Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Ἡ Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος

 



Ἡ Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Ὕδωρ λαβεῖν ἐλθοῦσα τὸ φθαρτόν, γύναι,

Ταὸ ζῶν ἀπαντλεῖς, ᾧ ῥύπους ψυχῆς πλύνεις.


   Τὴν πέμπτη Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα ἐπιτελοῦμε τὴν ἑορτὴ τῆς Σαμαρείτιδος ἐπειδὴ φανερὰ σὲ αὐτὴν ὁ Χριστὸς ὁμολόγησε ἑαυτὸν Μεσσία, ποὺ θέλει νὰ πεῖ ἀλειμμένος· γιατὶ μεσσὰ παρὰ τοὺς Ἑβραίους λέγεται τὸ ἔλαιο, διότι καὶ οἱ βασιλεῖς, καὶ οἱ ἱερεῖς, καὶ οἱ Προφῆτες, μὲ τὸ παρὰ τοῦ Θεοῦ διορισμένο ἔλαιο τῆς σκηνῆς ἀλείφονταν, δηλαδὴ χρίονταν· καὶ χρίσεις, λέγει, τὸν Ἐλισσαιὲ υἱὸν Σαφὰτ ἀντὶ σοῦ εἰς Προφήτην· ὥστε τὰ τρία αὐτὰ ὀνόματα, τὸ Μεσσίας τὸ ἑβραϊκό, καὶ τὰ δύο τὰ ἑλληνικά, δηλαδὴ τὸ Χριστὸς καὶ τὸ ἠλειμμένος, ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ νόημα ἔχουν.

   Διηγεῖται λοιπὸν ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι φεύγοντας ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, καὶ θέλοντας νὰ πάει στὴν Γαλιλαία, ὁ δρόμος τὸν ἔφερνε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Σαμάρεια· καὶ ὅτι περνῶντας πῆγε στὴν πόλη Σιχάρ, τὴν ὁποία ὁ Πατριάρχης Ἰακὼβ ἄφησε ξεχωριστὴ κληρονομιὰ στὸν ἀγαπημένο του γυιὸ τὸν Ἰωσήφ. Στὴν ὁποία ἦταν καὶ πηγάδι παλαιόθεν ἀνοιγμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰακώβ· καὶ ἐκεῖ κάθισε, γιὰ ν’ ἀναπαυθεῖ ἀπ’ τὸν κόπο τοῦ δρόμου, καὶ τὸ κυριώτερο γιὰ νὰ κάμει τὸ θαυμαστὸ κυνήγι ποὺ ἔκαμε. Διότι ἐκεῖ ποὺ καθόταν μόνος (ἐπειδὴ οἱ Μαθητὲς πῆγαν στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τροφές), ἰδοὺ καὶ ἔρχεται ἀπὸ τὴν Σαμάρεια μία γυναῖκα γιὰ νὰ πάρει νερό. Ὁ Ἰησοῦς ζήτησε ἀπὸ αὐτὴ νὰ τοῦ δώσει νερὸ νὰ πιεῖ· ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε· καὶ πῶς ἐσὺ Ἰουδαῖος ὄντας, ζητεῖς ἀπὸ ἐμένα νερὸ νὰ πιεῖς, ποὺ ἐγὼ εἶμαι γυναῖκα Σαμαρεῖτις; Διότι, λέγει, τοὺς Σαμαρεῖτες οἱ Ἰουδαῖοι ὡς βδελυκτοὺς τοὺς ἀποστρέφονται. Καὶ πρέπει νὰ ποῦμε τὴν αἰτία γιατὶ ἔτσι τοὺς στοχάζονται, ἂν καὶ ἴσως θὰ βγοῦμε καμπόσο ἔξω ἀπὸ τὸ κυρίως θέμα μας.

   Ἀπ’ ἀρχῆς οἱ Ἑβραῖοι ποὺ κατοικοῦσαν τοὺς τόπους τῆς Σαμαρείας δὲν ὀνομάζονταν Σαμαρεῖτες, ἀλλὰ Ἰσραηλῖτες· κι ἐπειδὴ σὲ εἰδωλολατρίες καὶ ἄλλες παρανομίες ἐξέκλιναν, παραχώρησε ὁ Θεὸς καὶ ἦλθε τὸ ἔθνος τῶν Ἀσσυρίων καὶ τοὺς σήκωσε σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις καὶ τοὺς μετέστησε στοὺς δικούς τους τόπους. Ἔπειτα ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων, γιὰ νὰ μὴ μένει ἀδούλευτη ἡ γῆ, ἔστειλε ἀπὸ ἐκεῖ ἀπ’ τοὺς ἐθνικοὺς νὰ κατοικήσουν στοὺς τόπους τῶν Ἰσραηλιτῶν· τούτους μὲ θεία παραχώρηση κατάτρωγαν οἱ λέοντες καὶ ἄλλα θηρία καὶ τοὺς ἀφάνιζαν. Τοῦτα μαθαίνοντας ὁ βασιλεὺς ζητοῦσε νὰ μάθει ποιὸ εἶναι τὸ αἴτιο. Οἱ ἐκεῖ Ἰσραηλῖτες τοῦ ἀποκρίθηκαν ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴ γνωρίζουν τὸν Θεὸ τοῦ τόπου παθαίνουν τήν φθορὰ αὐτή. Ἔτσι ἔστειλε ἀπὸ ἐκεῖ ἕνα ἱερέα νὰ τοὺς διδάξει τὸ κρίμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Δέχθηκαν λοιπὸν τὴν περιτομὴ καὶ μόνα τὰ πέντε βιβλία τοῦ Μωϋσέως, ἐνῶ τὶς ὑπόλοιπες Γραφὲς ὄχι. Οἱ Ἑβραῖοι λοιπόν, ποὺ κατάγονταν ἀπ’ τὸ γένος τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν γύρισαν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία, δὲν τοὺς δέχθηκαν τούτους ὡς ἀδελφούς, γιὰ τὴν ἀλλοτριότητα τοῦ γένους καὶ διότι λάτρευαν τὰ εἴδωλά τους, κι ἐπειδὴ δὲν δέχονταν ὅλες τὶς Ἁγίες Γραφές. Κι ἀπὸ τότε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τοὺς ἀπέφευγαν ὡς μιαρούς, καὶ ὅπως λέγει ρητῶς· οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.

   Τοῦτο λοιπὸν ξέροντας ἡ γυναῖκα, μὲ ἀπορία ρώτησε· πῶς Ἰουδαῖος ὄντας, ζήτησε ἀπὸ ἐκείνη νερό, ποὺ ἦταν Σαμαρείτιδα. Ὁ δὲ Κύριος ἀποκριθεὶς τῆς εἶπε ὅτι ἂν ἤξερε μὲ ποιὸν ὁμιλεῖ, ἐκείνη μᾶλλον θὰ ἤθελε νὰ ζητήσει ἀπὸ αὐτὸν νὰ τῆς δώσει ὕδωρ ζῶν (μὲ τὸ ὁποῖο ἐννοοῦσε τὴν Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος), ποὺ ὅποιος τὸ πιεῖ δὲν διψάει πλέον εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ γίνεται σὲ αὐτὸν πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου (ποὺ ἀναβλύζει πάντοτε). Ἡ γυναῖκα ὅταν ἄκουσε τὰ ἐγκώμια ἐκεῖνα τὰ θαυμαστὰ τοῦ νοητοῦ ἐκείνου ὕδατος, καὶ νομίζοντας ὅτι ἔλεγε γιὰ αἰσθητὸ ὕδωρ, Κύριε, ἀποκρίθηκε, δός μου τὸ ὕδωρ αὐτὸ ποὺ λέγεις, γιὰ νὰ μὴ διψῶ πλέον στὸ ἑξῆς, μηδὲ νὰ ἔρχομαι πλέον ἐδῶ νὰ ἀντλῶΠήγαινε νὰ φωνάξεις τὸν ἄνδρα σου, τῆς εἶπε ὁ Χριστός, καὶ ἔλα ἐδῶ. Ἡ γυναῖκα ἀποκρίθηκε πῶς δὲν ἔχει ἄνδρα· καὶ ὁ Κύριος τῆς λέγει· καλῶς εἶπες, πὼς δὲν ἔχεις ἄνδρα, γιατὶ ἀφοῦ πῆρες πέντε, τοῦτος ποὺ τώρα ἔχεις, ἄνδρας σου δὲν εἶναι. Καὶ τοῦτα ἀνέλπιστα ὅταν ἄκουσε ἀπὸ ἕνα ξένο ἄνθρωπο ἐξεπλάγη, καὶ ἀποφάσισε πὼς εἶναι χωρὶς ἄλλο Προφήτης· Κύριε, θεωρῶ ὅτι Προφήτης εἶ σύ. Ἔπειτα, ἐπειδὴ περὶ τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ κίνησε λόγο ἡ γυναῖκα, ὁ Χριστὸς τῆς ἀποκρίθηκε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, καὶ ὅσοι προσκυνοῦν τὸν Θεὸ δὲν περιγράφουν σὲ τόπους τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνοῦν τῷ Θεῷ καὶ Πατρί. Στὴν πάνσοφη αὐτὴ διδασκαλία μὴ ἔχοντας τί νὰ ἀποκριθεῖ ἡ γυναῖκα, ξέρω, εἶπε, πὼς ἔρχεται Μεσσίας ὁ λεγόμενος Χριστὸς καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἔλθει, θὰ μᾶς διδάξει τὰ πάντα. Ἀπὸ ποῦ ἡ γυναῖκα ἡ Σαμαρεῖτις ἤξερε πὼς ἔρχεται Μεσσίας; Εἴπαμε ὅτι ἐξ ἀρχῆς τὰ πέντε μόνο βιβλία τοῦ Μωϋσέως δέχθηκαν οἱ Σαμαρεῖτες· τὴν Γένεσι, τὴν Ἔξοδο, τὸ Λευϊτικό, τοὺς Ἀριθμοὺς καὶ τὸ Δευτερονόμιο. Στὸ δέκατο ὄγδοο κεφάλαιο λοιπὸν τοῦ Δευτερονομίου γράφει ὁ Προφήτης Μωϋσῆς λέγοντας· ὅτι Προφήτη ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου, ὡς ἐμέ, ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεός σου· αὐτοῦ ἀκούσεσθε· καὶ πάλι παρακάτω· Προφήτην ἀναστήσω αὐτοῖς, ἐκ μέσου τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν, ὥσπερ σέ, καὶ δώσω τὸ ρῆμά μου, ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ, καὶ λαλήσει αὐτοῖς, καθότι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ· καὶ ἄνθρωπος, ὃς ἂν μὴ ἀκούσῃ τῶν λόγων αὐτοῦ, ὅσα ἂν λαλήσῃ ὁ Προφήτης ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ἐκδικήσω ἐξ αὐτοῦ. Ἐπειδὴ λοιπόν, οἱ Σαμαρεῖτες δέχονταν τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσέως, ἀπὸ ἐκεῖ ἤξεραν καὶ γιὰ τὸν Προφήτη ἐκεῖνον, ποὺ στὸ Δευτερονόμιο προφήτευσε ὁ Μωϋσῆς, τὸν ὁποῖο Μεσσία ὀνόμαζαν, καθὼς ἀπέστειλαν καὶ στὸν Πρόδρομο καὶ τὸν ρωτοῦσαν ἂν αὐτὸς ἦταν ὁ Μεσσίας· καὶ ἀποκρίθηκε ὅτι δὲν ἦταν ἐκεῖνος ὁ προσδοκώμενος Προφήτης, δηλαδὴ ὁ Μεσσίας· καὶ γι’ αὐτὸ καὶ ἡ γυναῖκα εἶπε, ὅτι ἔρχεται Μεσσίας, καὶ ἐκεῖνος θὰ τοὺς διδάξει τὰ πάντα. Καὶ τότε, βλέποντας ὁ Κύριος τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν καλὴ διάθεση τῆς γυναῖκας, ἐγώ, λέγει, εἶμαι ἐκεῖνος ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ, καὶ μὲ τὸν ὁποῖον σὺ ἀξιώθηκες νὰ λαλεῖς. Ταράχθηκαν οἱ λογισμοὶ τῆς γυναῖκας, ὅταν ἄκουσε ξαφνικὰ ὅτι τοῦτος ποὺ λαλεῖ μαζί της εἶναι ἐκεῖνος ὁ προσδοκώμενος τόσους αἰῶνες ἀπὸ τὸ δωδεκάφυλο τοῦ Ἰσραήλ, ὁ κατ’ ἐξοχὴν καλούμενος Προφήτης, ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός. Κι ἔτσι ἔτρεξε στὴν πόλη νὰ γίνει κήρυκας τοῦ τόσο μυριοπόθητου νέου ἀκούσματος, καὶ ἀπὸ τὴν βιασύνη της ἄφησε στὸ πηγάδι τὴν στάμνα της κ’ ἔδραμε λέγοντας· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπο, ποὺ μοῦ εἶπε ὅσα ἔκαμα· καὶ τὶ νὰ λέγω τὰ πολλά, δεῦτε ἴδετε τὸν προσδοκώμενο Μεσσία. Ἀλλὰ γιὰ νὰ παραδράμω ὅσα ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τοὺς Μαθητὲς περὶ τῆς οὐράνιας τροφῆς, ποὺ τὸν παρακινοῦσαν γιὰ νὰ φάει, διηγεῖται ἀκολούθως ὁ θεῖος Εὐαγγελιστὴς ὅτι ὅταν ἄκουσαν οἱ Σαμαρεῖτες τὸ κήρυγμα τῆς γυναῖκας, ἔτρεξαν πλῆθος μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, γιὰ νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν τὸ ξένο θαῦμα· ἀπὸ τοὺς ὁποίους πλῆθος πολὺ πίστευσαν σὲ αὐτὸν καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ μείνει καμπόσο μ’ αὐτούς, κι ἔμεινε ὁ φιλάνθρωπος Κύριος μὲ αὐτοὺς δύο ἡμέρες, καὶ ἀκούγοντας καὶ βλέποντας τὰ θαυμάσια ποὺ ἔκανε στὶς δύο ἡμέρες, πίστευσαν ἀκόμα πολλοὶ περισσότεροι, ὁμολογῶντας καὶ κηρύττοντας αὐτὸν Χριστὸν καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου.

   Αὐτὴ τὴν Σαμαρείτιδα ὀνόμασε ὁ Χριστὸς ὕστερα Φωτεινή, ἡ ὁποία καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτύρησε ἐπὶ τοῦ Νέρωνος μαζὶ μὲ τοὺς ἑπτὰ γυιούς της, ἀθλήσασα μὲ πολλὰ καὶ ποικίλα σκληρότατα καὶ πικρότατα βασανιστήρια.

   Ἂς ἀναφέρουμε καὶ τοῦτο ὡς εἴδηση, ὅτι τὸ στόμα ἐκείνου τοῦ πηγαδιοῦ, ὁ βασιλεὺς Ἰουστιανιανὸς τὸ ἔφερε μὲ τιμὴ ἀπ’ τὴν Σαμάρεια στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν μέγα ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, καὶ τὸ ἔβαλε ἐπάνω στὸ φρέαρ, ποὺ ἦταν ἔξω στὸν νάρθηκα. Ἐπίσης, ἔφερε καὶ τὸν λίθο ἐκεῖνο, ἐπάνω στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς καθήμενος συνομιλοῦσε μὲ τὴν Σαμαρείτιδα, καὶ ἦσαν θεραπευτικὰ παντοίων νόσων καὶ παθῶν.


Ταῖς τῆς σῆς Μάρτυρος Φωτεινῆς πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 5ος, σελ. 403-408. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευήὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 


Ἀπολυτίκιον Άναστάσιμον. Ἦχος δ΄.

 

Τὸ φαιδρὸν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα, ἐκ τοῦ Ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου Μαθήτριαι, καὶ τὴν προγονικὴν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι, τοῖς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον· Ἐσκύλευται ὁ θάνατος, ἠγέρθη Χριστὸς ὁ Θεός, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

 

Καὶ τὸ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἦχος πλ. δ΄.

 

Μεσούσης τῆς Ἑορτῆς, διψῶσαν μου τὴν ψυχήν, εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι Σωτὴρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.

 

Ἀπολυτίκιον τῆς Ἁγ. Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος.

Ἦχος δ΄. Ταχὺ πρακατάλαβε…

 

Τὸ ὕδωρ ὡς ἤντλησας, τῆς αἰωνίου ζωῆς, εὑροῦσα καθήμενον, παρὰ τὸ φρέαρ σεμνή, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, λόγοις σου θεηγόροις, καὶ ἐν ἄθλοις ἀνδρείοις, ᾔσχυνας τὴν ἀπάτην, Ἰσαπόστολε Μάρτυς· διό σε Ἀθληφόρε Φωτεινή, ὕμνοις γεραίρομεν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Πίστιν Χριστοῦ…

 

Πίστει ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρέατι, ἡ Σαμαρεῖτις ἐθεάσατο, τὸ τῆς σοφίας ὕδωρ σε, ᾧ ποτισθεῖσα δαψιλῶς, βασιλείαν τὴν ἄνωθεν ἐκληρώσατο αἰωνίως ἡ ἀοίδιμος.

 

Μεγαλυνάριον.

 

Χαίροις Ἰσαπόστολε Φωτεινή, ἡ ἐκ Σαμαρείας, ἀνατείλασα, ὡς ἀστήρ· χαίροις ἡ τοῖς ρείθροις, τοῦ νάματος τοῦ θείου, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, κόσμον εὐφράνασα.