Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Ἐγὼ ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπε!




Ἐγὼ ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπε!


Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Γεωργίου (Καρσλίδη).


   Κάποιος στὴν Κατοχὴ ἀρρώστησε βαριά. Οἱ δικοί του ἔφεραν γιατροὺς ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ κατάστασή του κάθε μέρα καὶ χειροτέρευε. Ὁ Γέροντας, ποὺ βρίσκονταν τότε στὴν Δράμα, τὸν γνώριζε, τὸν λυπόταν καὶ προσευχόταν γι᾿ αὐτόν.

   Μιὰ μέρα, ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ ἄρρωστος βρίσκονταν στὶς τελευταῖες του στιγμές, πῆρε τὴν μάνα Ἀργυρὼ καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ρώτησε τοὺς δικούς του πῶς πάει καὶ ἀφοῦ ἔμαθε ὅτι τελειώνει, μπῆκε στὸ δωμάτιό του. Εἶδε τὸν ἄρρωστο χλωμό, ἀναίσθητο καὶ μόλις ἀκουγόταν ἡ ἀναπνοή του. Τὸν πλησίασε, τὸν κοίταξε λίγο, τὸν ἔπιασε τὰ ροῦχα του ἀπὸ τὸ στῆθος, τὸν κούνησε δυνατά, τὸν χτύπησε δυὸ φορὲς μὲ τὸ χέρι του καὶ τοῦ εἶπε:

   - Τί κάνεις, εἶσαι ἄρρωστος; ἄνοιξε τὰ μάτια σου!

   Ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια του γιὰ λίγο τὸν κοίταξε καὶ πάλι τὰ ἔκλεισε. Ὁ γέροντας δὲν μιλοῦσε, μόνο τὸν παρακολουθοῦσε. Σὲ λίγο ρώτησε τὸν ἄρρωστο ἂν θέλει νερὸ κι ἐκεῖνος θέλησε. Ἀμέσως τοῦ ἔδωσε λίγο κι ὁ ἄρρωστος ἄρχισε νὰ συνέρχεται. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἦταν τελείως καλά.

   Ἀργότερα στὸ μοναστήρι, τὸν παρακάλεσα νὰ μοῦ πεῖ πῶς θεραπεύτηκε ἐκεῖνος ὁ ἄρρωστος. Ἄρχισε νὰ μοῦ διηγεῖται, κι ὅταν ἔφτασε στὸ σημεῖο ποὺ τὸν χτύπησε, τὸν ρώτησα πῶς τὸ ἔκανε αὐτό, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἑτοιμοθάνατος. Τότε, ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶ τῆς ἐκκλησίας ποὺ ἦταν ἀνοιχτές, ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ μὲ τὸ χέρι του ἔδειξε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὸ τέμπλο, καὶ μοῦ εἶπε:

   - Ἐγὼ αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανα μόνος μου, Ἐκεῖνος μὲ διέταξε κι ἐγὼ ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπε!...