Κυριακή 15 Αυγούστου 2021

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (Α΄)




Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (Α΄)


   Στὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ ὑψώνουμε εὐλαβικὰ σήμερα τὰ μάτια μας. Δεκαπέντε ἡμέρες τώρα ἡ Ἐκκλησία ἔψαλλε μὲ κατάνυξη τὴν μνήμη Της. Δεκαπέντε ἡμέρες ὁ φιλόθρησκος λαός μας εἶχε στραμμένη τὴν σκέψη του καὶ τὴν ψυχή του στὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σήμερα, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἔνοιωσαν τὴν χαρὰ τῆς γιορτῆς Της. Ὁδηγημένοι ἀπ’ τὴν ἀκοίμητη πίστη τους, ἔτρεξαν εὐλαβικὰ στοὺς Ναοὺς κι ἄναψαν τὸ φτωχὸ κεράκι τους –δεῖγμα πλουσίας εὐγνωμοσύνης– στὴν ἀκοίμητη χάρη Της.

 

   Δὲν εἶναι ἡμέρα πένθους. Δὲν θρηνοῦμε θάνατο, ἀλλὰ «Κοίμηση» καὶ «Μετάσταση ἐκ τῆς γῆς πρὸς Οὐρανόν». Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας, ἄφησε τὸν κόσμο, ποὺ τὴν πότισε τὴν πίκρα τοῦ Γολγοθᾶ, κι ἀνέβηκε στοὺς Οὐρανούς, στὸ Βασίλειο τῆς χαρᾶς, Βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων. Γι’ αὐτὸ καὶ τῆς Ἐκκλησίας οἱ ψαλμωδίες δὲν εἶναι μοιρολόγια. Δίνουν τὸν τόνο τῆς χαρᾶς, στὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου. «Τῇ ἐνδόξῳ κοιμήσει σου, οὐρανοὶ ἐπαγάλλονται καὶ ἀγγέλων γέγηθε τὰ στρατεύματα, πᾶσα ἡ γῆ δὲ εὐφραίνεται...» ψάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, δείχνοντας οὐρανοῦ καὶ γῆς, Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων τὴν χαρά.

   Τὰ ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν μὲ ἱερὰ αἰσθήματα παρακαλοῦν σήμερα «τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον», γιατὶ γνωρίζουν ὅτι «πολλὰ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου». Γιὰ τὸν Χριστιανό, ἡ Παναγία δὲν εἶναι μόνο τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ δική του Μητέρα. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ πτωχοί, σὲ κάθε τόπο, σὲ κάθε στιγμή, σὲ κάθε κίνδυνο, τὴν βοήθειά Της ζητᾶμε, γιατὶ ζῆ μέσα στὴν ψυχή μας σὰν ὅλων «τῶν θλιβομένων ἡ χαρὰ καὶ ἀδικουμένων προστάτις καὶ πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις καὶ βακτηρία τυφλῶν, ἀσθενούντων ἐπίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καὶ ἀντίληψις, καὶ ὀρφανῶν βοηθός», ὅπως κατανυκτικὰ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία.

   Ἡ Παναγία συμπάσχει στὸν πόνο μας καὶ συγχαίρει στὴν χαρά μας. Αὐτὴ στέκει μοναδικὴ παρηγοριὰ καὶ δύναμη τῆς μάνας ποὺ ξαγρυπνᾶ, νύχτες ἀγωνίες ἀτέλειωτες, στὸ προσκέφαλο τοῦ ἀρρώστου παιδιοῦ της. Ἡ δύστυχη στὴν μητέρα τοῦ Χριστοῦ καταφεύγει. Σ’ αὐτὴ ποὺ ἀγάπησε καὶ πόνεσε γιὰ τὸ παιδί της «Παναγία μου, τὸ παιδί μου!» εἶναι ἡ θερμὴ προσευχὴ καὶ ἔκφραση τῶν δακρυσμένων ματιῶν της.

   Ὁ θαλασσοδαρμένος ναυτικὸς στὶς τρικυμισμένες νύχτες, βλέποντας γύρω του ἀμέτρητα μνήματα στὰ μαῦρα κύματα τῆς τρικυμίας, τὴν Παναγία ὁλόχρυση σὰν ἥλιο βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως νὰ κατευθύνει τὸ καράβι του.

   Ὁ στρατιώτης στὶς δύσκολες στιγμὲς νοιώθει τὴν προστασία Της. Μαῦρο σύννεφο καὶ καπνὸς θανάτου, χαλάζι πυρωμένης λάβας σκάβει τὸ χῶμα καὶ μαδᾶ τὰ βράχια γύρω του. Κι αὐτὸς πολεμᾶ μὲ τὴν ἀσπίδα, ποὺ τούδωσε ἡ Παναγία, ἀκούγοντας θερμὲς προσευχὲς τῆς δακρυσμένης μάνας του στὴν Ἐκκλησούλα τοῦ χωριοῦ του.

 

   Ὅσοι εὐλαβικὰ νήστεψαν τὶς ἡμέρες αὐτές, θυσιάζοντας λίγο ἀπ’ τὴν ἀχαλίνωτη ὄρεξη στὸν σεβασμὸ τῆς θρησκείας μας, ὅσοι ἄκουσαν τοὺς κατανυκτικοὺς ὕμνους τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων, ἔνοιωσαν στὴν ψυχή τους τὴν ἴδια ἀνακούφιση, ποὺ ἔνοιωσαν μεγάλες ψυχές, γράφοντας αὐτὲς τὶς ἀνυπέρβλητες σὲ περιεχόμενο καὶ ἔκφραση ὑμνωδίες.

   «Καταιγίς με χειμάζει τῶν συμφορῶν, Δέσποινα. Καὶ τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι καταποντίζουσι. Ἀλλὰ προφθάσασα, χεῖρά μοι δὸς βοηθείας ἡ θερμὴ ἀντίληψις καὶ προστασία μου». Ποιός δὲν γνώρισε τῶν συμφορῶν τὴν τρικυμία; Καὶ ποιός δὲν λαχτάρισε καὶ δὲν ζήτησε τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου; Κι ὅταν ψάλλει ἡ Ἐκκλησία «ἐν κλίνῃ νῦν ἀσθενῶν κατάκειμαι καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις τῇ σαρκί μου» ἢ ὅταν ζητάει σὲ κίνδυνο τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας μὲ τὸν ὁλόθερμο ὕμνο: «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου, Θεοτόκε, ὅτι πάντες μετὰ Θεὸν εἰς σὲ καταφεύγομεν, ὡς ἄρρηκτον τεῖχος καὶ προστασίαν», ποιός μπορεῖ νὰ μείνει ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος στὴν προσευχὴ αὐτὴ τῶν δυσκόλων στιγμῶν;

   Μὰ κοντὰ στὰ αἰσθήματα τοῦ πόνου ἀνθίζουν αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης. Ὅταν ἀπολαύσει ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνο, ποὺ ζήτησε τότε ἔρχεται νὰ προσφέρει τὴν εὐγνωμοσύνη του στὴν Παναγία. Καὶ ἀκούγονται τότε ψαλμοὶ εὐχαριστίας «Ἐθαυμάστωσας ὄντως νῦν ἐπ’ ἐμοί, Δέσποινα, τὰς εὐεργεσίας σου, κόρη καὶ τὰ ἐλέη σου· ὅθεν δοξάζω σε καὶ ἀνυμνῶ καὶ γεραίρω τὴν πολλὴν καὶ ἄμετρον κηδεμονίαν σου». Ἐνῶ ἄλλος μὲ ἀγαλλίαση ψυχῆς συμπληρώνει: «Τί σοι δῶρον προσάξω τῆς εὐχαριστίας ἀνθ’ ὧν παραπήλαυσα...» γιὰ νὰ καταλήξει σὲ πλούσιο ὕμνο δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὴν εὐεργέτιδα καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

   Ἔτσι παίρνει τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἐλπίδα ὁ ἄνθρωπος, ὥστε, δυναμωμένος κι αὐτὸς στὴν πίστη, νὰ ψάλλει μὲ κατάνυξη: «Οὐδεὶς προστρέχων ἐπί σοι, κατησχημένος ἀπὸ σοῦ ἐκπορεύεται, ἁγνὴ Παρθένε Θεοτόκε· ἀλλ’ αἰτεῖται τὴν χάριν καὶ λαμβάνει τὸ δώρημα πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως».

 

   Τὴν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ γνώρισε καὶ τὸ Ἔθνος μας «Ὑπέρμαχο Στρατηγὸ» στὴν πολυκύμαντη, μὰ δοξασμένη πορεία του. Αὐτὴ στάθηκε φρουρὸς ἀκοίμητος στὶς πολεμίστρες. Αὐτὴ ἔδωκε θάρρος καὶ δύναμη στοὺς στρατιῶτες. Αὐτή, σὰν «Θεία Σκέπη» ἀποσκέπασε τὸν ἀδικούμενο λαό. Αὐτὴ θαυματούργησε τὶς νίκες τῶν ἀγώνων μας. Καὶ πάλι σήμερα μὲ τὴν βοήθειά Της θὰ γιορτάσουμε τὴν νίκη τῶν ἐθνικῶν μας ἐπιδιώξεων.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.

 

ν τῇ Γεννήσει, τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας· ἐν τῇ Κοιμήσει, τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β΄.

 

Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

 


[Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 186-188. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]