Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Τὸ Χούϊ




Τὸ Χούϊ

 


Τὰ ροῦχά του δὲν μπορεῖ πιὰ ἀπάνω του νὰ δέσῃ

γίνηκε σἂν φουρνόξυλο κι’ ἐδῶ κι’ ἐκεῖ νὰ πέσῃ.

Πάει πέντ - ἕξη βήματα κι’ εὐθὺς ἀμέσως στέκει

καὶ ἄλλα τόσα προχωρεῖ γιὰ νὰ σταθῇ παρέκει.

Ἕνα σκαλάκι ν’ ἀνεβῇ μονάχος του διστάζει

κι’ ὑπόκοφα· «βοηθῆστε με, μωρὲ παιδιὰ φωνάζει».

Ὅποιος τὸν ἰδῇ θὰ πῆ: «αὐτὸς ’μπροστὰ βλέπει τὸ Χάρο

ὁποὺ τοῦ λέει· «σύντεκνε, ἦρθα γιὰ νὰ σὲ πάρω».

Λὲς πὼς θὰ τοὔβγῃ ἡ πνοὴ τὸ στόμα σἂν ἀνοίξῃ

ἡ γῆς σφιχτὰ τὸν ἔπιασε καὶ νά, θὰ τὸν τραβήξῃ.

- Μὰ τὸ κακὸ τὸ χούϊ του δὲν τοῦ εὐγῆκ’ ἀκόμα

καὶ φαίνεται δὲν θὰ τοῦ βγῇ καὶ ὅταν μπῆ στὸ χῶμα.

Ἀπ’ τὰ κακὰ τὰ χούγια μας ἡ Χάρις ἂν δὲν σώσῃ

ὁ Ἅδης καὶ ὁ θάνατος θὰ μᾶς τὰ δυναμώσῃ.

Ἀπ’ τὰ κακὰ «τὰ φυσικὰ» ἀπ’ τὰ κακὰ τὰ πάθη

Σὺ τῶν καρδιῶν μας, Κύριε, καθάρισε τὰ βάθη.

 


Τὰ ποιήματα τοῦ καλόγερου». Τόμος Β΄, Ἀθῆναι 1973. σελ. 87.)