Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Πνευματικὴ αὐτάρκεια;




Πνευματικὴ αὐτάρκεια;

 

Τοῦ μακαριστοῦ

Ἀρχιμ. Ἀθηναγόρα Καραμαντζάνη*

 


Ἕνα σύνδρομο τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου

   Δέν πρόκειται γιά τήν χριστιανική ἀρετή, τήν ὁποίαν ἐπαινεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, γράφοντας πρός τόν Τιμόθεο: «ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας, ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. 6, 6-8).

   Πρόκειται περί τοῦ παραπλανητικοῦ αἰσθήματος, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βιώνει μιά φανταστική πληρότητα καί ἐσωτερική ἐπάρκεια καί ἑπομένως δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη οὔτε τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἄλλου ἀνθρώπου.

   Ἡ ψευδαίσθησις αὐτή πλήττει κυρίως τήν ψυχή ἐκείνων, πού ἔτυχε νά διαθέτουν κάποιες γνώσεις ἤ ὡρισμένες διανοητικές καί ἄλλες ἱκανότητες, εἴτε κατέχουν κάποιες θέσεις καί ἀξιώματα κοσμικά ἤ καί ἐκκλησιαστικά, εἴτε καί τήν δῆθεν δύναμι τοῦ ὑλικοῦ πλούτου.

   Διολισθαίνει ἀκόμη -ὡς μή ὤφειλε- καί στήν συνείδησι μερικῶν «πνευματικῶν» ἀνθρώπων, ὡς αὐτοσυνειδησία μιᾶς ὑπεροχῆς ἀπό τούς ἄλλους πιστούς, ἐξ αἰτίας «πολυετῶν ἀγώνων καί πνευματικῶν ἐμπειριῶν».

   Πρόκειται οὐσιαστικά περί μιᾶς νόσου, πού προσβάλλει ὕπουλα τόν ἐσωτερικό μας κόσμο καί μᾶς ἀφαιρεῖ τήν γνῶσι τῆς πραγματικότητος τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων. Περί μιᾶς «κατά φαντασίαν… ὑγείας»!

   Πρόκειται, πράγματι, περί ἑνός συνδρόμου τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς καταναλωτική, μέ ὑπέρ ἐπάρκεια ὑλικῶν, ἀλλά καί πνευματικῶν ἀγαθῶν.

   Ἡ αὐτάρεσκη αὐτή κατάστασις ἔχει φαρισαϊκή ρίζα. Διότι: «Φαρισαῖος σταθεὶς εἰς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. 18, 11). Ἔτσι καί μᾶς, μᾶς κάνει νά ξεχωρίζουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, τούς ὁποίους θεωροῦμε ἐλλιπεῖς (ἅρπαγες, ἄδικους, μοιχούς,… τελῶνες) καί δημιουργεῖ τήν αἴσθησι ὅτι ἀνήκουμε στήν «ἐλίτ» τῶν τελείων καί τῶν κατά πάντα ἀνενδεῶν.

   Ἡ αὐτάρκεια εἶναι ἀφέλεια τοῦ ἀνθρώπου καί φρεναπάτη, ὅτι τά πάντα μέσα του καί γύρω του βαίνουν καλῶς «καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχει» καί ἄς φωνάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· «εἰ γὰρ δοκεῖ τις εἶναί τι, μηδὲν ὤν, ἑαυτὸν φρεναπατᾷ» (Γαλ. 6, 3).

   Τέλειο ψυχογράφημα τοῦ αὐτάρκους μᾶς δίνει ὁ Κύριος στήν Ἀποκάλυψι, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ «Ἀγγέλου» τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Ἐκκλησίας: «Λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω καὶ οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός» (Ἀποκ. 3, 17-18).

   Ἡ αὐτάρκεια εἶναι γέννημα ἀλαζονείας. Κύριο χαρακτηριστικό τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔφθασε νά εἶναι «ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἢ σέβασμα, ὥστε αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ Θεός» (Β΄ Θεσ. 2, 4). Ἔφθασε δηλ. στό σημεῖο νά πιστεύη ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη νά πιστεύη στόν Θεό, διότι ὁ ἴδιος «ἐστὶ θεός», «πρὸ θεοῦ καὶ δίχα θεοῦ» ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες. Ἔχουμε δηλ. τήν ἐπανάληψι τοῦ ἀδαμικοῦ παραπτώματος, τήν «πτῶσι» τοῦ ἀνθρώπου σέ νέα ἔκδοσι.

   Ψάχνοντας κανείς μέσα στή Βίβλο, γιά νά βρῆ τόν ἀντίστοιχο τύπο τοῦ σημερινοῦ αὐτάρκους ἀνθρώπου, θά μποροῦσε νά σταματήση στήν περίπτωσι τοῦ πτωχαλαζόνος ἐκείνου Ἡρώδου, γιά τόν ὁποῖο μᾶς κάνουν λόγο οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

   Ὁ Ἡρώδης «τακτῇ ἡμέρᾳ ἐνδυσάμενος ἐσθῆτα βασιλικὴν καὶ καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐδημηγόρει πρὸς αὐτούς· ὁ δὲ δῆμος ἐπεφώνει, Θεοῦ φωνὴ καὶ οὐκ ἀνθρώπου». Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφή γιά νά δείξη ὅτι ἡ ἑωσφορική ἀλαζονεία τοῦ αὐτοθεοποιημένου ἀνθρώπου, δέν κρατᾶ καί πολύ, στή συνέχεια μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «παραχρῆμα ἐπάταξεν αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἔδωκε τὴν δόξαν τῷ Θεῷ καὶ γενόμενος σκωληκόβρωτος ἐξέψυξεν»!… (Πράξ. 12, 21-23).

   Ἡ «ἀπάτη αὐτή τῶν φρενῶν», ὅταν πλήξη τόν ἄνθρωπο τόν κάνει ἐγωκεντρικό, τοῦ ὑπερτρέφει τό ὑπέρ ἐγώ του, κλειδαμπαρώνοντάς τον στήν ναρκισσευομένη του φαντασία καί ἀνατινάζοντας τίς γέφυρες τῆς ἐπικοινωνίας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἔτσι, τοῦ καλλιεργεῖ τήν ἐσωτερική ἀπομόνωσι καί τήν μοναξιά. Τόν κάνει νά μισῆ τήν ἀλληλοεξάρτησι καί νά μή θέλει τήν ἀλληλοβοήθεια. Λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πολύ σοφά: «Τίποτε δέν ὁδηγεῖ τόσο πολύ στήν ἔπαρσι καί δέν ἀποχωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τούς ἄλλους, ὅσο τό νά νομίζη ὅτι εἶναι αὐτάρκης καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κανένα. Κι ἄν ἀκόμη εἶσαι σοφός, θά ἔχης τήν ἀνάγκη κάποιου ἄλλου. Ἄν ὅμως νομίσεις ὅτι δέν ἔχεις ἀνάγκη, ἔγινες ὁ πιό ἀνόητος καί ὁ πιό ἀδύνατος ἀπό ὅλους. Γιατί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος καί θά στερήση τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε βοήθεια καί στά σφάλματά του κανείς δέν θά βρεθῆ, οὔτε νά τόν διορθώση, οὔτε νά τόν συγχωρήση καί τόν Θεό θά ἐξοργίση μέ τήν ἀλαζονεία του καί πολλά ἁμαρτήματα θά κάνη» (Ὁμιλ. Εἰς Ματθ. ΕΠΕ 9, 318).

   Ἡ αὐτάρκεια δέν ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά ἐρωτᾶ, νά συμβουλεύεται, νά ζητᾶ τοῦ ἄλλου τήν γνώμη. Δέν τοῦ ἀφήνει περιθώρια νά σκεφθῆ μήπως παρουσιάζει ἔλλειμμα γνώσεως, πείρας, ἱκανότητος κλπ. Πιστεύει στήν αὐθεντία του. Ὅταν ἐρωτᾶται, φοβᾶται νά ἀπαντήση: «δέν γνωρίζω» καί προσπαθεῖ νά κρύψη τήν ἄγνοιά του ἤ μέ ἐσφαλμένες ἀπαντήσεις ἤ μέ τό ἀστεῖο: «τό ἤξερα ἀλλά τό ἐλησμόνησα»!… Ἔχει ὅμως συγχρόνως λησμονήσει καί τό σωκρατικό: «ἕν οἶδα ὅτι οὐδεν οἶδα». Καί προπαντός τό Παύλειο: «εἰ δέ τις δοκεῖ εἰδέναι τι, οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε, καθὼς δεῖ γνῶναι» (Α΄ Κορ. 8, 2). Δηλαδή, ἐάν κανείς φαντάζεται ὅτι γνωρίζει κάτι, ἄς ξέρη ὅτι αὐτό ποτέ δέν εἶναι ἔτσι ὅπως τό γνωρίζει, καθότι στόν παρόντα κόσμο «ἐκ μέρους γινώσκομεν» (Α΄ Κορ. 13, 9).

   Ὁ αὐτάρκης δέν ἀρέσκεται στόν διάλογο. Πολύ περισσότερο στόν ἀντίλογο. Προτιμᾶ αὐτάρεσκα τόν μονόλογο. Συγκαταβατικά συνομιλεῖ μέ τούς ἄλλους. Στίς συζητήσεις του δέν «διαπραγματεύεται» τίς ἰδέες καί ἀπόψεις του, γιατί πιστεύει στό «ἀλάθητόν» του. Γι᾿ αὐτό καί δέν δέχεται τήν κριτική, ἔστω καί καλόπιστη! Δέν συζητεῖ γιά νά ἀκούση τόν ἄλλον, γιά νά πάρη κάτι χρήσιμο ἤ καινούργιο ἀπό αὐτόν, ἀλλά γιά νά δώση τίς δικές του σοφίες. Καί ὅταν φαίνεται ὅτι προσέχει τόν συνομιλητή του, τό κάνει γιά νά τόν ἀντικρούση. Εἶναι δύσκολος στό νά ἐπαινῆ τόν ἄλλον, γιατί δέν τοῦ ἀναγνωρίζει κάτι τό ἄξιον θαυμασμοῦ!…

   Ὁ προφήτης Ἡσαΐας ταλανίζει δριμύτατα ὅσους ἐμφοροῦνται ἀπό τό πονηρό αὐτό πνεῦμα καί λέγει: «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες» (Ἡσ. 5, 21). Ὁ δέ θεῖος Χρυσόστομος σχολιάζοντας τό χωρίον παρατηρεῖ: «Δέν εἶναι μικρό καί αὐτό τό ἐλάττωμα, τό νά νομίζη δηλαδή κανείς σοφό τόν ἑαυτό του καί τό νά ἐμπιστεύεται τά πάντα στούς δικούς του λογισμούς. Γιατί καί ἄν ἀκόμη εἶσαι ἀπέραντα σοφός καί ἀντιλαμβάνεσαι ἀμέσως τά πρέποντα, ἀλλά δέν παύεις νά εἶσαι ἄνθρωπος καί ἔχεις ἑπομένως ἀνάγκη συμβούλου. Μόνον ὁ Θεός δέν χρειάζεται σύμβουλο». (Ἕνθ᾿ ἀνωτ.).

   Κατά ταῦτα, εἶναι ἀνάγκη ὁ χριστιανός συνεχῶς νά ἀγωνίζεται κατά τῆς νόσου τῆς αὐταρκείας, πού προσβάλλει τόν νοῦ καί ἐμποδίζει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ νά δράση μέσα του τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα.

   Ἀπό τόν πιστό, ὅσο τέλειος καί ἅγιος καί ἄν εἶναι, δέν πρέπει νά ἀπουσιάζη τό πνεῦμα τῆς «μαθητείας». Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη νά μαθητεύουμε «παρὰ τοὺς πόδας» κάποιου Γαμαλιήλ, ὅπως ὁ Παῦλος (Πράξ. 22, 3). Καί ὅπως, ἔκαναν μεγάλοι ἀσκηταί καί Ὅσιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι διήνυαν ἀποστάσεις, γιά νά συναντήσουν διακριτικό Γέροντα καί νά τόν συμβουλευθοῦν.

   Λαμπρά εἶναι τά παραδείγματα τοῦ Μ. Ἀντωνίου καί τοῦ Μ. Κωνσταντίνου! Εἶναι γνωστό πόση ἀνάγκη αἰσθάνθηκε ὁ καθηγητής τῆς ἐρήμου Μ. Ἀντώνιος, νά συμβουλευθῆ τόν ὑποτακτικό του, τόν ἅγιο Παῦλο τόν ἁπλοῦν, ἄν πρέπει νά δεχθῆ τήν πρόσκλησι τοῦ Αὐτοκράτορος. Ὁ δέ δεύτερος, μέ πόση ταπείνωσι καί αὐτογνωσία, θεώρησε τιμή του νά προσλάβη ὡς σύμβουλό του στά ἀνάκτορα τόν Ἀντώνιο. Γι᾿ αὐτό καί οἱ δύο εἶναι ὄντως μεγάλοι!…

   Ἄς μή λησμονῆται δέ τό γεγονός ὅτι κάποτε εἶναι δυνατόν ὅλοι μας νά δοῦμε κάποιον «δάκτυλο» -σάν τόν Βαλτάσαρ ἐκεῖνον- νά γράφη στόν τοῖχο: «Μανή-θεκέλ-φάρες» δηλ. ἐζυγίσθης καί εὑρέθης ἐλλιπής (Δαν. 5, 25). Προτοῦ λοιπόν νά μᾶς τό γράψη ὁ θεῖος «δάκτυλος», ἄς τό λέμε ἐμεῖς στόν ἑαυτό μας!…

 

* Ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο χριστιανικὸ περιοδικὸ «Λυδία», Ἰανουάριος 2001, σ. 18-19.