Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Τὸ πάθημα τῆς Νυχτερίδας




Τὸ πάθημα τῆς Νυχτερίδας



   ταν ἡλιοβασίλεμα ὅταν ἕνα παράξενο πλασματάκι ἔκαμε τὴν ἐμφάνισή του. Γιὰ κατοικία του εἶχε τὴν σκοτεινὴ ρωγμὴ ἑνὸς βράχου. Ἦταν τετράποδο καὶ εἶχε χρῶμα καὶ μέγεθος ποντικιοῦ. Ὅμως ποντικὸς δὲν ἦταν. Εἶχε φτερὰ καὶ μποροῦσε νὰ πετάξει, ὅμως πουλὶ δὲν ἦταν. Στὶς ἄκρες τῶν φτερῶν εἶχε κάτι σὰν γατζάκια, μ’ αὐτὰ πιάστηκε ἀπὸ ἕνα κλωνὶ καὶ κρεμάστηκε ἀνάποδα. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ παρατηροῦσε ὅλη τὴν κίνηση κάτω στὸν κάμπο.

   Ἦταν μιὰ νυχτερίδα. Καθὼς λοιπόν, ἡ Νυχτερίδα κουνιόταν πέρα δῶθε παρατήρησε δυὸ ξεχωριστὲς παρατάξεις κάτω στὸν κάμπο. Δὲν ἦταν σίγουρη ἂν ὀργανώθηκαν ἔτσι σὲ δυὸ ὁμάδες γιὰ νὰ παίξουν κάποιο παιχνίδι, ἢ μήπως ἀντιπαρατάχθηκαν γιὰ μάχη. Ἀπὸ τὴν συμπεριφορά τους κατάλαβε ὅτι μᾶλλον γιὰ μάχη συγκεντρώθηκαν.

   Στὴν μιὰ μεριὰ μαζεύτηκαν ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ πτηνὰ καὶ σχημάτισαν ἕνα τάγμα. Φτερούγιζαν ἀνήσυχα, ἕτοιμα νὰ ἐπιτεθοῦν στὴν ἀντίθετη παράταξη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ κάμπου ἦταν μαζεμένα ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ζῶα. Βημάτιζαν ἀνυπόμονα, ἕτοιμα νὰ ὁρμήξουν καὶ νὰ κατασπαράξουν τὰ πουλιά. Τὰ πουλιὰ πρῶτα πρόσεξαν τὴν νυχτερίδα.

   Τὴν πλησίασαν καὶ τῆς πρότειναν νὰ ἑνωθεῖ μαζί τους καὶ νὰ βοηθήσει στὴν μάχη. Ἀλλὰ ἡ νυχτερίδα ἀπέφυγε μὲ τὴν δικαιολογία:

   – Ἐγώ, ξέρετε, ἀνήκω στὸ βασίλειο τῶν ζώων καὶ δὲν μπορῶ νὰ συμπαραταχθῶ μαζί σας.

   Λίγο ἀργότερα, καθὼς μερικὰ ζῶα πηγαινόφερναν κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο, εἶδαν τὴν νυχτερίδα καὶ φώναξαν:

   – Αἴ, ἐσύ, κατέβα κάτω καὶ ἔλα νὰ ἑνωθεῖς μαζί μας.

   Ἡ νυχτερίδα καὶ πάλι δικαιολογήθηκε:

   – Ἐγώ, ὅπως βλέπετε, ἔχω φτερά, δὲν μπορῶ νά ’ρθῶ μαζί σας.

   Τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ δύο παρατάξεις ἦταν ἕτοιμες νὰ ριχτοῦν στὴν μάχη καὶ νὰ ἀφανήσει ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, μιὰ σοφὴ κουκουβάγια μπῆκε στὴν μέση καὶ τοὺς συμβούλεψε:

   – Ὁ κάμπος εἶναι μεγάλος καὶ χωράει ὅλους. Ὁ πόλεμος δὲν φέρνει καλὸ ἀποτέλεσμα. Ἂς ἀφήσουμε τὶς κακίες καὶ ἂς ζήσουμε ὅλοι ἀγαπημένοι.

   Τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ζῶα ἄκουσαν τὴν συμβουλή της κι ἀποφάσισαν νὰ γιορτάσουν τὴν εἰρήνη.

   Τότε ἡ νυχτερίδα σκέφθηκε πὼς θὰ ἔκανε καλὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ μιὰ ἀπὸ τὶς παρατάξεις καὶ νὰ πάρει μέρος στὴν γιορτή. Πρῶτα πλησίασε τὰ πουλιὰ καὶ ζήτησε νὰ τὴν δεχτοῦν στὴν συντροφιά τους.

   Ἀλλὰ τὰ πουλιὰ δὲν δέχτηκαν τὴν νυχτερίδα ποὺ λίγο πρὶν ἀπέκρουσε τὴν πρότασή τους, δηλώνοντας πὼς αὐτὴ δὲν ἦταν πουλί.

   Κατόπιν πλησίασε τὰ ζῶα καὶ ζήτησε νὰ ἑνωθεῖ μαζί τους. Τὰ ζῶα, μόνο ποὺ δὲν ξέσκισαν τὴν νυχτερίδα ποὺ ὅταν τὴν χρειάζονταν αὐτὴ δὲν συμπαρατάχθηκε μαζί τους.

   Ἡ νυχτερίδα μόνη καὶ περιφρονημένη πέταξε πίσω στὴν σκοτεινή της κατοικία λέγοντας:

   – Τώρα καταλαβαίνω, ὅτι αὐτὸς ποὺ δὲν ξέρει ποῦ ἀνήκει, δὲν ἀνήκει πουθενά! Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει φίλους!...



(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)