὲ κάποιο κοντινὸ μοναστήρι, μαθεύτηκε πὼς θὰ γινόταν ἐπίσημη ἀγρυπνία γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Ἁγίων τῆς Μονῆς, μὰ τοῦτος ὁ Ὅσιος δὲν θέλησε νὰ συμμετάσχει. Στὸν ὕπνο του, ὅμως, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τοὔλεγε:

   - Πήγαινε στὴν ἑορτή. Πρέπει νὰ πᾶς. Ἀλλὰ θὰ στείλεις πρῶτα τοὺς μαθητές σου, κ᾿ ὕστερα θ᾿ ἀκολουθήσεις ἐσὺ μόνος σου.

   Ἔτσι κι ἔπραξε.

 

   Ὁ Κύριος, λοιπόν, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστός μας, πού: «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος»3, δηλαδή, “ἄδειασε” τὸν ἑαυτό του, μίκρυνε μόνος Του τὴν θεότητα κι ἔλαβε τὴν μορφὴ δούλου, κι ἔγινε ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους Αὐτὸς ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ κι ἀνέβηκε στὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο· ὁ Κύριός μας καὶ τώρα, ἔλαβε τὴν μορφὴ ἑνὸς φτωχοῦ κι ἀσθενικοῦ Μοναχοῦ, ποὺ βρισκόταν πεσμένος στὴν μέση τοῦ δρόμου. Καί, καθὼς προχωροῦσαν στὸν δρόμο τους οἱ ὑποτακτικοὶ τοῦ ἁγίου Ἀββᾶ, βρίσκουν τὸν ταλαιπωρημένο τοῦτον “Γέροντα” νὰ κλαίει καὶ νὰ ὀδύρεται ἀνήμπορος, ἄρρωστος καὶ πληγωμένος ὅπως ἦταν.

   Κοντοστάθηκαν, τὸν ρώτησαν γιὰ νὰ μάθουν τὴν αἰτία τῆς συμφορᾶς του. Κι ἐκεῖνος εἶπε:

   - Ἀσθενὴς εἶμαι καὶ καθόμουν πάνω στὸ ζωντανό μου, ἀλλ᾿ αὐτὸ ἀγρίεψε, μὲ πέταξε χάμω κ᾿ ἔφυγε. Καὶ νά, τώρα δὲν ἔχω κάποιον νὰ μὲ βοηθήσει.

   Τοῦ λέγουν, τότε, οἱ νέοι μοναχοί:

   - Τί νὰ σοῦ κάνουμε Γέροντα; Ὅπως βλέπεις κι ἐμεῖς πεζοὶ εἴμασθε δὲν μποροῦμε νὰ σὲ βοηθήσουμε.

   Κι ἀφήνοντάς τον ἐκεῖ χάμω πεσμένο, μόνον, ἄρρωστο καὶ χτυπημένο, συνέχισαν τὸν δρόμο τους…

 

   Μετὰ ἀπὸ λίγο, ἔρχεται ὁ Γέροντάς τους, καὶ βλέπει τὸν Μοναχὸ ξαπλωμένο καταγῆς νὰ κλαίει καὶ νὰ στενάζει, κι ἀπόρησε. Ἀφοῦ ἔμαθε τὴν αἰτία τῆς δυστυχίας του, τὸν ρώτησε:

   - Δὲν πέρασαν ἀπὸ δῶ πρὶν λίγη ὥρα κάποιοι νέοι μοναχοί; Καί, σὲ βρῆκαν ἔτσι;

   - Ναί, τοῦ λέει ἐκεῖνος, ἀλλὰ σὰν ἔμαθαν τὴν αἰτία, ἔφυγαν λέγοντάς μου, ὅτι «ἐμεῖς πεζοὶ εἴμασθε, τί μποροῦμε νὰ σοῦ κάνουμε;»

   Τοῦ λέγει ὁ Ἀββᾶς:

   - Μπορεῖς σιγὰ-σιγὰ νὰ περπατήσεις γιὰ νὰ φύγουμε;

   - Δὲν μπορῶ καθόλου, ἀποκρίνεται ὁ Μοναχός.

   - Καλά, λέει ὁ Γέροντας. Ἔλα λοιπόν, νὰ σὲ φορτωθῶ ἐγώ, καὶ θὰ βοηθήσει ὁ Θεὸς νὰ τὰ καταφέρουμε.

   Λέγει ὁ ἄρρωστος Μοναχός:

   - Πῶς θὰ μπορέσεις νὰ μὲ σηκώσεις γιὰ τόσο μεγάλη ἀπόσταση; Πήγαινε καλλίτερα, καὶ κάνε προσευχὴ γιὰ μένα.

   Κι ὁ Γέροντας:

   - Δὲν μπορῶ νὰ φύγω. Δὲν πρέπει νὰ σ᾿ ἀφήσω ἐδῶ. Νά, μιὰ μεγάλη πέτρα. Θὰ σὲ στηρίξω ἐκεῖ, θἄρθω πίσω καὶ θὰ σὲ φορτωθῶ.

   Ἔτσι κ᾿ ἔκαμε· τὸν πῆρε στοὺς ὤμους του, καὶ σιγὰ-σιγὰ μὲ ἀρκετὴ δυσκολία προχώρησαν στὴν πορεία τους…

 

   Στὴν ἀρχή, αἰσθανόταν πάνω του σὰν νἄχει βάρος ἀνθρώπου, ὕστερα πάλι, ἄρχισε ν᾿ ἀλαφραίνει λίγο-λίγο τὸ φορτίο του κι ἀναρωτιότανε τὶ νὰ συμβαίνει. Μὰ ξαφνικά, ὁ ἄρρωστος Μοναχὸς ἔγινε ἄφαντος!

 

   Καὶ τότε, ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ποὺ ἔλεγε πρὸς τὸν ἅγιο τοῦτον Γέροντα:

   - Ἐπειδή, Ἀββᾶ, συνεχῶς μὲ παρακαλοῦσες γιὰ τοὺς ὑποτακτικούς σου ποὺ τόσο πολὺ τοὺς ἀγαπᾶς, ὥστε μαζὶ μὲ σένα ν᾿ ἀξιωθοῦν κι ἐκεῖνοι τῆς Οὐρανίου Βασιλείας μου, σοῦ ἀπαντῶ:

 

   Ὁρίστε, βλέπε μόνος σου. Ἄλλα τὰ δικά σου μέτρα, κι ἄλλα τὰ δικά τους! Προσπάθησε λοιπόν, νὰ πείσεις τοὺς μαθητές σου νὰ ἔλθουν στὰ μέτρα τῆς δικῆς σου πνευματικῆς ἐργασίας, καὶ τότε, νἆσαι βέβαιος, ὅτι θὰ λάβεις αὐτὸ ποὺ ζητᾶς.

   Διότι, ὅπως καλῶς γνωρίζεις, εἶμαι Δικαιοκρίτης Θεός καὶ θ᾿ ἀποδώσω στὸν καθένα, σύμφωνα μὲ τὰ δικά του ἔργα!…

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)

 

 

1. Ἀββᾶς: Τίτλος τῶν πνευματικῶς προχωρημένων Ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου, κάτι ἀντίστοιχο μὲ τό: ἅγιος Γέροντας. Λέξη συριακὴ (ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ ρίζα ἄβ), ποὺ σημαίνει  π α τ ή ρ. «Ἡ λέξις  ἀ β β ᾶ ς  ἐκφράζει τὴν ἰδιάζουσαν τρυφερότητα, στοργήν, ἐμπιστοσύνην, καὶ ἀγάπην ὁποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν τέκνων του (π α τ ή ρ). Εἰς τοὺς πρώτους αἰῶνας τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἀργότερον, ὅταν ἀνεπτύχθη ὁ ἀσκητισμός, ἡ λέξις ἀββᾶς ἐχρησιμοποιεῖτο συχνάκις μὲ τὴν ἔννοιαν τοῦ  π ν ε υ μ α τ ι κ ο ῦ  π α τ ρ ό ς. Ὠνόμαζον δὲ οὕτω τοὺς πρεσβυτέρους μόνον μοναχούς, λόγῳ σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἁγιότητα, καὶ τὴν πολιότητά των. Ὄχι σπανίως, ὅμως, χρησιμοποιεῖται καὶ δι᾿ ἄλλους μοναχούς… Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν ἡ λέξις εἰσῆλθε καὶ εἰς τὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Ἐκκλησίαν ὅπου ἀββᾶν ὀνομάζουν καὶ σήμερον ἀκόμη, τὸν ἱερέα ἢ τὸν ἡγούμενον μοναστηρίου.» [Π. Β. Πάσχου (ἐπιμ.), «ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ἤτοι ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΑΓΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ», ἐκδόσεις “Ἀστήρ’’, Ἀθῆναι 1961, σελ. 129.]

2. Κοινόβιο: Μοναστήρι, στὸ ὁποῖο τὰ πάντα εἶναι κοινά. «… φημὶ δὴ κοινῶς τοὺς ἅπαντας βιοῦν ἀδελφούς· κοινῇ βλέπειν πρὸς τὸν αὐτὸν τῆς σωτηρίας σκοπόν· μίαν τε καρδίαν εἶναι ἐν τῷ κοινωβίῳ καὶ θέλημα ἓν καὶ μίαν ἐπιθυμίαν καὶ ἓν σῶμα ἐκ διαφόρων μελῶν συνηρμοσμένον πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς ἀδελφότητος, καθὼς νομοθετεῖ ὁ ἀπόστολος…» (“Τυπικὸν ἤτοι κανονικὸν τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ’’, βλ.  βιβλ. Παύλου Μοναχοῦ Λαυριώτου, «Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ», Δ΄ ἔκδοση ὑπὸ τοῦ συγγραφέως, Ἅγιον Ὄρος 2003, σελ. 248.)

3. Φιλιπ. β΄ 7.