Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Ὁ ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἀσκητής

 



Ὁ ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἀσκητής

Ἑορτάζει τὴν κη΄ (28η) Ἰανουαρίου.


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ἀπῆλθε σαρκός, ὥσπερ ἔκ τινος πάγης,

Ὁ σαρκὸς Ἰάκωβος οὐχ ἁλοὺς πάγαις.


   Τοῦτος ὁ ὅσιος Ἰάκωβος, ἀφοῦ ἄφησε ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου κατοίκησε δεκαπέντε χρόνους σ’ ἕνα σπήλαιο κοντὰ σὲ μιὰ κωμόπολη, ὀνομαζόμενη Πορφυριώνη, καί ’κεῖ μεταχειριζόταν πᾶσα ἄσκηση. Σὲ τοῦτον τὸν ὅσιο ἦλθε κάποτε μία πόρνη γυναῖκα παρακινημένη ἀπὸ κάποιους ἀκόλαστους, ἡ ὁποία ἔπεσε μ’ ἀναισχυντία πάνω του καὶ τὸν παρακινοῦσε σὲ ἀσέλγεια. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀφοῦ τῆς ὑπενθύμησε τὴν μέλλουσα κόλαση τοῦ αἰωνίου πυρὸς τὴν ἔκαμε νὰ μετανοήσει καὶ νὰ προσέλθει στὸν Χριστό.

   Ἐπειδὴ ὅμως κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ν’ ἀποφύγει τὶς μηχανὲς καὶ παγίδες τοῦ πονηροῦ διαβόλου, γι’ αὐτὸ συνέβη καὶ τοῦτος ὡς ἄνθρωπος νὰ πέσει σὲ παραπτώματα καὶ ἁμαρτίες μεγάλες, ὥστε –ἐκ τοῦ παραδείγματος τούτου– νὰ προσέχουν στοὺς ἑαυτούς τους οἱ ἐνάρετοι ἐκεῖνοι, ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι σταθεροὶ καὶ δὲν δύνανται νὰ πέσουν. Κ’ ἐπιπλέον, –ἐκ τοῦ ἐναντίου–, νὰ φροντίσουν, (ἂν πέσουν τοῦτοι σὲ ἁμαρτίες μεγάλες), πάλι νὰ σηκωθοῦν διὰ τῆς μετανοίας καὶ νὰ μὴν ἀπελπισθοῦν.

   Ἕνας λοιπὸν ἔνδοξος ἄρχοντας ποὖχε μιὰ θυγατέρα δαιμονισμένη τὴν ἔφερε στὸν Ὅσιο Ἰάκωβο γιὰ νὰ τὴν γιατρέψει. Κι ὁ ἅγιος ἀφοῦ προσευχήθηκε, παρευθὺς τὴν ἐλευθέρωσε ἀπ’ τὸ δαιμόνιο. Ὁ πατέρας τῆς κόρης ὅμως φοβούμενος, μήπως καὶ πάλι ὁ δαίμονας τὴν ἐνοχλήσει, ἄφησε τὴν κόρη μαζὶ μὲ τὸν νεαρὸ ἀδελφό της στὸ σπήλαιο τοῦ ὁσίου.

   Ὁ δὲ ὅσιος νικημένος ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπιθυμία, –ἀλίμονο!– διαφθείρει τὴν κόρη· ἔπειτα τί γίνεται; Φοβούμενος μήπως φανερωθεῖ ἡ βδελυρὴ αὐτὴ πράξη του, φονεύει τὴν γυναῖκα καὶ φονεύει μαζὶ καὶ τὸν ἀδελφό της καὶ ρίχνει τὰ νεκρὰ σώματά τους στὸν ποταμό, ὁ ὁποῖος ἔτρεχε ἐκεῖ κοντά. Κ’ ὕστερα ἀπ’ αὐτό, ἀπελπισμένος ἐντελῶς γιὰ τὴν σωτηρία του, ὅρμησε γιὰ νὰ πάει πίσω στὸν κόσμο· ἀλλ’ ἐνῶ ἔφευγε, τὸν συναντᾶ κάποιος εὐλαβὴς μοναχός, στοῦ ὁποίου τὶς παραινέσεις καὶ συμβουλὲς ὑπάκουσε ὁ Ὅσιος καὶ κλείσθηκε μέσα σ’ ἕνα τάφο ὅπου ἐκεῖ ὑπέμεινε πᾶσα σκληραγωγία καὶ κακοπάθεια.

   Μετὰ ταῦτα, ἀφοῦ κάποτε ἔγινε ξηρασία καὶ ἀβροχία στὴν χώρα ἐκείνη, προστάζει ὁ Θεὸς τὸν ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ὅτι, ἐὰν ὁ Ἰάκωβος, ποὺ εἶναι κλεισμένος στὸν τάφο δὲν προσευχηθεῖ, δὲν θὰ λυθεῖ ἡ ἀβροχία. Τότε λοιπόν, πῆγε στὸν ὅσιο ὁ ἐπίσκοπος μὲ ὅλο τὸν λαὸ καὶ ἀφοῦ πολὺ τὸν παρακάλεσε τὸν ἔπεισε νὰ προσευχηθεῖ. Καὶ ὄντως, εὐθὺς ἅμα προσευχήθηκε ἔγινε πολλὴ βροχή. Ἐκ τούτου, ἔλαβε ὁ Ὅσιος καλὲς ἐλπίδες περὶ τῆς σωτηρίας του καὶ πρόσθεσε σκληραγωγία πάνω στὴν σκληραγωγία καὶ δάκρυα πάνω στὰ δάκρυα κ’ ἔτσι μὲ πολιτεία θεάρεστη τελείωσε τὴν ζωή του καὶ παρέδωκε τὴν ἁγία ψυχή του εἰς χεῖρας Θεοῦ.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 3ος, σελ. 175-178. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).