Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (Β΄)




Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (Β΄)


   Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ ἂν λέγαμε, ὅτι ὁλόκληρος σχεδὸν ὁ Αὔγουστος εἶναι ἀφιερωμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου. Ὄχι μόνον οἱ πρῶτες δεκαπέντε ἡμέρες του, ὁ γνωστὸς «Δεκαπενταύγουστος» μὲ τὴν νηστεία, τὶς ὁλόθερμες ἀκολουθίες τῶν παρακλήσεων καὶ τὴν λοιπὴ κατανυκτικὴ ὑμνωδία, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπόμενες μέχρι τῆς 23ης Αὐγούστου ἡμέρες, ποὺ γιορτάζεται ἡ ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς, μὲ τὰ ὡραιότατα «μεθέορτα» τροπάρια, ποὺ ἐξυμνοῦν ἐπὶ τῆ «Κοιμήσει» τὴν «ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον».

 

   Οἱ Εὐαγγελιστές, ποὺ μοναδικὸ σκοπὸ τῆς συγγραφῆς τῶν Εὐαγγελίων εἶχαν νὰ φανερώσουν στὸν κόσμο τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Σωτῆρος, ἔγραψαν βέβαια, καὶ γιὰ τὴν Παναγία ὅ,τι ἦταν στενὰ συνδεδεμένο μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς δίνουν πληροφορίες γιὰ τὴν οἰκογένεια, τὸν Εὐαγγελισμό, τὴν Γέννηση, τὴν Ὑπαπαντή, τὴν ἀναχώρηση στὴν Αἴγυπτο, ἄλλα σχετικὰ περιστατικά, καὶ φθάνουν στὴν Σταύρωση, ποὺ παρουσιάζουν μπροστὰ στὸν Σταυρὸ τὴν Παναγία καὶ τὸν μαθητὴ Ἰωάννη, στὸν ὁποῖο ἐμπιστεύεται τὴν Μητέρα Του ὁ Κύριος. Σταματοῦν ὅμως οἱ Εὐαγγελικὲς διηγήσεις στὴν Ἀνάσταση καί, ἑπομένως, τίποτα πιὰ δὲν ἀναφέρουν γιὰ τὴν μετέπειτα ζωὴ τῆς Παναγίας.

   Ὑπάρχει ὅμως ἡ παράδοση, ποὺ μὲ ἀνάλογη προσοχὴ καὶ εὐλάβεια διετήρησε ὅ,τι ἀφοροῦσε τὴν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ.

   Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, ὅτι, εὐθὺς μετὰ τὴν Σταύρωση παρέλαβε ὁ Ἰωάννης στὸ σπίτι του τὴν Παναγία στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔζησε περὶ τὰ ἕνδεκα χρόνια μὲ τὴν ἐξαδέλφη της Σαλώμη, μητέρα τοῦ Ἰωάννου.

 

   Δὲν πέθανε, κατὰ τὴν παράδοση, ἡ Παναγία, ἀλλὰ «ἐκοιμήθη» καὶ «μετέστη» ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τοὺς Οὐρανούς. Καὶ βέβαια, «ἡ κεχαριτωμένη πασῶν τῶν γενεῶν», αὐτὴ ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ φέρει σ’ αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἡ «προεκλεχθεῖσα ὡς κατοικητήριον τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ», δὲν ἦταν δυνατό, παρὰ καὶ νὰ φύγει ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸν μὲ ἐξαιρετικὸ ἐπίσης τρόπο.

   Τρεῖς μέρες πρωτύτερα, Ἄγγελος Κυρίου ἔφερε τὴν εἴδηση στὴν Παναγία, ὅτι ἦρθε καιρὸς νὰ ἀφήσει τὴν γῆ, γιὰ νὰ ἔλθει εἰς τὰ «ἄνω βασίλεια» τοῦ Υἱοῦ Της. Μὲ χαρὰ καὶ συγκίνηση δέχτηκε τὴν εἴδηση. Καὶ εὐθὺς πῆγε, νὰ προσευχηθεῖ στὸ ’Όρος τῶν Ἐλαιῶν στὸν ἴδιο αὐτὸ τόπο, ποὺ συνήθιζε νὰ προσεύχεται ὁ Κύριος. Προσευχὴ χαρᾶς, προσευχὴ εὐχαριστίας ἦταν τὰ ὁλόθερμα λόγια Της. Μετὰ τὴν προσευχὴ ἀνεκοίνωσε τοῦ Θεοῦ τὴν ἀπόφαση στὴν Σαλώμη στοὺς υἱούς της Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο, καὶ στὶς ἄλλες φίλες Της. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ἔκλαψαν καὶ θρήνησαν, γιατὶ θἄχαναν ἀπὸ κοντά τους τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν εἶχαν εὐλογία Θεοῦ ἀνάμεσα στὰ σπίτια τους. Γλύκανε τὸν πόνο τους ὅμως ἡ παρήγορη ὑπόσχεση τῆς Παναγίας, ὅτι δὲν θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι κοντά τους καὶ νὰ μεσιτεύει στὸν Θεὸ γιὰ χάρη τους. Μὲ προσευχὴ καὶ φιλανθρωπία πέρασαν οἱ τρεῖς αὐτὲς ἡμέρες. Τὴν τρίτη μέρα ἔγινε τὸ θαῦμα, νὰ ἔλθουν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Ἀπόστολοι, «ὑπὸ νεφῶν μεταρσίως αἱρόμενοι», καθὼς ψάλλει ἡ Ἐκκλησία. Θέλημα Θεοῦ, μὰ καὶ ἐπιθυμία τῶν Ἀποστόλων ἦταν νὰ παρευρεθοῦν ὅλοι οἱ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κοντὰ στὴν Παναγία στὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς Της στὴν γῆ, νὰ πάρουν τὴν εὐλογία Της καὶ νὰ τὴν κηδεύσουν.

   «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων», λοιπόν, μαζεύτηκαν καὶ κύκλωσαν τὴν νεκρικὴ κλίνη τῆς Θεοτόκου. Κι ἀκούστηκαν τότε λόγια θερμά. Μὲ ἱερὴ συγκίνηση, μὲ κατάνυξη ψυχῆς ὕμνησε ὁ καθένας τὴν χάρη Της, ζήτησε τὴν εὐλογία Της κι’ εἶπε τὸν πόνο του, μὰ καὶ τὴν χαρά του γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὴν παράκληση νὰ φέρει αὐτὴ μὲ τὸ δικό Της στόμα τὴν ἀναφορά του στὸν Ἀρχηγὸ τῆς Πίστεως.

   Κι ἦρθε ἡ ὥρα, ποὺ μιὰ γλυκύτητα ἔλαμψε στὸ πρόσωπό Της καὶ παρέδωκε τὸ Πνεῦμα Της στὸν Υἱό Της καὶ Κύριο, ἀφοῦ γνώρισε, μετὰ τὸν πόνο τοῦ Γολγοθά, τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ γλυκοχάραμα τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ.

   Οἱ Ἀπόστολοι ἔφεραν μὲ κατάνυξη στὸν τάφο τὸ σεπτὸ σκήνωμα, ἐνῶ μελωδίες Ἀγγέλων συνόδευαν τὰ βήματά τους.

   Ὅσο κι ἂν θέλησαν νὰ βεβηλώσουν τὴν ἱερότητα τῶν στιγμῶν οἱ Ἰουδαῖοι, ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ πάλι ἔλαμψε. Τόλμησε κάποιος ἀπ’ αὐτούς, Ἰεχωνίας τὸ ὄνομα, νὰ ἁπλώσει τὰ χέρια του στὸ φέρετρο γιὰ νὰ τὸ ἀνατρέψει, μὰ τὰ χέρια του κόπηκαν ἀπὸ ἀόρατη ρομφαία καὶ οἱ ἄλλοι τῆς συντροφιᾶς του τυφλώθηκαν. Θεραπεύτηκαν ἀργότερα, ἀψοῦ πίστεψαν καὶ ζήτησαν μὲ δάκρυα συγχώρηση γιὰ τὸ ἀνοσιούργημά τους. Στὴν Γεθσημανὴ ἐτάφη ἡ Παναγία σὲ λαξευμένο σὲ βράχο μνημεῖο.

   Καὶ πάλι ὁ Θωμᾶς κατὰ τὴν παράδοση ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ λείψει ἀπ’ τὴν κηδεία, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ θαῦμα τῆς κοιμήσεως. Δὲν πρόλαβε, κι ἦταν ἀπαρηγόρητος γι’ αὐτό. Θέλησαν τότε οἱ Ἀπόστολοι νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ μνημεῖο τῆς Παναγίας. Μὰ ὅταν ἄνοιξαν τὸν τάφο ἔνοιωσαν τὴν ἴδια χαρά, ποὺ πῆραν τότε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἄδειος ὁ τάφος καὶ μόνο τὰ σεντόνια βρισκότανε. Τί τὸ παράδοξο γιὰ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, «τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ»! Δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ κήρυξαν αὐτὸ ποὺ εἶδαν: Ἡ Θεοτόκος «ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ» κηδεύθηκε «ἐν Γεθσημανῆ τῷ χωρίῳ» καὶ «μετέστη πρὸς Κύριον».

 

   Βρίσκεται στοὺς Οὐρανοὺς σὰν βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων. Ἀκούει τὶς παρακλήσεις μας καὶ νοιώθει τὸν πόνο μας καὶ μεσιτεύει στὸν υἱό Της καὶ Κύριο· «πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου». Φθάνει ἐμεῖς νὰ εἴμεθα ἄξιοι τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἂς προσέξουμε. Αὐτὸ ἂς ζητήσουμε ἀπὸ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.

 

ν τῇ Γεννήσει, τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας· ἐν τῇ Κοιμήσει, τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β΄.

 

Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.


[Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 189-192. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]