Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή




Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ζῶν εἶ Θεὸς σὺ καὶ νεκρωθεὶς ἐν ξύλῳ,

ὦ νεκρὲ γυμνὲ καὶ Θεοῦ ζῶντος Λόγε.

 

Κεκλεισμένας ἤνοιξε τῆς Ἐδὲμ πύλας

βαλὼν ὁ λῃστὴς κλεῖδα τὸ Μνήσθητί μου.


   Τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Παρασκευὴ ἐπιτελοῦμε τὰ Ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα γιὰ μᾶς ἑκουσίως καταδέχθηκε, δηλαδὴ τοὺς ἐμπτυσμούς, τοὺς γέλωτας, τὰ ραπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὶς ὕβρεις, τὴν πορφυρὰν χλαῖναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἤλους, τὴν λόγχην, καὶ τέλος τὸν σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, τὰ ὁποῖα ὅλα ἔγιναν καὶ τὰ ἔπαθε στὴν ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς. Διότι ἀφοῦ ὁ φίλος καὶ μαθητὴς του ὁ Ἰούδας τὸν παρέδωκε στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν του, πρῶτα τὸν ἔφεραν δεμένο στὸν Ἄννα τὸν Ἀρχιερέα· καὶ τοῦτος τὸν στέλνει στὸν Καϊάφα· καὶ ἐκεῖ ἐμπτύεται (φτύνεται) στὸ πρόσωπο καὶ κολαφίζεται (χαστουκίζεται) στὸ μάγουλο καὶ ἐμπαίζοντας καὶ περιγελῶντάς τον οἱ δυσσεβεῖς τοῦ ἔλεγαν· προφήτευσε μας Χριστέ, ποιὸς εἶναι ποὺ σὲ κτύπησε; ἔχοντάς του σκεπασμένους μὲ πανὶ τοὺς ὀφθαλμούς.

   Ἐκεῖ ἔφεραν καὶ ψευδομάρτυρες ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν πὼς εἶπε· χαλάσατε, τὸν ναὸν τοῦτον καὶ ἐγὼ εἰς τρεῖς ἡμέρας νὰ τὸν μετακτίσω· καὶ ὅτι τὸν ἑαυτό του ὀνόμασε Υἱὸ τοῦ Θεοῦ· καὶ ὁ Ἀρχιερεὺς τάχα τὴν βλασφημία μὴ ὑποφέροντας ἔσχισε τὸ φόρεμά του πρὸς τὸ μέρος τοῦ στήθους του, καθὼς τότε συνήθιζαν νὰ τὸ κάνουν, ὅταν ἔξαφνα ἄκουγαν κανένα ἀνέλπιστο κακό. Ἔπειτα, ἀφοῦ ξημέρωσε, τὸν πῆγαν καὶ τὸν παρέδωκαν στὸν Πιλᾶτο, μὰ αὐτοί, λέγει, δὲν μπῆκαν στὸ πραιτώριο, δηλαδὴ στὸ κριτήριο, γιὰ νὰ φάγουν τὸ Πάσχα καθαροί· κ’ ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν μπῆκαν μέσα, βγῆκε ἔξω ὁ Πιλᾶτος, καὶ τοὺς ρωτᾶ· ποιὰ κατηγορία ἔχετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; Αὐτοὶ ἀποκρίθηκαν ὅτι ἂν ἴσως τοῦτος δὲν ἦταν ἄνθρωπος κακοποιός, ἐμεῖς δὲν θέλαμε ἔλθει ἐδῶ τόσοι ὅλοι νὰ σοῦ τὸν παραδώσουμε, ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι ταραχοποιὸς καὶ λέγει πὼς εἶναι βασιλιᾶς, καὶ τὸν ἑαυτό του ἔκαμε Υἱὸ Θεοῦ, καὶ ἀνακατώνει τὸν κόσμο, διὰ τοῦτο σοῦ τὸν παραδώσαμε καὶ φωνάζουμε πὼς εἶναι ἄξιος θανάτου.

   Ὁ Πιλᾶτος ἐξετάζοντας τὸν Ἰησοῦ καὶ καταλαβαίνοντας πὼς ἀπ’ τὸν φθόνο τους τὸν παρέδωκαν, τοὺς εἶπε· λάβετέ τον ἐσεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμο σας κρίνατέ τον· ὅτι ἐγὼ κατὰ τοὺς νόμους ἔγκλημα θανάτου δὲν βρίσκω σ’ αὐτόν· μάλιστα, λέγει, τὸν ἔστειλα καὶ στὸν Ἡρώδη τὸν βασιλέα τῆς Γαλιλαίας, ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι ἐδῶ· καὶ οὔτε αὐτὸς ὁ Ἡρώδης αἴτιο θανάτου δὲν βρῆκε σ’ αὐτόν. Λοιπὸν λέγει· νὰ ποὺ εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ δικοῦ σας Πάσχα, καὶ συνήθεια ἐπικράτησε γιὰ τὸ αἰδέσιμο τῆς ἑορτῆς νὰ σᾶς χαρίζω ἕνα ἀπὸ τοὺς καταδίκους ποὺ εἶναι δέσμιοι ὡς κακοποιοί. Στὴν φυλακὴ βρίσκεται τώρα δέσμιος φοβερὸς ληστὴς ὁ Βαραβᾶς· ποιὸν λοιπὸν θέλετε ἀπὸ τοὺς δύο ν’ ἀπολύσω, τὸν Ἰησοῦ ποὺ δὲν ἔκαμε κανένα κακὸ ἢ τὸν Βαραβᾶ, ποὺ γέμισε τὴν Ἰουδαία ἀπὸ ἀνθρώπινα αἵματα; Καὶ κραύγασε ὁ λαὸς ὁ παράνομος· ὄχι τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ τὸν Βαραβᾶ ἀπόλυσον. Καὶ πάλι ὁ Πιλᾶτος· καὶ τὸν Ἰησοῦ τί νὰ τὸν κάμω; -Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν. -Τὸν βασιλέα σας, λέγει, νὰ σταυρώσω; -Δὲν ἔχουμε ἄλλον βασιλέα, ἀποκρίθηκαν, πάρεξ τὸν Καίσαρα· κάθε ἄνθρωπος ποὺ κάνει τὸν ἑαυτό του βασιλιᾶ, ἐναντίος εἶναι τοῦ Καίσαρα. Ἐπειδὴ εἶδαν ὅτι ὡς βλάσφημο δὲν θέλησε νὰ τὸν καταδικάσει σὲ θάνατο, ποὺ φώναξαν ὅτι λέγει πὼς εἶναι Υἱὸς Θεοῦ, γιὰ τοῦτο ἀναφέρουν τὴν κατηγορία στὸν Καίσαρα, γιὰ νὰ μπορέσουν, κἂν μὲ τέτοιας λογῆς κατηγορία, νὰ τελειώσουν τὴν λύσσα τους.

   Γι’ αὐτὸ καὶ βλέποντας ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ περισσότερο φώναζαν· «σταυρωθήτω, σταυρωθήτω», ζήτησε ὕδωρ καὶ νίπτοντας τὰ χέρια του μπροστά τους εἶπε· ἀθῶος ἐγὼ νὰ εἶμαι ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου τούτου· ἐσεῖς νὰ ὄψεσθε. Καὶ ἀποκρίθηκαν οἱ σκύλοι οἱ λυσσασμένοι μὲ μεγάλη φωνὴ λέγοντας· τὸ αἷμα αὐτοῦ, δηλαδὴ τὸ κρίμα τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἂς πέσει ἐπάνω σὲ ἐμᾶς καὶ στὰ παιδιά μας. Κι ἔτσι ἀπέλυσε σ’ αὐτοὺς τὸν Βαραβᾶ τὸν ληστή, τὸν δὲ Ἰησοῦ, καὶ μ’ ὅλο ποὺ ὁμολόγησε ὁ ἴδιος ὅτι ἦταν ἀθῶος καὶ δίκαιος, ὅμως χαριζόμενος στὸν παράνομο λαό, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ ἔδωκε δαρμὸ πολύ, ἔκαμε τὴν ἔγγραφη ἀπόφαση τοῦ θανάτου, παραδίδοντάς τον στὰ χέρια τους δεμένον, διορίζοντας καὶ τὸ εἶδος τοῦ θανάτου νὰ γίνει μὲ σταυρό, ποὺ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐκρίνετο ὁ πλέον ἀτιμώτατος θάνατος. Τὸ ὁποῖο βλέποντας ὁ Ἰούδας ὁ προδότης μεταμεληθεὶς ἔρριψε τὰ ἀργύρια στὸν ναό, καὶ ἀπελθὼν κρεμάσθηκε ἀπὸ ἕνα δένδρο, ἀλλ’ ὅμως δὲν πέθανε ἀμέσως, παρὰ πρήσθηκε τόσο πολὺ πεσμένος κάτω στὴν γῆ, ὥστε ποὺ ἔσπασε στὴν μέση καὶ χύθηκαν τὰ ἐντόσθιά του κι ἔτσι ἀπέρρηξε καὶ τὴν μιαρά του ψυχή.

   Κι ἀφοῦ ἔλαβαν οἱ στρατιῶτες τὸν Ἰησοῦ στὴν ἐξουσία τους τοῦ ἔκαμαν πολλοὺς ἐμπαιγμοὺς πρὸς εὐχαρίστηση τῶν Ἑβραίων, ἔπειτα τοῦ φόρτωσαν στοὺς ὤμους τὸν σταυρό, πάνω στὸν ὁποῖο ἔμελλαν νὰ τὸν σταυρώσουν· καὶ ἀπ’ ἐκεῖ βλέποντάς τον, ὡς φαίνεται, ἀποκαμωμένον ἀπ’ τὰ βάσανα ποὺ τοῦ ἔκαμαν ὅλη τὴν νύκτα, καὶ φοβούμενοι μὴ τελειώσει προτοῦ νὰ τὸν σταυρώσουν κατὰ τὴν ἀπόφαση ποὺ ἔλαβαν, ἐπειδὴ στὸν δρόμο βρῆκαν τὸν Κυρηναῖο Σίμωνα, ἐκεῖνον ἀγγάρευσαν καὶ σήκωσε στὸν ἐπίλοιπο δρόμο τὸν σταυρὸ αὐτοῦ. Καὶ φθάσαντες λοιπὸν σὲ κάποιο τόπο, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα λέγεται Γολγοθᾶς, ἑλληνιστὶ δὲ Κρανίου τόπος, ἐκεῖ τὸν σταύρωσαν· καὶ γιὰ νὰ νομισθεῖ πὼς ὡς κακοῦργος σταυρώθηκε, σταύρωσαν μαζί του καὶ δύο λῃστές, ἕνα ἐκ τῶν δεξιῶν καὶ ἄλλον ἐξ ἀριστερῶν. Ὕστερα οἱ στρατιῶτες μοιράσθηκαν καὶ τὰ φορέματά του, ὄχι ὡς πολύτιμα, ἐπειδὴ ἦσαν εὐτελέστατα, ἀλλὰ πρὸς ἐμπαιγμὸ καὶ καταφρόνηση κάνοντας κάθε ὑπερβολὴ παρανομίας. Καὶ τὸν χιτῶνά του, ἐπειδὴ ἦταν ἄρραφος, δὲν τὸν ἔσχισαν, νὰ πάρει καθένας ἕνα μερίδιο, ἀλλὰ τὸν πῆρε ἕνας βάζοντας κλῆρο.

   Καὶ δὲν ἔκαμαν μόνον αὐτὰ τὰ περιπαίγματα, ἀλλὰ καὶ πάνω στὸν σταυρὸ τὸν μυκτήριζαν λέγοντας· οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν· καὶ πάλι· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· ἂν εἶναι βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, καθὼς ἔλεγε, ἂς κατεβεῖ τώρα ἀπὸ τὸν σταυρὸ καὶ θὰ πιστεύσουμε σὲ αὐτόν. Ὅλα τοῦτα ἐμπαικτικὰ τὰ ἔλεγαν, γιατὶ ἂν τὰ ἔλεγαν ἀληθινά, ἔπρεπε ἀδιστάκτως νὰ πιστεύσουν σὲ αὐτόν· διότι ὄχι μονάχα βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου ἐγνωρίζετο, καὶ τοῦτο φανέρωνε τὸ σκότος ποὺ ἔγινε καὶ βάσταξε τρεῖς ὥρες, ἀπὸ ὥρας ἕκτης τῆς ἡμέρας ἕως ὥρας ἐνάτης, γιὰ νὰ γίνει δηλαδὴ τὸ πάθος σ’ ὅλο τὸν κόσμο κατάδηλο (ὁλοφάνερο). Τοῦτο φανέρωνε καὶ ὁ παγκόσμιος ἐκεῖνος σεισμὸς τῆς γῆς καὶ οἱ πέτρες ποὺ σχίσθηκαν, γιὰ νὰ ἐλέγξουν τῶν Ἰουδαίων τὴν σκληρότητα. Τοῦτο φανέρωνε ἡ ἀνάσταση τῶν πολλῶν σωμάτων ποὺ ἔγινε πρὸς βεβαιότητα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ καὶ πρὸς δήλωση τῆς δυνάμεως τοῦ πάσχοντος. Τοῦτο φανέρωνε καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, ποὺ σχίσθηκε σὲ δύο μέρη ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, δείχνοντας τρόπον τινά, τὸν θυμὸ τοῦ ναοῦ, ἐπειδὴ ἔπασχε ὁ δοξαζόμενος σ’ αὐτόν, καὶ ξεσκέπασε ἐκεῖνα, ποὺ μέχρι τότε ἦταν στοὺς πολλοὺς ἀθεώρητα. Τὰ παράδοξα αὐτὰ βλέποντας καὶ ὁ καλὸς Λογγῖνος ὁ Ἑκατόνταρχος, καὶ μάλιστα τὸν σκοτασμὸ τοῦ ἡλίου, μεγαλοφώνως βόησε· ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστές, ὄντας κακόγνωμος ἔβριζε τὸν Ἰησοῦ· ὁ ἄλλος ὅμως, τὸν ἐμπόδιζε καὶ μὲ σφοδρότητα τὸν ἐπιτιμοῦσε ὡς ἀφοβόθεο, ποὺ βλασφημοῦσε σ’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος τίποτα δὲν ἔσφαλε, καὶ Υἱὸν Θεοῦ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστὸ παρακαλῶντάς τον νὰ τὸν ἐνθυμηθεῖ, ὅταν ἔλθει στὴν Βασιλεία του· στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀποκρινόμενος, ὡς ἀνταμοιβὴ τῆς καλῆς του πίστεως, τοῦ ὑποσχέθηκε τὴν διαγωγὴ (ζωὴ) μαζί Του στὸν Παράδεισο.

   Καὶ κοντὰ σ’ ὅλες τὶς ὕβρεις ἔγραψε ὁ Πιλᾶτος καὶ τίτλο ποὺ ἔλεγε· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· ὁ ὁποῖος δὲν φάνηκε ἀρεστὸς στοὺς Ἰουδαίους καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ γράψει ὄχι ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ὅτι ἐκεῖνος εἶπε ἔτσι. Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκρίθηκε· ὃ γέγραφα, γέγραφα, κι ἔτσι σιώπησαν. Μετὰ ταῦτα, εἶπε ὁ Σωτήρ· διψῶ. Καὶ τότε, ὕσσωπο πικρότατο χόρτο ἀνακάτωσαν μὲ ξύδι, καὶ τοῦτο πρόσφεραν οἱ ἀνηλεεῖς στὴν δίψα του. Καὶ αὐτὸ ὡς ὁλοϋστερινὸ (τελευταῖο) πάθος λαμβάνοντας εἶπε· τετέλεσται· καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα· καὶ τότε ἔγιναν ἀλλεπάλληλα παράδοξα ὅσα ἀνωτέρω ἀναφέραμε. Τέλος πάντων, φεύγοντας ἀπὸ ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἡ Μητέρα Του βρῆκε καιρό, πλησίασε καὶ στεκόταν κοντὰ στὸν σταυρὸ τοῦ γλυκυτάτου της Υἱοῦ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, καὶ ἀκόμα καὶ ὁ Ἰωάννης, ὁ φιλούμενος Μαθητής Του, στὸν ὁποῖο παρέδωκε ὡς ἀκριβὴ παρακαταθήκη τὴν Μητέρα Του. Καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβε αὐτὴν ὁ Μαθητὴς εἰς τὰ ἴδια, καὶ ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὴν φύλαττε.

   Μὴ θέλοντας οἱ Ἰουδαῖοι νὰ μείνουν οἱ κατάδικοι πάνω στὸν σταυρὸ ἕως τὴν αὐριανὴ ἡμέρα, ἐπειδὴ ἄρχιζαν τὰ ἄζυμα ἐκεῖνο τὸ Σάββατο καὶ τὴν εἶχαν γιὰ μεγάλη ἡμέρα, παρακάλεσαν τὸν Πιλᾶτο νὰ τοὺς δώσει ἄδεια νὰ ἐπιταχύνουν τὸν θάνατο στοὺς σταυρωμένους, μὲ τὸ νὰ συντρίψουν τὰ σκέλη τους καὶ νὰ τοὺς κατεβάσουν ἀπὸ τοὺς σταυρούς. Κι ἔτσι, ἐπειδὴ τοὺς δύο ληστὲς τοὺς βρῆκαν ἀκόμη ζωντανούς, σύντριψαν τὰ σκέλη τους· στὸν δὲ Ἰησοῦ ἐλθόντες, ἐπειδὴ τὸν βρῆκαν ἤδη πεθαμένο, δὲν σύντριψαν τὰ σκέλη Του, καθὼς καὶ ἦταν προφητευμένο· ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται ἀπ’ αὐτοῦ, ἀλλ’ ἕνας ἀπάνθρωπος στρατιώτης τὸν λόγχευσε στὴν πλευρά, κάνοντας χάρη στοὺς ἀγνώμονες Ἰουδαίους, κ’ εὐθὺς χύθηκε πρὸς τὰ ἔξω μέσα ἀπ’ τὸ νεκρὸ σῶμα (ὦ μέγα θαῦμα!) αἷμα καὶ ὕδωρ, τὸ μὲν αἷμα γιὰ τὴν μετάληψη τῶν θείων ἁγιασμάτων, τὸ δὲ ὕδωρ γιὰ τὸ βάπτισμα, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ διπλῆ βρύση, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, βαστᾶ καὶ συστήνει ἀληθινὰ τὸ δικό μας μυστήριο. Αὐτὰ εἶδε καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ μαρτύρησε καὶ ἀληθινὴ εἶναι ἡ μαρτυρία του, γιατὶ καὶ παρὼν ἦταν σὲ ὅλα καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔβλεπε ἔγραφε· καὶ ἂν ἤθελε νὰ πλάθει ψέματα, δὲν θὰ συνέγγραφε ἐκεῖνα ποὺ φαίνονται πὼς προξενοῦν ἀτιμία τοῦ διδασκάλου του.

   Γιὰ τοῦτον τὸν θεῖο Ἰωάννη λέγουν ὅτι ἐπειδὴ ἦταν παρών, ὅταν λογχεύθηκε ἡ θεία πλευρά, δέχθηκε μέσα σὲ κάποιο ἀγγεῖο τὸ θεῖο καὶ ὑπεράγιο Αἷμα, τὸ ἐκχυθὲν ἀπὸ τὴν λογχευθεῖσα ζωήρυτο πλευρά. Ἀφοῦ αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔγιναν καὶ ἡ ἑσπέρα ἤδη ἔφθασε, ὁ Ἰωσὴφ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, μαθητὴς κι αὐτὸς πρῶτα, κρυμμένος ὅμως καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, τόλμησε καὶ βγῆκε καὶ πῆγε στὸν Πιλᾶτο καὶ ζήτησε τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσει. Καὶ λαμβάνοντας τὴν ἄδεια κατέβασε ἀπὸ τὸν σταυρὸ μὲ ὅλη τὴν εὐλάβεια τὸ Θεῖο Σῶμα· καὶ συνάμα ἦλθε καὶ ὁ Νικόδημος φέρνοντας μῖγμα ἀπὸ σμύρνα καὶ ἀλόη, καὶ μαζὶ τυλίξανε τὸ Σῶμα μὲ σινδόνα καθαρὴ καὶ μὲ ἐκεῖνο τὸ μῖγμα, τὸ ἐνταφίασαν στὸ μνημεῖο, ποὺ εἶχε σκαλισμένο ἀπὸ πέτρα γιὰ λόγου του ὁ Ἰωσήφ, στὸ ὁποῖο ἄλλος πρωτύτερα δὲν εἶχε ταφεῖ, καὶ τοῦτο κατὰ θεία οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν νὰ λέγουν ὕστερα οἱ ἐχθροὶ ὅτι ἄλλος ἀναστήθηκε καὶ ὄχι ὁ Χριστός. Καὶ στὸ στόμα τοῦ τάφου ἔβαλαν γιὰ σκέπασμα ἕνα μεγάλο λίθο καὶ ἀναχώρησαν.

   Ἐπὶ τούτῳ δὲ ὁ θεῖος Ἰωάννης καὶ Εὐαγγελιστὴς ἀνέφερε τὴν σμύρνα καὶ τὴν ἀλόη, μὲ τὸ νὰ εἶναι φυσικὰ πολὺ κολλητικά, γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ λέγουν οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἀναστάσεως πὼς τὸν ἔκλεψαν οἱ Μαθητές του, καθὼς καὶ διαφήμησαν τέτοιο ψεῦδος ὁλοφάνερο· ἐπειδὴ βρέθηκαν μέσα στὸν τάφο μονάχα ἡ σινδόνα καὶ τὸ σουδάριο, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦσαν οὔτε εἶχαν τόση ἄδεια καὶ ἀφοβία ὥστε νὰ κάθονται νὰ τὰ ξεκολλοῦν καὶ νὰ τ’ ἀφήσουν ἐκεῖ μέσα ἐκεῖνοι ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν κλέψουν, -καθὼς αὐτοὶ συκοφάντησαν-, ἀλλὰ δὲν ἤξεραν οἱ ἀνόητοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔπλασαν τὸ ψεῦδος τοῦτο πὼς κατ’ οἰκονομία Θεοῦ ἔμεινε μέσα στὸν τάφο ὁ ἔλεγχος τῆς συκοφαντίας τους. Αὐτὰ ὅλα ποὺ ἔγιναν στὸν καιρὸ τῆς Παρασκευῆς, θέσπισαν οἱ θεοφόροι Πατέρες νὰ τὰ ἀνακαινίζουμε μὲ τὴν ἱερὴ ἐνθύμηση κατ’ ἔτος, ὑμνοῦντες καὶ δοξάζοντες τὸν ταῦτα πάντα ὑπὲρ ἡμῶν παθόντα Κύριο διὰ τὴν ἄκρα αὐτοῦ ἀγαθότητα.

   Πρέπει ὅμως νὰ ξέρουμε καὶ κατὰ μέρος, γιατὶ καὶ πῶς καθ’ ἕνα ἀπὸ τὰ θεῖα Πάθη ἔγιναν· δηλαδὴ στὴν ἕκτη ἡμέρα τῆς Ἑβδομάδος, δηλαδὴ τὴν Παρασκευή, σταυρώθηκε ὁ Κύριος, διότι καὶ στὴν ἕκτη ἡμέρα τῆς Ἑβδομάδος τὸ κατ’ ἀρχὰς πλάσθηκε ὁ Ἀδάμ, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, καὶ πάλι στὴν ἕκτη ὥρα καρφώθηκε στὸν σταυρό· διότι κατ’ αὐτὴ τὴν ὥρα, καθὼς λέγουν, καὶ ὁ Ἀδὰμ ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ ἔλαβε τὸν ἐμποδισμένο καρπὸ καὶ ἔφαγε καὶ ἀπέθανε· σὲ κῆπο σταυρώθηκε, διότι καὶ ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο παρέβηκε τὴν ἐντολή· ἡ πικρὴ γεύση, τὴν γεύση τοῦ Ἀδὰμ θεράπευσε· ὁ σταυρός, τὸ ξύλο τὸ ἐν τῷ Παραδείσῳ· ἡ νυγεῖσα πλευρὰ ποὺ ἐπήγασε τὴν σωτηρία, εἰκόνιζε τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ, ἀπ’ὅπου προῆλθε ἡ Εὔα, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ ἡ παράβαση· ἡ λόγχη, εἰκονίζει τὴν φλογίνη ρομφαία· τὸ ἐκ τῆς πλευρᾶς ὕδωρ, εἰκόνα στάθηκε τοῦ βαπτίσματος· τὸ αἷμα καὶ ὁ κάλαμος, σήμαιναν ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Βασιλεύς, χάρισε σ’ ἐμᾶς τὴν ἀρχαία πατρίδα (τὸν Παράδεισο) μὲ ἐρυθρὰ (αἱμάτινα) γράμματα· καί, Κρανίου τόπος λεγόταν ἐκεῖνο τὸ μέρος ποὺ ἔπηξαν τὸν σταυρό, διότι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ξεχώσθηκε ἀπ’ τὴν γῆ ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἀδὰμ καὶ φαινόταν σὰν ἕνα κόκκαλο μόνο γυμνό. Γι’ αὐτὸ ὁ Σολομὼν τιμῶντας αὐτὸ ὡς τὸ κρανίο τοῦ προπάτορος πρόσταξε τὸν λαὸ καὶ τὸ σκέπασαν μὲ πέτρες πολλές, κι ἀπὸ τότε ὀνομαζόταν, ἑβραϊστὶ μὲν Γολγοθᾶς, ἑλληνιστὶ δὲ Κρανίου τόπος. Ὅμως κάποιοι ἀπ’ τοὺς ἔγκριτους Ἁγίους Πατέρες λέγουν ὅτι εἶχαν ἐκ παραδόσεως ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ Ἀδὰμ ἐκεῖ ἐτάφη ἀπὸ Ἅγιο Ἄγγελο. Λοιπόν, κατὰ λόγον καὶ ἡ κεφαλὴ πάντων, ὁ Χριστός, ἐκεῖ σταυρώθηκε καὶ ὁ ἐκεῖ θαμμένος παλαιὸς Ἀδὰμ βαπτίσθηκε καὶ ἁγιάσθηκε ἀπὸ τὸ χυθὲν ἐπάνω του Θεῖο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅπου τὸ πτῶμα ἐκεῖ καὶ ὁ οὐράνιος ἀετὸς ἐπέστη (ἦρθε) ὁ Χριστὸς ὁ αἰώνιος Βασιλεύς, ὁ νέος Ἀδάμ, τὸν παλαιό, τὸν διὰ ξύλου πεσόντα, διὰ ξύλου τοῦ σταυροῦ ἰώμενος.


Τῇ ὑπερφυεῖ καὶ περὶ ἡμᾶς παναπείρῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἁμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 452-460. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευὴ καὶ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ΄.

 

τε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο· καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν Δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν, τὴν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἁγαθός, Κύριε δόξα σοι.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Αὐτόμελον.

 

Τὸν δι’ ἡμᾶς σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ Σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.