Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τρίτη




Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τρίτη


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Τρίτη μεγίστη παρθένους δέκα φέρει,

νίκην φερούσας ἀδεκάστου Δεσπότου.


   Ἁγία καὶ Μεγάλη Τρίτη, ὑπόθεση ἔχει καθ’ αὐτὸ τὴν παραβολὴ τῶν δέκα Παρθένων, ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος ἀναβαίνοντας στὰ Ἱεροσόλυμα κι’ ἐρχόμενος στὸ πάθος ἔλεγε στοὺς Μαθητές Του αὐτὲς τὶς παραβολές, μερικὲς δὲ καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἀποβλέποντας τὶς ἔλεγε.

   Τὴν παραβολὴ δὲ τῶν δέκα Παρθένων ἔλεγε  παρακινῶντας σὲ ἐλεημοσύνη, διδάσκοντας συγχρόνως καὶ πρὶν μᾶς φθάσει τὸ τέλος τοῦ θανάτου νὰ εἴμασθε ἕτοιμοι. Διότι περὶ παρθενίας καὶ περὶ εὐνούχων πολλὰ δίδαξε καὶ πολλὴ δόξα ἔχει ἡ παρθενία. Καὶ πράγματι μέγα κατόρθωμα εἶναι ἡ παρθενία, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ τύχει καὶ κανένας τὴν ἀρετὴ αὐτὴ κατορθώνοντας ἤθελε ἀμελήσει τὶς ἄλλες ἀρετὲς καὶ μάλιστα τὴν ἐλεημοσύνη, μὲ τὴν ὁποία λάμπει τῆς παρθενίας ἡ λαμπάδα, διὰ τοῦτο τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο μᾶς προβάλλει τὴν παραβολὴ αὐτή, καὶ τὶς μὲν πέντε παρθένους, φρόνιμες ἀνακηρύττει, ἐπειδὴ κοντὰ στὸ καλὸ τῆς παρθενίας φρόντισαν καὶ εἶχαν πολὺ καὶ πλουσιοπάροχο καὶ τὸ ἔλαιο τῆς ἐλεημοσύνης· τὶς δέ, ἄλλες πέντε παρθένους ὀνόμασε μωρές, ἐπειδὴ εἶχαν μὲν καὶ αὐτὲς τὸ κατόρθωμα τῆς παρθενίας, ὅμως ἐλεημοσύνη δὲν εἶχαν ἱκανὴ καὶ ὅση ἔπρεπε νὰ ἔχουν· καὶ γιὰ τοῦτο τὶς ὀνόμασε μωρές, δηλαδὴ ἀνόητες, ἐπειδὴ τὸ μεγαλώτατο καὶ δυσκολώτατο ἔργο εἶχαν κατορθώσει, τὸ δὲ μικρότερο καὶ εὐκολώτερο, δηλαδὴ τὴν ἐλεημοσύνη, κατεφρόνησαν· καὶ δὲν εἶχαν διαφορὰ ἀπὸ τὶς πόρνες, διότι οἱ μὲν πόρνες νικῶνται ἀπὸ σώματα, αὐτὲς δὲ οἱ ἀνελεήμονες νικήθηκαν ἀπὸ τὰ χρήματα. Καὶ καθὼς πηγαίνει ἡ νύκτα τῆς παρούσης ζωῆς πρὸς τὸ τέλος, ἐνύσταξαν ὅλες οἱ παρθένες καὶ ἐκάθευδον, δηλαδὴ ἀπέθαναν, διότι ὕπνος λέγεται ὁ θάνατος· ἔπειτα στὸ μέσον τῆς νυκτὸς ἀκούσθηκε φωνὴ ποὺ ἔλεγε: ἐγείρεσθε, ἰδοὺ ὁ Νυμφίος, ἐξέλθετε εἰς ἀπάντησιν.

   Τότε οἱ παρθένες ἐκεῖνες, ποὺ εἶχαν πολὺ τὸ ἔλαιο, εὐθὺς ποὺ ἀνοίχθηκαν οἱ θύρες, μπῆκαν στὸν νυμφῶνα ἀντάμα μὲ τὸν νυμφίο. Οἱ δὲ μωρὲς ποὺ δὲν εἶχαν ἀρκετὸ ἔλαιο, ἀφοῦ ξύπνησαν, ζητοῦσαν τὸ ἱκανὸ ἀπὸ τὶς φρόνιμες ὅμως ἐκεῖνες ἤθελαν μὲν νὰ τὶς δώσουν, ὅμως δὲν μποροῦσαν, προτοῦ νὰ εἰσέλθουν· γιὰ τοῦτο καὶ ἀποκρίθηκαν λέγοντας: φοβούμασθε μὴ τύχει καὶ δὲν φθάσει καὶ γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ ἐσᾶς· διὰ τοῦτο πηγαίνετε σ’ ἐκείνους ποὺ τὸ πωλοῦν, δηλαδὴ στοὺς πένητες, καὶ ἀγοράσατε· ἀλλὰ δὲν εἶναι εὔκολο, εἶναι μάλιστα τοῦτο καὶ ἀδύνατον μετὰ θάνατον, καθὼς ὁ Ἀβραὰμ περὶ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου ἀποφάσισε. Ἔτσι λοιπὸν οἱ μωρὲς σκοτεινὲς ἔρχονται καὶ κτυποῦν τὴν πόρτα καὶ φωνάζουν ὡς ἑξῆς: Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. Ὁ δὲ Κύριος αὐτὸς ὁ ἴδιος, τοὺς κάνει ἐκείνη τὴν τρομερὴ ἀπόφαση λέγοντας: οὐκ οἶδα ὑμᾶς· σύρτε μακρυὰ ἀπὸ λόγου μου· ἐγὼ δὲν σᾶς γνωρίζω, ἐπειδὴ προῖκα δὲν ἔχετε τὴν ἐλεημοσύνη.

   Γι’ αὐτὴ λοιπὸν τὴν αἰτία ἡ παραβολὴ αὐτὴ τῶν δέκα Παρθένων διορίσθηκε ὑπὸ τῶν θεοφόρων Πατέρων νὰ ἀναγινώσκεται ἐδῶ, διὰ τῆς ὁποίας διδασκόμασθε πάντοτε νὰ εἴμασθε ξύπνοι καὶ ἕτοιμοι πρὸς τὴν ὑπάντηση (συνάντηση) τοῦ νοητοῦ Νυμφίου τῶν ψυχῶν καὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀγαθὲς πράξεις, ἐξαιρέτως ὅμως μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, διότι ἄδηλη ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα τοῦ τέλους μας. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ἐκεῖνος ποὺ ἴσως κατορθώσει ἕνα πνευματικὸ ἔργο μεγαλώτατο κι ἔπειτα καταφρονεῖ τὰ ἄλλα, καὶ μάλιστα τὴν ἐλεημοσύνη, δὲν ἀξιώνεται νὰ εἰσέλθει μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὴν αἰώνια ἀνάπαυση, ἀλλὰ γυρίζει πίσω μὲ ντροπὴ ἀθεράπευτη, διότι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἄλλο τίποτα πιὸ λυπηρὸ καὶ πιὸ ντροπιασμένο πρᾶγμα ὅπως ἡ παρθενία ποὺ νικᾶται ἀπὸ τῶν χρημάτων τὸν ἔρωτα.


Ἀλλ’ ὦ Νυμφίε Χριστέ, μετὰ τῶν φρονίμων ἡμᾶς συναρίθμησον παρθένων, καὶ τῇ ἐκλεκτῇ σου σύνταξον ποίμνῃ καὶ ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος φιλάνθρωπος. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 438-440. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευή, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ΄.

 

δοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἴνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῆς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

 

Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν…

 

Τὴν ὥραν ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καὶ τὴν ἐκκοπήν, τῆς συκῆς δειλιάσασα, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καὶ κράζουσα· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.