Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Δευτέρα




Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Δευτέρα


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Σώφρων Ἰωσὴφ δίκαιος κράτωρ ὤφθη

καὶ σιτοδότης· ὢ καλῶν θημωνία!

 

Τὴν συναγωγὴν συκῆν Χριστὸς Ἑβραίων,

καρπῶν ἄμοιρων πνευματικῶν εἰκάζων,

ἀρᾷ ξηραίνει· ἧς φύγωμεν τὸ πάθος.


   Τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Δευτέρα φέρνουμε στὴν ἐνθύμησή μας δύο ἱερὰ διηγήματα, ἕνα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου, γυιοῦ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ, καὶ ἄλλο τῆς ξηρανθείσης συκῆς, ποὺ διηγοῦνται τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια· καὶ ἀπὸ τοῦτα κάνουμε ἀρχὴ τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

   Ὀ Ἰωσὴφ παραλαμβάνεται εἰς τύπον τοῦ Χριστοῦ, διότι στάθηκε γυιὸς τελευταῖος τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ, ἀπὸ τὴν Ραχὴλ γεννηθείς, φθονήθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς ἴδιους του τοὺς ἀδελφοὺς ἐξ αἰτίας κάποιων ὀνειράτων, ποὺ εἶδε καὶ τὰ διηγήθηκε σ’ αὐτούς, τὰ ὁποῖα φανέρωναν πὼς ἔχουν νὰ τὸν προσκυνήσουν. Καὶ πρῶτα μὲν τὸν ἔβαλαν μέσα σ’ ἕνα ξηρόλακκο, τάχα μὴ θέλοντας νὰ τὸν θανατώσουν, μετὰ ταῦτα βγάνοντάς τον ἀπ’ τὸν λάκκο τὸν πώλησαν σκλάβο στοὺς Ἰσμαηλῖτες γιὰ τριάντα ἀργύρια, καὶ αἱματώσαντες τὸ φόρεμά του μὲ αἷμα προβάτου μὲ αὐτὸ ἐξηπάτησαν τὸν γέροντα τὸν πατέρα του, διότι τὸ ἔφεραν σ’ αὐτὸν καὶ τὸν ἔκαμαν νὰ πιστεύσει πὼς τὸν ἔφαγαν τὰ θηρία ἔξω στὴν ἔρημο. Οἱ δὲ Ἰσμαηλῖτες πηγαίνοντας στὴν Αἴγυπτο τὸν πούλησαν καὶ αὐτοὶ στὸν ἀρχιευνοῦχο τοῦ βασιλιᾶ ποὺ ὀνομαζόταν Πετεφρῆς.

   Τούτου τὸ κάλλος βλέπουσα ἡ κυρία του, ἡ γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ, δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ φανερὰ καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ τὰ χέρια τὸν τραβοῦσε στὴν πράξη τοῦ κακοῦ. Κι’ ἐπειδὴ ἐκεῖνος, ὄντας θεοσεβής, δὲν ἔκλινε στὴν παράνομη μίξη ἀλλὰ καὶ τὸ φόρεμά του ἀφῆκε στὰ χέρια της κι’ ἔφυγε ἔξω, ἐκείνη ἄναψε ἀπὸ θυμὸ καί, τρόπον τινα, ἔγινε μανιακὴ καὶ φώναζε ὅλα τ’ ἀντίθετα, πὼς ἐκεῖνος τὴν βίασε· καὶ τούτη τὴν ψευδοκατηγορία ἔκαμε στὸν Πετεφρῆ, παρουσιάζοντας καὶ ψευδομάρτυρες τὶς θεραπενίδες της, καθὼς αὐτὴ τὶς δίδαξε τὶ νὰ ποῦν. Καὶ λοιπόν, μὲ προσταγὴ τοῦ ἀφέντη του Πετεφρῆ δεσμὰ καὶ φυλακὴ σκοτεινὴ δέχεται τὸν ἀθῶο Ἰωσήφ· ἔπειτα, μὲ τὴν ἐπίλυση τῶν ὀνειράτων κάποιων βασιλικῶν καταδίκων, ποὺ ἔκαμε ἐκεῖ στὴν φυλακή, τὸν βγάζουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ στὸν βασιλέα παρουσιάζεται καὶ γίνεται κύριος πάσης γῆς Αἰγύπτου.

   Καὶ ἐπειδὴ σ’ αὐτὸν δόθηκε ἡ ἐξουσία τοῦ σίτου καὶ ἀπὸ παντοῦ ἐρχόντουσαν κι’ ἔπαιρναν ἀπ’ αὐτὸν σιτάρι ἐκ ταύτης τῆς ἀφορμῆς ἔγινε καὶ πάλι φανερὸς στοὺς ἀδελφούς του, καί, ὁ γέροντας πατέρας του Ἰακὼβ μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια κατέβηκε ἐκεῖ καὶ τὸν ἀπόλαυσε. Καὶ μετὰ ταῦτα πάντα ὅλη του τὴν ζωὴ διαπέρασε ἄριστα ἐκεῖ στὴν Αἴγυπτο ὅπου κι’ ἐτελεύτησε. Κοντὰ στ’ ἄλλα του καλὰ ἀναγνωρίζεται μέγας καὶ γιὰ τὴν σωφροσύνη του.

   Τύπος λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἰωσὴφ τοῦτος, διότι καὶ ὁ Χριστὸς παρὰ τῶν ὁμοφύλων Ἰουδαίων φθονεῖται καὶ παρὰ τοῦ μαθητοῦ του πωλεῖται γιὰ τριάντα ἀργύρια καὶ κλείνεται στὸν σκοτεινὸ λάκκο, δηλαδὴ τὸν τάφο. Καὶ αὐτεξουσίως ἀπὸ ἐκεῖ ἐκπηδήσας βασιλεύει τῆς Αἰγύπτου, δηλαδὴ κατὰ πάσης τῆς ἁμαρτίας καὶ Κύριος καθίσταται ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ μᾶς ἐξαγοράζει διὰ τὴν φιλανθρωπία του μὲ τὴν μυστικὴ σιτοδοσία, ἀφοῦ ἔδωκε τὸν ἑαυτό του ὑπὲρ ἡμῶν· καὶ μὲ οὐράνιο ἄρτο μᾶς τρέφει, δηλαδὴ μὲ τὴν ζωηφόρο σάρκα του. Γιὰ τούτη λοιπὸν τὴν αἰτία ὁ Πάγκαλος Ἰωσὴφ παραλαμβάνεται ἐδῶ.

   Συγχρόνως κάνουμε καὶ τὴν ἐνθύμηση τῆς ξηρανθείσης συκῆς, ἐπειδὴ οἱ θεῖοι Εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος δηλαδὴ καὶ ὁ Μᾶρκος, μετὰ τὴν διήγηση τῶν Βαΐων λέγουν περὶ αὐτῆς. Ὁ μὲν Ματθαῖος ὅτι τὴν ἐπαύριο, δηλαδὴ τὴν Δευτέρα, ἐξελθόντων αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας ἐπείνασε καὶ βλέποντας συκῆ φύλλα μόνο ἔχουσα· ὁ δὲ ἄλλος, ἤτοι ὁ Μᾶρκος, ὅτι πρωΐας δὲ ἐπανάγων ἐπὶ τὴν πόλη ἐπείνασε καὶ βλέποντας συκῆ φύλλα μόνο ἔχουσα, διότι δὲν ἦταν καιρὸς σύκων, ἦλθε ἐπ’ αὐτὴν κι’ ἐπειδὴ καρπὸ δὲν βρῆκε σὲ αὐτὴν εἶπε: πλέον εἰς τὸ ἑξῆς ἂς μὴ γίνει καρπὸς ἀπὸ ἐσένα εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ παρευθὺς ξεράθηκε ἡ συκῆ. Συκῆ λοιπὸν ἐννοεῖται πὼς ἦταν ἡ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων, στὴν ὁποία ὁ Σωτήρ, ἐπειδὴ τὸν πρέποντα καρπὸ δὲν βρῆκε, παρὰ μόνον τὴν σκιὰ τοῦ νόμου, τὴν ἀφαίρεσε κι αὐτὴ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ παντελῶς ἀργὴ τὴν κατάστησε.

   Κι ἂν ἴσως κανένας ἤθελε νὰ ρωτήσει γιατὶ τὸ ἄψυχο ξύλο, ποὺ δὲν ἔφταιξε τίποτα, ἔλαβε τὴν κατάρα καὶ ξεράθηκε, ἂς μάθει τοῦτος ὅτι οἱ Ἑβραῖοι βλέποντας ὅτι ὁ Χριστὸς πάντοτε ἔκαμε εὐεργεσίες καὶ σὲ κανένα δὲν ἔκαμε οὔτε τὸ παραμικρὸ λυπηρό, νόμιζαν ὅτι μόνο εὐεργετικὴ δύναμη ἔχει ἀλλ’ ὄχι καὶ τιμωρητική· κι ὄντας φιλάνθρωπος ὁ Δεσπότης δὲν θέλησε νὰ δείξει μὲ τὸ ἔργο ἐπάνω σὲ ἄνθρωπο (τὴν τιμωρητική Του δύναμη), διότι δύναται καὶ νὰ κακοποιήσει. Καὶ λοιπόν, γιὰ νὰ δείξει στὸν ἀχάριστο λαὸ ὅτι καὶ δύναμη ἔχει ἀρκετὴ σὲ τιμωρία, διὰ τοῦτο σ’ ἄψυχη καὶ ἀναίσθητη φύση τὴν τιμωρία ἐργάζεται.

   Ἐπίσης δὲ καὶ ἄλλος λόγος ἀπόκρυφος φέρεται ἀπὸ σοφοὺς γέροντες νὰ ἔφτασε σ’ ἐμᾶς, καθὼς λέγει ὁ Πηλουσιώτης Ἰσίδωρος, ὅτι τὸ ξύλο ἐκεῖνο τῆς παραβάσεως τοῦτο ἦταν, δηλαδὴ ἡ συκῆ, τῆς ὁποίας τὰ φύλλα οἱ παραβάντες τὴν ἐντολὴ γιὰ σκέπη μεταχειρίσθηκαν· γι’ αὐτὸ καὶ καταράθηκε παρὰ Χριστοῦ νὰ μὴ κάμει πλέον καρπὸ αἴτιο ἁμαρτίας. Κι ὅτι ἡ ἁμαρτία ἔχει μὲ τὴν συκῆ κάποια ὁμοιότητα εἶναι φανερὸ διότι καὶ τὸ γλυκὺ τῆς ἡδονῆς ἔχει καὶ τὸ κολλητικὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸ τραχὺ καὶ κεντιστικὸ τῆς συνειδήσεως μετὰ τὴν πράξη τῆς ἁμαρτίας.

   Ὅμως οἱ θεῖοι Πατέρες τὴν ἱστορία τῆς συκῆς ἔβαλαν ἐδῶ γιὰ κατάνυξη, καθὼς τὸν Ἰωσήφ, γιατὶ ἔχει τὸν τύπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ κάθε ψυχὴ συκῆ λέγεται, ἐκείνη ποὺ εἶναι ἄμοιρη καὶ ἔρημη ἀπὸ κάθε πνευματικὸ ἀγαθό, στὴν ὁποία πρωΐας, δηλαδὴ στὴν παροῦσα ζωή, μὴ βρίσκοντας ὁ Κύριος ἀνάπαυση σὲ αὐτὴν τὴν καταρᾶται καὶ τὴν ξηραίνει καὶ τὴν καταδικάζει στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο.


Ταῖς τοῦ Παγκάλου Ἰωσὴφ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 434-437. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ΄.

 

δοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἴνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῆς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως…

 

Ἰακὼβ ὠδύρετο, τοῦ Ἰωσὴφ τὴν στέρησιν καὶ ὁ γενναῖος ἐκάθητο ἅρματι, ὡς βασιλεὺς τιμώμενος· τῆς Αἰγυπτίας γὰρ τότε, ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας ἀντεδοξάζετο, παρὰ τοῦ βλέποντος τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας, καὶ νέμοντος στέφος ἄφθαρτον.