Σάββατο 21 Μαΐου 2022

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ




ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΥΡΙΑΚΗΣ τῆς ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

(Ἰωάν. δ΄ 5 – 42)


   «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·

   ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.

   ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν·

   οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.

   λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.

   ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.

   λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;

   μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;

   ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·

   ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.

   λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.

   λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε.

   ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω·

   πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας.

   λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.

   οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.

   λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι, ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί.

   ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν.

   ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.

   πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.

   λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.

   λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.

   καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς;

   Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·

   δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;

   ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.

   Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ῥαββί, φάγε.

   ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

   ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;

   λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.

   οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη.

   καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.

   ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.

   ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.

   Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.

   ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.

   καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ,

   τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.»


   Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς σὲ πόλη τῆς Σαμαρείας, ἡ ὁποία λεγόταν Συχάρ, κοντὰ στὸ μέρος ποὺ εἶχε δώσει ὁ Ἰακὼβ στὸν γυιό του τὸν Ἰωσήφ.

   Καὶ ὑπῆρχε κεῖ τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, κουρασμένος καθὼς ἦταν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, κάθισε μὲ ἁπλότητα κοντὰ στὸ πηγάδι. Ἡ ὥρα ἦταν ἕξι ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ δώδεκα μεσημέρι.

   Τὴν ὥρα ἐκείνη ἔρχεται μία γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σαμάρεια, νὰ βγάλει νερό. Τῆς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Δός μου νὰ πιῶ.

   Διότι οἱ μαθητές του, (ποὺ θὰ φρόντιζαν νὰ βγάλουν νερὸ ἀπ’ τὸ πηγάδι), εἶχαν πάει στὴν πόλη, γιὰ ν’ ἀγοράσουν τροφές.

   Λέει τότε σὲ αὐτὸν ἡ Σαμαρεῖτις: Πῶς σύ, ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος, ζητεῖς νερὸ νὰ πιεῖς ἀπὸ ἐμένα, ποὺ εἶμαι Σαμαρείτισσα; Καὶ τὸ εἶπε αὐτό, διότι οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν κι ἀποστρέφονταν τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ δὲν ἤθελαν νἄχουν καμμία ἐπικοινωνία καὶ σχέση μὲ αὐτούς.

   Ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε: Ἐὰν γνώριζες τὴν δωρεά, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δίδει στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει, «δός μου νὰ πιῶ», ἐσὺ θὰ ζητοῦσες ἀπὸ αὐτὸν καὶ θὰ σοῦ ἔδιδε ζωντανὸ νερό, ποὺ δὲν στερεύει ποτέ.

   Τοῦ λέει ἡ γυναῖκα: Κύριε, οὔτε δοχεῖο ἔχεις, γιὰ νὰ βγάλεις νερό, καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις, καὶ μάλιστα τὴν ὥρα αὐτή, τὸ δροσερὸ νερό;

   Μήπως σὺ εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας τὸν Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἔδωκε τὸ πηγάδι σὲ μᾶς, καὶ ἀπὸ τὸ νερό του ἤπιε κι αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του κι ὅλα τὰ ζῶα ποὺ ἔβοσκε;

   Ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε: Καθένας, ποὺ πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτό, θὰ διψάσει πάλι.

   Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιεῖ ἀπ’ τὸ νερό, ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, δὲν θὰ διψάσει ποτέ, ἀλλὰ τὸ νερό, ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ μεταβληθεῖ μέσα του σὲ ἀστείρευτη πηγὴ πνευματικοῦ ὕδατος, ποὺ θ’ ἀναβλύζει πάντοτε καὶ θὰ τοῦ χαρίζει αἰώνια ζωή.

   Λέει πρὸς αὐτὸν ἡ γυναῖκα: Κύριε, δός μου αὐτὸ τὸ νερό, γιὰ νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχομαι ἐδῶ, νὰ βγάζω νερό.

   Τότε τῆς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ μαζὶ μὲ αὐτόν.

   Ἀποκρίθηκε ἡ γυναῖκα καὶ εἶπε: Δὲν ἔχω ἄνδρα. Λέγει σὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς: Καλὰ εἶπες ὅτι, «δὲν ἔχω ἄνδρα».

   Διότι πέντε συζύγους (τὸν ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου πῆρες) καὶ τώρα αὐτὸν ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι νόμιμος σύζυγός σου· τοῦτο ποὺ εἶπες ἀληθινὸ εἶναι.

   Λέει σὲ αὐτὸν ἡ γυναῖκα: Κύριε, (ἀπ’ ὅσα μοῦ φανέρωσες), βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης.

   Οἱ πατέρες μας λάτρευσαν τὸν Θεὸ σὲ τοῦτο ἐδῶ τὸ ὄρος, τὸ Γαριζίν. Σεῖς ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι λέτε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νὰ λατρεύουμε τὸν Θεό.

   Λέγει σὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς: Πίστεψέ με, γυναῖκα, ὅτι ἔρχεται πολὺ σύντομα καιρός, ποὺ οὔτε στὸ ὄρος τοῦτο οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα μόνο θὰ λατρεύσετε τὸν οὐράνιο Πατέρα.

   Σεῖς οἱ Σαμαρεῖτες, (ποὺ ἔχετε ἀπορρίψει τὰ περισσότερα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης), προσκυνεῖτε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο πολὺ λίγο γνωρίζετε. Ἐμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι προσκυνοῦμε ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο ἀπὸ σᾶς καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς γνωρίζουμε. Διότι ὁ Μεσσίας, ποὺ θὰ δώσει τὴν σωτηρία σ’ ὅλους τοὺς λαούς, προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.

   Ἀλλ’ ἔρχεται πλέον ὥρα, καὶ μάλιστα τώρα ἦλθε, ὁπότε οἱ γνήσιοι καὶ πραγματικοὶ προσκυνητὲς θὰ τιμήσουν καὶ θὰ λατρεύσουν τὸν οὐράνιο Πατέρα μὲ τὸ φωτισμένο καὶ καθαρὸ πλέον πνεῦμα τους καὶ μὲ λατρεία ὄχι τυπικὴ καὶ συμβολική, ἀλλὰ ἀληθινὴ καὶ σαφή. Διότι καὶ ὁ Πατὴρ ζητεῖ τέτοιοι νὰ εἶναι, (φωτισμένοι στὸν νοῦ καὶ καθαροὶ στὴν καρδιά), αὐτοὶ ποὺ θὰ τὸν λατρεύουν.

   Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα, πανυπερτέλειο καὶ πανταχοῦ παρὸν καὶ δὲν κατοικεῖ σὲ ὁρισμένους μόνο τόπους. Κ’ ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχή, μὲ ἀφοσιωμένη τὴν καρδιὰ καὶ τὴν διάνοιά τους σὲ αὐτόν, μὲ φωτισμένη καὶ ἀληθινὴ γνώση περὶ αὐτοῦ καὶ τῆς λατρείας, ποὺ τοῦ ταιριάζει.

   Λέει πρὸς αὐτὸν ἡ γυναῖκα: Γνωρίζω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ποὺ ἑλληνικὰ λέγεται Χριστός. Ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ ἀναγγείλει ὅλα.

   Λέγει σὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος αὐτὴ τὴν στιγμὴ σοῦ μιλῶ.

   Καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὥρα ἦλθαν οἱ μαθητές του καὶ ἀπόρησαν, διότι ὁ διδάσκαλός τους συνομιλοῦσε μὲ γυναῖκα σὲ δημόσιο τόπο (πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀπαγόρευαν οἱ ραββῖνοι τῶν Ἰουδαίων). Ἀλλὰ κανεὶς δὲν εἶπε «τί ζητεῖς ἀπὸ αὐτὴν ἢ γιὰ ποιό θέμα συζητεῖς μαζί της».

   Ἡ δὲ γυναῖκα ἄφησε τὴν στάμνα της στὸ πηγάδι κι ἔφυγε γιὰ τὴν πόλη, ὅπου καὶ εἶπε στοὺς ἀνθρώπους:

   Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε ἕνα ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάμει. Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός;

   Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν πόλη οἱ ἄνθρωποι κ’ ἔρχονταν πρὸς αὐτόν.

   Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ μαθητὲς παρακαλοῦσαν τὸν διδάσκαλο κι ἔλεγαν: Ραββί, φάγε.

   Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε: Ἐγὼ ἔχω φαγητὸ νὰ φάω, ποὺ ἐσεῖς δὲν τὸ ξέρετε.

   Ἔλεγαν τότε μεταξύ τους οἱ μαθητές: Μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάει;

   Λέγει σ’ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: Δικό μου πολυτιμότατο φαγητὸ εἶναι νὰ πράττω τὸ θέλημα Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε καὶ νὰ ἀποπερατώσω στὸν τέλειο βαθμὸ καὶ μὲ τὸν τέλειο τρόπο τὸ ἔργο του, δηλαδὴ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

   Δὲν λέγετε σεῖς, ὅτι τετράμηνος εἶναι ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἐκτὸς ὅμως ἀπ’ τὸν ὑλικὸ θερισμό, ὑπάρχει καὶ ὁ πνευματικός. Ἰδοὺ σᾶς λέγω, σηκῶστε τὰ μάτια σας καὶ κοιτάξτε τοὺς Σαμαρεῖτες, ποὺ ἔρχονται, καὶ τὶς ἄλλες χῶρες καὶ θὰ δεῖτε ὅτι εἶναι ἕτοιμοι πλέον γιὰ τὸν θερισμό, ὅπως, ὅταν ἀπὸ πράσινα σιτηρὰ ὡριμάσουν καὶ φαίνονται λευκὰ τὰ στάχυα, εἶναι ἕτοιμα πρὸς θερισμό.

   Κ’ ἐκεῖνος, ποὺ θερίζει στὸν πνευματικὸ αὐτὸν ἀγρό, παῖρνει τὸν μισθό του καὶ χαίρει, διότι προσκαλεῖ καὶ συγκεντρώνει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια κ’ ἐκεῖνος ποὺ σπείρει, δηλαδὴ ἐγώ, χαίρει, ὅπως ἐπίσης χαίρετε καὶ σεῖς ποὺ θὰ θερίσετε.

   Καὶ στὴν περίσταση αὐτὴ ἐφαρμόζεται ἡ ἀληθινὴ παροιμία, ποὺ λέει ὅτι ἄλλος ἔχει σπείρει καὶ ἄλλος θερίζει. Ἐγὼ ἔσπειρα, ἐσεῖς καὶ οἱ διάδοχοί σας θὰ θερίσετε.

   Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα γιὰ νὰ θερίσετε ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖο σεῖς δὲν ἔχετε κοπιάσει. Ἄλλοι, ἐγὼ καὶ οἱ πρὸ ἐμοῦ προφῆτες, κοπίασαν, καὶ σεῖς ἔχετε εἰσέλθει στοὺς κόπους τους, γιὰ νὰ θερίσετε.

   Ἀπὸ δὲ τὴν πόλη ἐκείνη πολλοὶ Σαμαρεῖτες πίστευσαν σὲ αὐτὸν ἀπὸ τὰ λόγια τῆς γυναῖκας ἐκείνης, ποὺ ἐπιβεβαίωνε ὅτι μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα.

   Ὅταν, λοιπόν, ἦλθαν σὲ αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖτες, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνει μαζί τους· κι ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες.

   Καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλία, ποὺ τοὺς ἔκαμε, πίστευσαν πολὺ περισσότεροι σὲ αὐτόν.

   Καὶ στὴν γυναῖκα ἔλεγαν ὅτι «στὸν Ἰησοῦ δὲν πιστεύουμε πλέον ἀπ’ ὅσα σὺ μᾶς εἶπες περὶ αὐτοῦ, ἀλλὰ διότι ἐμεῖς, οἱ ἴδιοι τὸν ἔχουμε ἀκούσει καὶ γνωρίζουμε καλὰ ὅτι πράγματι αὐτὸς εἶναι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός».