Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Ἡ ἐξουσία τῆς Ἀναστάσεως




Ἡ ἐξουσία τῆς Ἀναστάσεως

«Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς»

(Ματθ. κη΄ 18)


Ἀρχιμ. Δανιὴλ Ἀεράκη*


Νέες διαστάσεις

   Μὲ λόγια τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ θ’ ἀρχίσουμε. Ποιός ἄλλος καλύτερα μπορεῖ νὰ μιλήσει γιὰ τὴν Ἀνάσταση, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀναστημένο Κύριο; Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, στὴν τελευταία ἐμφάνιση, ποὺ περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, εἶπε ὁ Ἀναστὰς Κύριος στοὺς Μαθητές του: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη΄ 18). Στὰ λόγια αὐτὰ παρουσιάζεται ἡ Ἀνάσταση ὡς ἐξουσία.

   • Ἡ Ἀνάσταση εἶναι στάση καὶ κατάσταση. Στάση τοῦ θανάτου. Σταμάτησε ὁ θάνατος. Κατάσταση ζωῆς. Ἡ ζωὴ πλέον εἶναι ἡ πραγματικότητα γιὰ τοὺς πιστούς.

   • Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ὑπόσταση καὶ παράσταση. Ὑπόσταση, ἀφοῦ εἶναι γεγονός. Εἶναι τὸ νέο πρόσωπο τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι παραμύθι οὔτε καὶ σύμβολο. Εἶναι ὑπόσταση. Ἀλλὰ καὶ παράσταση. Φανέρωση μὲ πολλὲς ἀποδείξεις. Κανένα ἄλλο θέατρο δὲν ἔδωσε τόσες παραστάσεις, ὅσο ἡ Ἀνάσταση. Σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις: «Οἷς καὶ παρέστησεν ἐαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς» (Πράξ. α΄ 3).

   • Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἐπανάσταση καὶ διάσταση. Ἂν ἡ μεταμόσχευση καρδιᾶς θεωρεῖται ἐπανάσταση στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἐπανάσταση στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀφοῦ μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μεταμοσχεύεται, μεταγγίζεται ζωὴ αἰώνια στὸν θνητὸ ἄνθρωπο. Εἶναι καὶ διάσταση, ἀφοῦ μὲ τὴν Ἀνάσταση παίρνουμε διαζύγιο ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὸν πόνο. «Χαρᾶς τὰ πάντα πεπλήρωται τῆς Ἀναστάσεως τὴν πεῖραν εἰληφότα» (ἀπὸ τοὺς αἴνους τοῦ γ΄ ἤχου).

   Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δίνει νέα διάσταση στὴν ἤδη ὑπάρχουσα ἀνάσταση. Ἡ ἀνάσταση ὑπῆρχε καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὑπῆρχε ὄχι μόνο ὡς τύπος, ἀλλὰ καὶ ὡς γεγονός. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη σπουδαιότερος τύπος, προτύπωση τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι ὁ Ἰωνᾶς. Τρεῖς ἡμέρες ἔμεινε κλεισμένος στὸ θαλάσσιο κῆτος ὁ Ἰωνᾶς καὶ ἐξῆλθε ζωντανός. Τρεῖς ἡμέρες ἔμεινε στὸν τάφο κλεισμένος ὁ Χριστὸς καὶ βγῆκε ζωντανός, «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος».

   Ἀλλ’ ἡ Ἀνάσταση ὑπῆρχε καὶ ὡς γεγονὸς μέσα στὴν φυσικὴ ζωή.

   • Τὴν ἀνάσταση τὴν βλέπουμε κατὰ τὴν γέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Κλεισμένος στὸ σκοτεινὸ θάλαμο τῆς μητρικῆς ὑπάρξεως ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ἡ «ζωὴ ἐν τάφῳ». Καὶ ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς ἀναστάσεώς του. Ὁ Χριστός, κατὰ τὴν τελευταία ὁμιλία του πρὸς τοὺς Μαθητές του τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, προκειμένου ν’ ἀποδείξει, ὅτι τὴν θλίψη τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου θὰ τὴν διαδεχθεῖ ἡ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, τὸ παράδειγμα τοῦ τοκετοῦ τῆς γυναίκας ἀνέφερε (Ἰωάν. ις΄ 21, 22).

   • Τὴν ἀνάσταση βλέπουμε κατὰ τὴν γέννηση τῆς φύσεως. Ἡ ἄνοιξη εἶναι ἡ ἀνάσταση τῆς φύσεως ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ χειμῶνα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν ὕμνο τῆς Ἀναστάσεως (κέφ. 15ο Α΄ Κορινθ.) ἀναφέρει τὸ παράδειγμα τοῦ σπόρου, ποὺ θάβεται καὶ ὕστερα ἀνασταίνεται (Α΄ Κορ. ιε΄ 36, 37).

   • Τὴν ἀνάσταση βλέπουμε στὸ ξεπέταγμα τοῦ πουλιοῦ, ὅταν σπάει τὸν φλοιὸ καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ αὐγό. Τὸ αὐγὸ εἶναι ἡ «ζωὴ ἐν τάφῳ». Γι’ αὐτὸ βάφουμε κόκκινα τὰ αὐγὰ τὴν Ἀνάσταση.

   • Τὴν ἀνάσταση βλέπουμε καὶ κατὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Εἶναι ἡ γέννηση τοῦ φωτὸς μέσα ἀπὸ τὸν τάφο τῆς νύκτας.


Γιὰ ὅλους ἡ Ἀνάσταση

   Ἀλλ’ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δίνει νέα διάσταση στὴν ἤδη ὑπάρχουσα ποικίλη ἀνάσταση. Ὅπως ἡ ἀγάπη ὑπῆρχε καὶ πρὸ Χριστοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸν Χριστὸ πῆρε νέες διαστάσεις καὶ ἔγινε «καινὴ ἐντολὴ» (Ἰωάν. ιγ΄ 34), ἔτσι καὶ ἡ ἀνάσταση ὑπῆρχε καὶ πρὸ Χριστοῦ. Ἀκόμη καὶ ἀναστάσεις ἀνθρώπων εἴχαμε, ὅπως ἡ ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας στὰ Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας, ἡ ἀνάσταση τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου, ἡ ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ἀλλὰ μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ παίρνει νέες διαστάσεις ἡ ἀνάσταση.

   • Μία νέα διάσταση: Ἡ καθολικότητα. Ἡ νέα διάσταση τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀγάπης, εἶναι ὅτι ἔγινε καθολική. Εἶναι ἀγάπη γιὰ ὅλους. Ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν ἀνάσταση. Ἡ νέα διάσταση εἶναι, ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὴν ζωηφόρο ἀγκάλη της. Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦμε. «Νυνὶ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α΄ Κορ. ιε΄ 20). Ἂν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ κληρονομήσαμε ὅλοι τὸν θάνατο, ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κληρονομοῦμε ὅλοι τὴν ζωή. «Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄ Κορ. ιε΄ 22).

   • Ἡ ἄλλη νέα διάσταση: ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι χωρὶς παλινδρόμηση. Στὶς ἄλλες, δηλαδή, ἀναστάσεις, τὶς ὁποῖες ἀναφέραμε, ἔρχεται ξανὰ ὁ θάνατος. Ἀνασταίνεται ἡ φύση τὴν ἄνοιξη, ἀλλὰ ξαναγυρίζει στὸν θάνατο τοῦ χειμῶνα. Ἀνασταίνεται ὁ ἥλιος μὲ τὴν ἀνατολή, ἀλλὰ ξαναγυρίζει στὸν θάνατο μὲ τὴν δύση. Ἀναστήθηκε ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ ξαναγύρισε στὸν τάφο, ὅταν πέθανε ὁριστικά.

   Ἐνῶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχουμε παλινδρομικὴ κίνηση. Δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ξαναπεθάνει. Ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ ζήσει στοὺς αἰῶνες. «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. ς΄ 9). Συμβαίνει, δηλαδή, καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅ,τι συμβαίνει πάλι μὲ τὴν ἀγάπη. Ὅλα κάποτε πεθαίνουν. Ἕνα δὲν πεθαίνει, ἡ ἀγάπη. «Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8).

   Καὶ ἐπειδὴ χρησιμοποιήσαμε τὴν εἰκόνα τῆς παλινδρομήσεως, ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε, ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τὴν παλινδρόμηση πρὸς τὸν θάνατο. Ἐπαναφέρει ὅμως τὴν παλινδρόμηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλης τῆς κτίσεως στὴν πρὸ τῆς πτώσεως κατάσταση. Ἐπιτυγχάνει τὸ ξαναγύρισμα τοῦ ἀνθρώπου στὴν ζωὴ τοῦ Θεοῦ, στὴν αἰώνια ζωή. Μὲ τὴν Ἀνάσταση «πᾶσα ἡ κτίσις καινουργεῖται, παλινδρομοῦσα εἰς τὸ πρῶτον ἰσoσθενὲς γὰρ ἐστι Πατρὶ καὶ Λόγω» (ἀναβαθμοὶ α΄ ἤχου).


«Πᾶσα ἐξουσία»

   Νὰ γιατί, λοιπόν, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη δύναμη. Εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἐξουσίας τοῦ Χριστοῦ.

   Ὁ Χριστός, κατὰ τὴν ἐπίγεια παρουσία του, ἔδειξε καὶ ἀπέδειξε ὅτι ἔχει ποικίλη καὶ μεγάλη ἐξουσία.

   • Ἔχει ἐξουσία πάνω στὴν σκοτεινὴ δύναμη τῶν δαιμονίων. Ὅπως ὁ στρατηγὸς διατάσσει ἕνα στρατιώτη, ἔτσι ὁ παντοδύναμος Χριστὸς διατάσσει κάθε δαιμόνιο. Ἀκούγεται συχνὰ ἡ ἐπιταγὴ τῆς ἐξουσίας: «Ἐγώ σοι ἐπιτάσσω» (Μάρκ. θ΄ 25).

   • Ἔχει ἐξουσία πάνω στὸν φυσικὸ κόσμο, πάνω στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦνε τὸν Χριστὸ νὰ λέγει στὴν ἀφρισμένη θάλασσα: «Πεφίμωσο» (Μάρκ. δ΄ 39) καὶ ἀποροῦν: «Τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῶ;» (Μάρκ. δ΄ 41).

   • Ἔχει ἐξουσία πάνω στὴν ἀρρώστια. Δὲν ὑπῆρχε ἀρρώστια ἀνίατη γιὰ τὸν Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι στέκουν ἀδύναμοι μπροστὰ στὴν ἀρρώστια. Καλπάζει κάποτε χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ τὴν δαμάσουν. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δαμάζει τὴν ὁποιαδήποτε ἀρρώστια.

   • Ἔχει ἐξουσία πάνω στὴν ἄλλη ἀρρώστια, τὴν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, τὴν ἁμαρτία. Ἂν μερικὲς ἀρρώστιες τὶς θεράπευαν ὁρισμένοι γιατροί, τὴν ἁμαρτία κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἐξαλείψει. Μόνο ὁ Χριστὸς ἔχει ἐξουσία πάνω στὸ θηρίο, ποὺ λέγεται ἁμαρτία. «Ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας» (Μάρκ. β΄ 10).

   • Ἔχει ἐξουσία καὶ πάνω στοὺς θρησκευτικοὺς τύπους, ποὺ κάποτε θεοποιοῦνται καὶ λειτουργοῦν ἀρνητικά, εἰς βάρος τῆς οὐσίας. Ὁ ἴδιος ὡς Θεὸς εἶχε καθιερώσει τὸ Σάββατο. Ὁ ἴδιος εἶχε καὶ τὸ δικαίωμα νὰ ἑρμηνεύει σωστὰ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἀναστέλλοντας γιὰ λίγο τὴν τυπικὴ τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. «Ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου» (Μάρκ. β΄ 28).

   • Ἔχει ἐξουσία καὶ πάνω στοὺς συγγενικοὺς δεσμούς. Ἀλλάζει τὶς σχέσεις. Δημιουργεῖ νέες συγγενικὲς σχέσεις. «Ὃς γὰρ ἂν ποιήση τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστὶ» (Μάρκ. γ΄ 35).

   • Ἔχει ἐξουσία πάνω στὰ ἀπόρρητα τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς διανοίας τῶν ἀνθρώπων. Διαβάζει σκέψεις καὶ αἰσθήματα ἄδηλα καὶ κρύφια. Ἔχει ἐξουσία πάνω στὸ μέλλον. Προλέγει τὰ «μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν» (Μάρκ. ι΄ 32).

   • Ἔχει ἐξουσία καὶ πάνω στὸν λόγο. Ἔχει ὑπέρβαση τοῦ λόγου, ἀφοῦ εἶναι ὁ Θεὸς Λόγος. Ὅλοι ἐμεῖς μιλᾶμε, διότι διδαχθήκαμε ἢ ἐμπνευσθήκαμε. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἡ Αὐτοσοφία. Ὁ δικός μας λόγος κυλάει μέσα σ’ ἕνα κανάλι συνηθισμένο. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ποτάμι λόγου, ἀλλ’ ἡ πηγὴ τοῦ λόγου. «Ἣν γὰρ διδάσκων ὡς ἐξουσίαν ἔχων καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς» (Μάρκ. α΄ 22).


Ἐξουσία πάνω στὴν ἐξουσία!

   Μὲ τὴν Ἀνάστασή του ὁ Χριστὸς ἔδειξε τὴν ἐξουσία του πάνω στὴν ἐξουσία, τὴν ὁποία φοβᾶται καὶ τρέμει κάθε ἐξουσία. Ὑπῆρχε ἡ τρομοκρατικὴ ἐξουσία, ποὺ ὀνομάζεται θάνατος. Ὅλοι ἔτρεμαν τὸν θάνατο.

   Φαντασθεῖτε κάποιον τύραννο νὰ σᾶς βασανίζει. Σὲ κάποια στιγμὴ ὁ τύραννος μεταβάλλεται καὶ σᾶς συμπεριφέρεται μὲ γλυκύτητα. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ τύραννος. Αὐτὸς τρομοκρατοῦσε τὸν ἄνθρωπο. Αὐτός, λοιπόν, ὁ τρομοκράτης θάνατος, ἀλλάζει τώρα, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καὶ γίνεται ὁ φίλος ὕπνος. Ὁ ὕπνος θωπεύει, δὲν βασανίζει. Ἡ Ἀνάσταση μετέβαλε τὸν θάνατο σὲ ὕπνο. Δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο μεγαλύτερη εὐλογία ἀπὸ τὸν ὕπνο, ἀφοῦ τὸν ἀναζωογονεῖ, τὸν ἀναπαύει, τὸν μεταφέρει σὲ μία ἄλλη κατάσταση.

   Ὁ θάνατος ἔγινε ὕπνος ἀπὸ τότε, ποὺ ὁ Ἰησοῦς κοιμήθηκε «τὸν φυσίζωον ὕπνον» (ε΄ ᾠδὴ κανόνος τοῦ Πάσχα). Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Σήμερον ὁ Δεσπότης αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ πρόσωπον ἠφάνισε. Τί δὲ λέγω τὸ πρόσωπον; Ἀφοῦ τὴν προσηγορίαν μετέβαλεν. Οὐκ ἔτι γὰρ θάνατος λέγεται, ἀλλὰ κοίμησις καὶ ὕπνος. Πρὸ μὲν γὰρ τῆς Χριστοῦ παρουσίας, καὶ τῆς τοῦ Σταυροῦ οἰκονομίας, καὶ αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ ὄνομα φοβερὸν ἐτύγχανε... Ἐπειδὴ δὲ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν θυσία προσηνέχθη καὶ τὰ τῆς ἀναστάσεως προεχώρησε, περιῆρε δὲ τὰς προσηγορίας αὐτὰς ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, καὶ καινὴ καὶ ξένην πολιτείαν εἰς τὸν βίον εἰσήγαγε τὸν ἡμέτερον. Ἀντὶ γὰρ θανάτου, λοιπόν, κοίμησις καὶ ὕπνος λέγεται ἡ ἐντεῦθεν μετάστασις» (Ε.Π.Ε. 36, 72).

   Ποιά ἐξουσία, ποιός βασιλιᾶς, ποιός αὐτοκράτορας, ποιός δικτάτορας, ποιός πλούσιος, ποιός μεγάλος ἐπιστήμονας μπόρεσε ν’ ἀντισταθεῖ στὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου; Κανείς. Ὅλοι ὑποτάσσονται. Αὐτὴ τὴν ἐξουσία τῶν ἐξουσιῶν καταργεῖ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἀνάστασή του.

   Μὲ τὴν Ἀνάσταση ἑορτάζουμε τὸν θάνατο τοῦ θανάτου. Ἂν τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ ψάλλουμε τὸν ἐπιτάφιο τῆς ζωῆς, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως ψάλλουμε τὸν ἐπιτάφιο τοῦ θανάτου. «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, ᾅδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν. Καὶ σκιρτῶντες ὕμνουμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν πατέρων Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον» (ᾠδὴ ζ΄ τοῦ κανόνος τοῦ Πάσχα). Καὶ ὁ ἐπιτάφιος τοῦ θανάτου εἶναι ἐπινίκιο τραγούδι. Εἶναι θριαμβευτικὸς παιάνας. Εἶναι ξέσπασμα ἐλευθερίας, ξεφάντωμα χαρᾶς.

   Ξέρετε πότε θὰ σβήσει ἡ Ἀνάσταση; Ὅταν βρεθεῖ ἄλλος δυνατώτερος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ἱστορία τὸ ἀποκλείει.

   Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ζωντανὸς Θεός. Γι’ αὐτὸ ποτὲ δὲν θὰ μπεῖ στὰ ἀρχεῖα τῆς ἱστορίας. Ποτὲ δὲν θὰ γίνει παρελθόν. Θὰ εἶναι πάντοτε παρών. Πάντοτε σύγχρονος. Πάντοτε ὁ ἀξεπέραστος. Ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ καὶ γιὰ τὴν ἐποχή μας τὴν μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Ὅσο ὁ κόσμος πεθαίνει, τόσο θὰ νοσταλγεῖ τὴν Ἀνάσταση.


Μεταστοιχείωση

   Πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση; Θὰ γίνει τὸ θαῦμα καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Θὰ ἀλλάξουμε μία ἡμέρα ἐνδυμασία. Ψάλλουμε στὸν κανόνα τοῦ Μεγ. Σαββάτου: «Τὸ φθαρτὸν δὲ σοῦ πρὸς ἀφθαρσίαν μετεστοιχείωσας» (στ΄ ᾠδή). Γιὰ νὰ ντυθοῦμε ἐμεῖς τὸ ροῦχο τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀθανασίας, Ἐκεῖνος, ὁ Ἄφθαρτος καὶ Αἰώνιος, φόρεσε τὰ ράκη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Πῆρε πάνω του τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἔκανε δικό του «πρόσλημμα», τὴν ὁδήγησε στὸ ἐργαστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὴν ἀφθαρτοποίησε. Ἔτσι ψάλλει θριαμβευτικὰ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος: «Διὰ θανάτου τὸ θνητόν, διὰ ταφῆς τὸ θνητὸν μεταβάλλεις ἀφθαρτίσεις γὰρ θεοπρεπέστατα, ἀπαθανατίζων τὸ πρόσλημμα» (ε΄ ᾠδὴ τοῦ κανόνος τοῦ Μ. Σαββάτου).

   Ἡ ἐξουσία τῆς Ἀναστάσεως ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιτύχει. Ἂν πιστεύουμε, καὶ τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως ὅλου τοῦ κόσμου θὰ γίνει. Καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν μισοπεθαμένων παιδιῶν μας θὰ γίνει πραγματικότητα. Γιὰ ὅλους μας ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν» (κοντάκιο τοῦ Πάσχα).



* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Κυριακοδρόμιο Εὐαγγελίων», ἔκδοσις δευτέρα, Ἀθήνα 1999, σελ. 8 - 12. (Τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)