Τρίτη 11 Απριλίου 2023

«Τὸ πολύτιμον μύρον…»




«Τὸ πολύτιμον μύρον…»



   Γιά κάποιο μύρο, γιά κάποια δάκρυα, γιά μιά ἁμαρτωλή γυναίκα κάνουν λόγο τά σημερινά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἄφθαστα σέ λυρισμό, πλούσια σέ κατάνυξη. Ζωντανεύουν τήν εἰκόνα τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς στά μάτια μας. Φέρνουν μύρο πνευματικῆς εὐαγγελικῆς εὐωδίας στήν ψυχή μας καί τέτοια κατάνυξη, πού νοιώθουμε σά νά μιλᾶ ἡ δική μας ψυχή ἀκούγοντας τήν ἀμαρτωλή γυναίκα νά παρακαλεῖ τόν Κύριο, «Κύριε... δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων».

   Δέν ἀπέφυγε ὁ Κύριος, νά ἔλθει στό σπίτι κάποιου Φαρισαίου Σίμωνος, πού Τόν ἐκάλεσε, ὅπως δέν ἀπέφυγε νά ἔλθει σέ σπίτια τελωνῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ ἴδιος εἶπε κάποτε, ὅτι δέν ἔχουν ἀνάγκη ἰατροῦ παρά οἱ ἄρρωστοι καί ὅτι Ἐκεῖνος αὐτούς τούς ἀρρώστους ἔρχεται νά θεραπεύσει.

   Σάν θεῖο βάλσαμο παρηγοριᾶς ἀκούσθηκαν αὐτά τά λόγια τοῦ Κυρίου ἀπό πονεμένες καί περιφρονημένες, ἁμαρτωλές ψυχές. Αὐτά ἔδωκαν θάρρος στήν ἁμαρτωλή τούτη γυναίκα. Γιά πρώτη φορά ἄκουγε πώς συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτωλοί, ἐνῶ συμπολίτες της θά τήν λιθοβολοῦσαν. Ἡ χαρά της γίνεται εὐγνωμοσύνη. Καί τώρα πού μαθαίνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς τῆς Ναζαρέτ βρίσκεται στήν πόλη της, ἀγοράζει ἕνα δοχεῖο μύρου ἀλαβάστρινο, ἕνα πολύτιμο μυροδοχεῖο πανάκριβο κι ἔρχεται στό σπίτι τοῦ Φαρισαίου, νά συναντήσει τόν Σωτῆρα τῶν ἁμαρτωλῶν. Δέν τόλμησε νά Τόν δεῖ κατάματα. Καθώς καθότανε γυρμένος ὁ Χριστός στό ἀριστερό πλευρό Του μισοξαπλωμένος στά χαμηλά ντιβάνια μεταξύ τῶν ἄλλων καλεσμένων, μέ πόδια γυμνά, κατά τό ἔθιμο τῶν Ἰουδαίων, ἦρθε κλαίγοντας αὐτή καί στάθηκε πίσω του. Ἔσκυψε μέ λυγμούς καί ἔβρεξε τά πόδια τοῦ Κυρίου μέ τό μύρο τό πολύτιμο καί μέ τά δάκρυά της, μή μπορώντας, μή τολμώντας νά πεῖ λόγια προσευχῆς. Μιλοῦσε ὅμως ἡ καρδιά της, τά δακρυσμένα μάτια της, ἡ συντριβή τῆς μετανοίας στό βλέμμα της. Ἔσκυψε καί φίλησε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ κι ὅταν εἶδε τά ἁμαρτωλά της δάκρυα στά πόδια τοῦ Κυρίου μέ τά μαλλιά της ἄρχισε νά τά σπογγίζει.

   Ποιός μποροῦσε νά μή συγκινηθεῖ στήν τόση ταπείνωση; Γέμισε τό σπίτι ἀπό ἄρωμα. Γέμισαν τά μάτια ὅλων δάκρυα. Πλημμύρισαν οἱ ψυχές θεία κατάνυξη καί εὐγνωμοσύνη. Μόνο τό μυαλό τοῦ Φαρισαίου δὲν μποροῦσε νά χωρέσει τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί τῆς συγχωρήσεως. Ἄκουσε ὅμως κι αὐτός τά παρήγορα λόγια τοῦ Χριστοῦ πρός τήν γυναίκα «ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εἰς εἰρήνην».

 

* * *

 

   Εἶπαν μερικοί κι’ ἔγραψαν ἐπιπόλαια ὅτι αὐτή ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ἡ γνώμη τους δέν στηρίζεται στά Εὐαγγέλια. Αὐτή ἡ ἁμαρτωλή, γιά τήν ὁποία γράφει ὁ Λουκᾶς, προσέφερε τό μύρο στό σπίτι Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου κατά τό πρῶτο ἔτος τῆς διδασκαλίας τοῦ Σωτῆρος. Δέν ἀναφέρεται τό ὄνομα της. Οἱ ἄλλοι τρεῖς Εὐαγγελιστές ἐξιστοροῦν μιά παρόμοια προσφορά μύρου στόν Κύριο, πού ἔγινε στήν Βηθανία, στό σπίτι Σίμωνος τοῦ Λεπροῦ, ἀπ’ τήν Μαρία τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου (ἴσως νά ἦταν ἄνδρας της ὁ Σίμων), γιά νά δείξει τήν εὐγνωμοσύνη της στόν Χριστό γιά τήν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της. Αὐτό ἔγινε στό τρίτο ἔτος τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου. Εὔκολα ἀνακάτωσαν οἱ μυθιστοριογράφοι τά δύο αὐτά πρόσωπα. Νόμισαν γιά μιά τήν προσφορά τοῦ μύρου. Ἐπειδή στήν μιά περίπτωση ἀναφέρεται ἀμαρτωλή γυναίκα, στήν ἄλλη ἀναφέρεται Μαρία, εὔκολα παρουσίασαν τήν Μαρία σάν ἁμαρτωλή. Ἀνακάτωσαν, ἀκόμα ἐπιπόλαια στήν σκέψη τους, τήν προσφορά τοῦ μύρου μέ τόν ἄσχετο τίτλο «Μυροφόρος», πού ἔχει ἄλλη σημασία στά Εὐαγγέλια. Κι ἐπειδή ἀπ’ τίς Μυροφόρες (πού ἔφεραν μύρα στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ) ἡ Μαγδαληνή Μαρία ἦταν ἡ νεώτερη, ὅ,τι χρειαζότανε γιά νά πλεχθεῖ τό μυθιστόρημα, σ’ αὐτήν ἔπεσε ὁ κλῆρος νά παίξει τό ρόλο τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας.

   Δέν ἔχει σημασία γιά μᾶς σήμερα ἄν δέν γνωρίζουμε τό ὄνομα τῆς ἁμαρτωλῆς, πού προσέφερε τό μύρο. Στό πρόσωπό της, τό ἀνώνυμο, βλέπουμε τήν κάθε ἀμαρτωλή ψυχή, πού συνέρχεται καί μετανοιωμένη ζητεῖ τήν θεία εὐσπλαχνία.

 

* * *

 

   Δέν ἔχει σχέση μέ τά πάθη τοῦ Χριστοῦ καί τά γεγονότα τῆς μεγάλης ἑβδομάδας ἡ προσφορά τοῦ μύρου. Ἔχει ὅμως μεγάλη, ὡς πράξη μετανοίας, γιά νά φέρει τήν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας στήν ψυχή καί νά τήν ὁδηγήσει στήν μετάνοια. Δάκρυα μετανοίας πρέπει νά πέσουν ἀπ’ τά μάτια μας, ὄχι γιά τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, ὄχι γιά τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα, ἀλλά γιά τό ψυχικό μας κατάντημα.

   Αὐτό τόν σκοπό ἔχει ἡ κατανυκτική ὑμνωδία, πού θά ἀκούσουμε στήν ἐκκλησία. Ἡ μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς γυναῖκας ἐμπνέει τούς μεγαλύτερους ὑμνωδούς τῆς Ἐκκλησίας. Τά δάκρυα τῆς ἁμαρτωλῆς ἔγιναν λαμπερά διαμάντια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως. Τό μύρο, πού προσέφερε, γεμίζει καί σήμερα τίς ψυχές μας μέ θεία εὐωδία ἱερῶν συναισθημάτων, πού γίνονται τό ὡραιότερο θυμίαμα στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.

   Ἐννιά αἰῶνες ἀργότερα ἐμπνέεται ἡ ποιήτρια Κασσιανή τό ὡραῖο τροπάριο πού ψάλλεται σήμερα «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή». Μά δέν εἶναι αὐτό μόνον. Εἶναι ὁλόκληρη ἀκολουθία, πού ἀνάμεσα στά λουλούδια τῆς ποιήσεως κρύβει τό κλάμα τῆς ψυχῆς γιά τήν συναίσθηση τῆς κάθε ἁμαρτίας.

   Θαυμάσιες στροφές φέρνουν σέ ἀντίθεση τά αἰσθήματα τῆς ἁμαρτωλῆς μέ τήν αἰσχρή διαγωγή τοῦ προδότη Ἰούδα. Ἄλλοι στίχοι παρουσιάζουν τά λόγια τῆς ἁμαρτωλῆς, πού εἶπε στόν Χριστό, καί ἄλλα τροπάρια φέρνουν στό δικό μας στόμα λόγια ἱκεσίας. Ἂς κλείσουμε μέ ἕνα ἀπ’ αὐτά καί μέ δικά μας λόγια τίς φτωχιές αὐτές γραμμές. «Ξεπέρασα, Θεέ μου, τήν ἀμαρτωλή στίς ἁμαρτίες. Ὅμως δάκρυα δέν ἔχυσα, ἄν καί χρωστῶ βροχή δακρύων. Τώρα μόνο μέ κατάνυξη ἀνοίγω σέ σένα τήν ψυχή μου καί πέφτω στά πόδια Σου καί Σέ παρακαλῶ θερμά. Συγχώρεσέ με, Κύριε, καί βγάλε με ἀπ’ τήν βρωμιά τῆς ἁμαρτίας». Ναί Κύριε, «ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ρῦσαί με».



Κοντάκιον. Ἦχος δ΄.

πὲρ τὴν πόρνην, ἀγαθέ, ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα· ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθῳ ἀσπαζόμενος τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν ὡς δεσπότης παράσχῃς τῶν ὀφλημάτων κράζοντι, Σωτήρ· Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ρῦσαί με.


[Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Γεωργίου Π. Σωτηρίου «ΕΟΡΤΙΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ», Β΄ ἔκδοσις, Μυτιλήνη 1986, σελ. 51-54. (Ἐπιμέλεια κειμένου, μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις, καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου.)]