Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

«Χίλια ἔτη, ὡς ἡ ἡμέρα…»





«Χίλια ἔτη, ὡςἡμέρα…»

 


   ταν κάποτε σ᾿ ἕνα Κοινόβιο Μοναστήρι κάποιος Μοναχὸς πολὺ εὐλαβής, φιλόθεος κι ἐκπληρωτὴς τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων.

   Τοῦτος, λοιπόν, ἀκούγοντας τὸν στίχο ποὺ λέγει ὁ Προφητάναξ Δαβίδ: «Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου» Κύριε, «ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε…»1, ἐρεύνησε πολλὲς φορὲς μὲ τὸ νοῦ του αὐτὰ τὰ λόγια, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τὴν ἔννοια. Κι ἐπειδὴ σὲ κεῖνο τὸ Μοναστήρι δὲν ὑπῆρχε κάποιος σοφὸς διδάσκαλος γιὰ νὰ τὸν ρωτήσει, ἔκαμε πρὸς τὸν Κύριο δέηση νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ νόημα τούτου τοῦ στίχου.

   Ἔτσι, συνεχῶς προσευχόμενος, ἄκουσε τὴν δέησή του, ὁ «τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιῶν καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούων»2 Κύριος, καὶ μιὰ μέρα, ἀφοῦ ἀνέγνωσαν τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, καὶ πῆγαν στὰ κελλιά τους ὅλοι οἱ Ἀδελφοί, αὐτὸς ἔμεινε μόνος του στὴν Ἐκκλησία, καὶ προσευχότανε ὡς συνήθως.

   Βλέπει, τότε, ἕναν ἀετὸ ὑπερφυσικὰ ὡραιότατο, ποὺ γύριζε ὅλο τὸν Ναό, καὶ κατὰ διαστήματα τὸν πλησίαζε. Εὐφράνθηκε, σὲ μιὰ τέτοια ὀμορφιά, καὶ δοκίμαζε νὰ τὸν πιάσει. Ὅμως ὁ ἀετὸς λίγο-λίγο ἀπομακρυνόταν κι αὐτὸς τὸν ἀκολουθοῦσε, ὥσπου ἔφτασαν σ᾿ ἕνα δάσος κοντὰ στὸ Μοναστήρι, ἐπειδὴ δὲν πετοῦσε ψηλὰ ὅπως οἱ ἄλλοι ἀετοί, ἀλλὰ σιμᾶ στὴν γῆ, γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθεῖ ὁ Ὅσιος.

   Ἀφοῦ προχώρησαν καὶ μπῆκαν σ᾿ ἕνα τόπο τοῦ δάσους ἀπόκρυφο, ἀρχίζει ὁ ἀετὸς ἕνα ἆσμα τόσο ἡδὺ καὶ γλυκύτατο, ποὺ ἦλθε ὁ Μοναχὸς σὲ θαυμαστὴ ἔκσταση ἀπὸ κεῖνο τὸ κελάϊδισμα, στοχαζόμενος μ᾿ ἀνείπωτη εὐφροσύνη τὴν μελωδία τοῦ Παραδείσου· κι ἀφθαρτώθηκε ἡ σάρκα του μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κι οὔτε τὸ ψῦχος αἰσθανόταν, οὔτε πεῖνα, οὔτε ἄλλη φθορὰ κι ἀνάγκη τοῦ σώματος, μονάχα στεκόταν σ᾿ αὐτὴ τὴν θεία ἀλλοίωση, σὰν νὰ ἦταν κάπου στὸν Παράδεισο, κι ἄκουγε τὴν ἀγγελικὴ ὑμνωδία τοῦ ἀετοῦ…

 

   Μετὰ ἀπὸ ὥρα, ὁ Ἄγγελος ποὖχε φανεῖ ὡς ἀετός, ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς, καὶ ὁ Μοναχὸς ξανάγινε ὅπως ἦταν πρῶτα ὁ ἑαυτός του, καὶ κίνησε γιὰ τὸ Μοναστήρι του νομίζοντας ὅτι  μόνο μιὰ ὥρα ἔλειψε ἀπὸ κεῖ.

   Ὅταν ἔφθασε στὴν Μονή, τὸν ρώτησε ὁ θυρωρὸς ἀπὸ ποῦ ἦταν. Ἐκεῖνος θαύμασε πῶς δὲν τὸν γνωρίζει, καὶ τοῦ λέει:

   - Ἐγὼ εἶμαι ὁ τάδε ὁ Βηματάρης3, δὲν μὲ ξέρεις;

   Ὁ πορτάρης ὑπέθεσε πὼς ἦταν κάποιος σχιζοφρενής, καὶ τοῦ εἶπε:

   - Τράβα στὸν δρόμο σου, καὶ μεῖς ἔχουμε βηματάρη· ἐσένα δὲν σ᾿ εἶδα ἄλλη φορά, οὔτε μπῆκες ποτὲ σὲ τοῦτο τὸ Μοναστήρι.

   Ὁ εὐλαβὴς Μοναχὸς παραξενεύτηκε, ἀπόρησε κι ἄρχισε νὰ τοῦ περιγράφει ὅλες τὶς τάξεις τοῦ Κοινοβίου, καὶ τῶν Πατέρων τὰ ὀνόματα· ὕστερα πήγανε στὸν Ἡγούμενο, καὶ συνάχθηκαν ὅλοι οἱ Μοναχοί, μὰ δὲν ἀναγνώρισε στὰ πρόσωπά τους κανέναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἤξερε, καὶ μ᾿ ἔκπληξη τοὺς εἶπε:

   - Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι Ἀδελφοί, πῶς ἔγινε τέτοια ἀλλαγὴ γιὰ μιὰ ὥρα ποὺ ἔλειψα ἀπὸ κοντά σας· ν᾿ ἀλλάξει ἡ μορφή σας, νὰ μὴ γνωρίζω κανένα, οὔτε σεῖς ἐμένα· Μάρτυς μου ὁ Κύριος, θαρρῶ πὼς δὲν πέρασε μιὰ ὥρα ποῦ βγῆκα ἀπ᾿ τὸ Μοναστήρι ἀφοῦ διαβάσαμε τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, καὶ ἦταν Ἡγούμενος ὁ τάδε, οἱ γέροντες οἱ δεῖνα, καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, τοὺς ὁποίους καὶ ἀνέφερε ὀνομαστικῶς.

 

   Ὁ Προεστώς, λοιπόν, ἔψαξε τὸ βιβλίο ποὺ εἴχανε γραμμένα τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν Ἀδελφῶν, καὶ διαπίστωσε ὅτι οἱ Μοναχοὶ αὐτοὶ ἔζησαν καὶ ὑπῆρξαν στὸ Μοναστήρι αὐτὸ πρὶν ἀπὸ τριακόσια χρόνια!

   Τότε τὸν ἐξέτασε τὶ ἄνθρωπος ἦταν, καὶ ποιὲς ἀρετὲς κατόρθωσε· γιὰ νὰ γνωρίσουν, πῶς ἀξιώθηκε παρὰ τοῦ Θεοῦ μιᾶς τόσο μεγάλης χάριτος.

   Ἐκεῖνος ἀπάντησε:

   - Δὲν ξέρω νἄχω τοῦ λόγου μου καμμιὰ ἀρετή· μονάχα, ποὺ πάντοτε εἶχα ὑπακοὴ πρὸς τοὺς Προεστῶτες4, καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς Ἀδελφοὺς εἶχα τέλεια ἀγάπη κι οὐδέποτε τοὺς σκανδάλισα. Ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὰ ὅμως, ἔχω πολὺν πόθο κ᾿ εὐλάβεια στὴν Πανάμωμη Δέσποινα, καὶ καθημερινὰ διαβάζω τοὺς εἰκοσιτέσσερις Οἴκους Της.

 

   Ἔπειτα τοὺς διηγήθηκε καταλεπτῶς τὴν ὑπόθεση μὲ τὸν ἀετό.

   Ὅταν τ᾿ ἄκουσαν ἐκεῖνοι, κατάλαβαν τὶ εἶχε συμβεῖ, καὶ κλάψανε ἀπὸ χαρὰ καὶ συγκίνηση. Τὸν ἀσπάσθηκαν ὅλοι, καὶ τὸν κύτταζαν σὰν οὐράνιο, κι ὄχι ἐπίγειο, πλάσμα, διότι τὰ λόγια του, στ᾿ ἀλήθεια, τοὺς φαινόντουσαν θεϊκὰ καὶ ὄχι ἀνθρώπινα…

   Τοῦ λέγει ὁ Ἡγούμενος:

   - Δόξασε τὸν Παντοδύναμο Θεό, ποὺ σὲ ἀξίωσε μιᾶς τέτοιας θαυμάσιας ἐκστάσεως, ποὺ δὲν τὴν εἶδε κατὰ τέτοιον τρόπο κανεὶς ἄλλος σὲ τοῦτον τὸν πρόσκαιρο καὶ μάταιο κόσμο, κι ἔτσι κατάλαβες ἔμπρακτα ἕνα μικρὸ μέρος ἀπὸ κείνη τὴν οὐράνια μελωδία κι ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση! Καὶ γνώριζε, ὅτι τριακόσια χρόνια ἤσουν σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔκσταση, καὶ σοῦ φάνηκε σὰν μιὰ ὥρα! Τόση πολλὴ χαρὰ κι εὐφροσύνη θἄχουν νὰ αἰσθάνονται οἱ Ἅγιοι στὸν Παράδεισο ἀπὸ κείνη τὴν μακαρία ἀπόλαυση τῆς Παναγίας καὶ ζωαρχικῆς Τριάδος, ποὺ θὰ τοὺς φαίνονται τὰ χίλια χρόνια ὅπως ἀκριβῶς μιὰ μέρα, κατὰ τὸ ρητὸ τοῦ Δαβὶδ ποὺ εἶχες πόθο νὰ μάθεις τὶ ἐννοοῦσε…

 

   Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ Ὅσιος, κατάλαβε τὴν ἀλήθεια, καὶ δόξασε τὸν Κύριο κλαίγοντας μὲ ἀγαλλίαση. Ἔπειτα ζήτησε νὰ κοινωνήσει τὰ Τίμια Δῶρα τοῦ Σωτῆρος μας. Κι ἀφοῦ μετάλαβε τῶν ἀχράντων τοῦ Θεοῦ Μυστηρίων μὲ βαθύτατη εὐλάβεια, εἶπε:

 

   Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν· φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν, καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ.

 

   Καὶ τότε, παρευθὺς παρέδωκε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ!…

 


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)

 

1. Ψαλμ. πθ΄ 4. Δηλαδή: «Χίλια ἔτη τῆς ζωῆς μας, στὰ δικά Σου μάτια Κύριε, εἶναι μία ἡμέρα, ὅπως ἡ χθεσινή, ἡ ὁποία πέρασε.»

2. Πρβλ. Ψαλμ. ρμδ΄ 19.

3. Βηματάρης: Ὁ ὑπεύθυνος μοναχὸς-διακονητὴς γιὰ τὴν φροντίδα καὶ ὑπηρεσία τοῦ Ἁγίου Βήματος.

4. Προεστῶτες, (ἢ Προϊστάμενοι): Εἶναι οἱ γέροντες-μοναχοὶ μιᾶς μονῆς ἢ σκήτης, ποὺ συγκροτοῦν τὸ βασικὸ ὄργανο τῆς ἐσωτερικῆς διοικήσεως (= γεροντικὴ σύναξη, γεροντία, ἢ Ἡγουμενοσυμβούλιο) καὶ ἀποφασίζουν γιὰ ὅλα τὰ θέματα.