Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ (1)




ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου Η΄ 5–13)


ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ (1)


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


   Ὁ Ἐκατόνταρχος, χριστιανοί, παρέδωσε σ’ ἐμᾶς μάθημα λίαν ψυχωφελὲς καὶ σωτήριο. Αὐτός, πιστεύοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, γνώρισε πόσης καθαρότητας ἔχει ἀνάγκη ὅποιος πλησιάζει πρὸς τὸν Κύριο· κι ἀφοῦ ἐρεύνησε τὸν βίο καὶ τὰ ἔργα του, ἔκρινε τὸν ἑαυτό του ἐντελῶς ἀνάξιο τῆς ὑποδοχῆς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Κύριος καὶ Θεὸς πρόκειται νὰ ἔλθει στὴν οἰκία του, ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος ἀξιωματικὸς κ’ ἐπίσημος, οὐδεμιὰ συστολὴ (διστακτικότητα) ἔλαβε, ἀλλὰ στὸ κέντρο μιᾶς ὁλόκληρης πόλεως τῆς Καπερναοὺμ ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ μετὰ μεγίστης πίστεως, εὐλαβείας καὶ ταπεινοφροσύνης, μὲ παρρησία, λαμπρᾷ τῇ φωνῇ εἰς ἐπήκοον πάντων φώναξε: «Κύριε, οὔκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς», δηλαδή: Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἰσέλθεις Ἐσὺ (ὁ Παντοδύναμος Θεὸς) κάτω ἀπὸ τὴν στέγη μου1.

   Ὢ μακαρία φωνή, διδάσκαλος ὅσων προσέρχονται στὴν μετάληψη τῶν θείων μυστηρίων! Ὢ ἁγία φωνή, ἔλεγχος ὅσων μεταλαμβάνουν ἀναξίως τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ! Ὁ Ἑκατόνταρχος, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, δὲν ἀποτόλμησε νὰ Τὸν εἰσαγάγει στὴν οἰκία του τὴν ὑλικὴ καὶ χειροποίητη· ἐμεῖς, ἀκούγοντας τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Παύλου νὰ λέγει· «Ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου», δηλαδή: ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο αὐτὸν καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου ἀναξίως, θἆναι ἔνοχος καὶ ὑπόδικος γιὰ βαρειὰ ἀσέβεια καὶ ὕβρη ἐναντίον τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου2, αὐθαδιάζοντας Τὸν εἰσάγουμε διὰ τῆς μεταλήψεως τῶν Μυστηρίων στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας. Στὸν Ἑκατόνταρχο ὑπόσχεται ὁ Κύριος θεραπεία· «ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν», δηλαδή: ἐγὼ θἄρθω καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω3, κι ὅμως αὐτὸς φοβᾶται τὴν ὑποδοχή. Σ’ ὅσους ἀναξίως μεταλαμβάνουν φοβερίζει ὁ Κύριος ἀσθένεια καὶ θάνατο· «διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί», δηλαδή: (ἐπειδὴ ἀναξίως κοινωνεῖτε), γιὰ τοῦτο ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας πολλοὶ ἐλαφρὰ ἀσθενεῖς καὶ πολὺ βαρειὰ ἄρρωστοι, καὶ ἀρκετοὶ πεθαίνουν4, κι ὅμως αὐτοὶ ἄφοβα Τὸν μεταλαμβάνουν. Ὁ Ἑκατόνταρχος καθόλου δὲν δίστασε, ἀλλ’ ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ ὁμολόγησε τὴν ἀναξιότητά του· ἐμεῖς δίχως νὰ φοβόμαστε μεταλαμβάνουμε ἀναξίως, γιὰ νὰ φανοῦμε στοὺς ἀνθρώπους ἄξιοι τοῦ Μυστηρίου. Καὶ τοῦτο ἴσως συμβαίνει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἢ ἐπειδὴ οὔτε κατ’ ἐλάχιστον στοχαζόμαστε τὸ ὕψος τοῦ Μυστηρίου, ἢ ἐπειδὴ καθόλου δὲν ἐρευνοῦμε τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἢ τέλος πάντων ἐπειδὴ οὔτε τὸ πρῶτο συλλογιζόμαστε, οὔτε τὸ δεύτερο λαμβάνουμε στὸν νοῦ μας.

   Ἀληθῶς ἐμεῖς, ὅταν προσερχόμασθε στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τίποτ’ ἄλλο δὲν βλέπουμε εἰμὴ ἄρτο καὶ οἶνο, κι ὅταν αὐτὸ μεταλαμβάνουμε, τίποτ’ ἄλλο δὲν αἰσθανόμασθε εἰμὴ ποιότητα ἄρτου καὶ οἴνου· ἀλλ’ ἡ πίστη νικᾶ τὴν αἴσθηση· αὐτὴ ἔχει βεβαιότητα μεγαλύτερη τῆς (βεβαιότητας) τῶν ὀφθαλμῶν, καὶ ἀσφάλεια περισσότερη τῆς γεύσεως καὶ τῶν λοιπῶν αἰσθήσεων· διότι ἡ μὲν αἴσθηση μόνο τὰ ἔξω (ἐξωτερικά), τὰ περὶ τὴν οὐσία, τὰ καλούμενα συμβεβηκότα, παρουσιάζει στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ δὲ πίστη προχωρεῖ στὰ ἔνδον (ἐσωτερικά), καὶ σ’ αὐτὴ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων. Γιὰ τοῦτο ὁ θεηγόρος Πέτρος, ἂν καὶ εἶδε καὶ ἄκουσε καί, –γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι–, ψηλάφησε καὶ τὰ θαύματα, καὶ τὴν Μεταμόρφωση, καὶ τὸ Πάθος, καὶ τὴν Ταφή, καὶ τὴν Ἀνάσταση, καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐλογίζετο (θεωροῦσε) ὅμως τὸν λόγο τῆς πίστεως βεβαιότερο τῶν δικῶν του αἰσθήσεων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσους πρόσεχαν σ’ αὐτὸν μ’ ἐπαίνους τοὺς στήριζε λέγοντας· «Καὶ ταύτην τὴν φωνήν», ἤτοι τὴν «οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα»5, «ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν, σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ· καὶ ἔχομεν βεβαιότερον τὸν προφητικὸν λόγον», δηλαδή: κι αὐτὴ τὴν φωνὴ –τό· "τοῦτος εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπημένος, στὸν ὁποῖο ἐγὼ εὐαρεστήθηκα"– ἐμεῖς, ποὺ ἤμασταν μαζί του στὸ ἅγιο ἐκεῖνο ὄρος (τῆς μεταμορφώσεώς του, τὸ Θαβώρ), τὴν ἀκούσαμε νὰ προέρχεται ἀπ’ τὸν οὐρανό, κ’ ἔτσι ἐπαληθεύτηκαν οἱ λόγοι τῶν προφητῶν (γιὰ τὸν Χριστό)6. Καὶ ὄχι μόνο ἐλογίζετο τοῦτο, ἀλλὰ κ’ ἐπαινοῦσε ὅσους πρόσεχαν στὸν λόγο τῆς πίστεως, καθότι αὐτός, ἕως ὅτου ὑπάρχουμε στὸ σκοτάδι τοῦ παρόντος βίου μᾶς φωτίζει, ὅπως φωτίζει ὁ λύχνος ὅσους βρίσκονται σὲ σκοτεινὸ τόπο· καὶ φωτίζει, μέχρι ν’ ἀναφανεῖ ἡ ἡμέρα τῆς μεταστάσεώς μας ἀπ’ τὸ σκοτάδι τῆς ζωῆς, κι ἀνατείλει στὶς καρδιές μας ὁ φωσφόρος, δηλαδὴ μέχρι νὰ δοῦμε αὐτὸν τὸν πιστευόμενο Ἰησοῦ Χριστό. «ᾯ καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ καὶ φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν», δηλαδή: τοὺς ὁποίους (προφητικοὺς λόγους) καλὰ κάμετε ποὺ προσέχετε ὅπως στὸν λύχνο ποὺ φωτίζει σὲ σκοτεινὸ καὶ δύσβατο τόπο, μέχρις ὅτου ὁλοκάθαρα λάμψει ἡ ἡμέρα κι ἀνατείλει ὁλόλαμπρος ὁ πρωϊνὸς ἀστέρας στὶς καρδιές σας7.

   Ὁ παντοδύναμος Θεὸς καὶ διὰ τύπων, καὶ διὰ μεταβολῶν, καὶ διὰ λόγων, καὶ διὰ πραγμάτων ἐπληροφόρησε τοὺς πάντες, ὅτι ὁ ἄρτος τοῦ Μυστηρίου, τὸν ὁποῖο τρῶμε, εἶναι τὸ σῶμα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του, καὶ ὁ οἶνος, τὸν ὁποῖο πίνουμε, εἶναι τὸ ζωοποιό Του αἷμα. Πρῶτος ὁ πατριάρχης Νῶε, ποὺ διέσωσε ἀπ’ τὸν κατακλυσμὸ τοῦ ὕδατος τὸ σπέρμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ πίνει οἶνο8· τύπος (προτύπωση) τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔσωσε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπ’ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, καὶ πρῶτος εὐλόγησε τὸν οἶνο καὶ τὸν μετέβαλε στὸ αἷμα Του. Ὁ πρῶτος ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου ὁ ἀγενεαλόγητος (χωρὶς γενεαλογικὴ καταγωγὴ) Μελχισεδέκ, ὁ «ἀφωμοιωμένος τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ», δηλαδή: ὅμοιος μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ9, λαμβάνει μὲν τὶς δεκάτες παρὰ τοῦ Ἀβραάμ, καὶ προσφέρει, καθ’ ὁμοίωση αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἄρτο καὶ οἶνο συγχρόνως δὲ καὶ εὐλογία, σημαίνοντας (δηλώνοντας, ἐμφαίνοντας), ὅτι πρώτη ἱερωσύνη, ἡ εὐλογοῦσα τὴν ἐκ περιτομῆς ἱερωσύνη τὴν καταγόμενη ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, εἶναι ἡ ἐξ ἀκροβυστίας, δηλαδὴ ἡ κατὰ Χριστόν, ἡ ὁποία προσφέρει ἄρτο καὶ οἶνο, μεταβάλλουσα αὐτὰ διὰ τῆς εὐλογίας εἰς τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τοῦ κατὰ σάρκα Υἱοῦ τοῦ Ἀβραάμ. Προστάζει ὁ Θεὸς τοὺς Ἰσραηλῖτες λέγοντας· λάβετε «πρόβατον τέλειον»10, καὶ ἀφοῦ τὸ σφάξετε φάγετε· κι ἀλείψατε διὰ τοῦ αἵματος αὐτοῦ τοὺς δύο σταθμοὺς καὶ τὸ ἀνώφλι ἢ κατώφλι τῆς θύρας «ἐν τοῖς οἴκοις, ἐν οἷς ἐὰν φάγωσιν αὐτὰ ἐν αὐτοῖς», δηλαδή: τῶν οἰκιῶν τους, μέσα στὶς ὁποῖες αὐτοὶ θὰ φᾶνε τὸ σφάγιο11. Καὶ τὸ μὲν πρόβατο εἶναι σύμβολο τοῦ «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν»12 ἀχθέντος (ὁδηγηθέντος) Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ Σῶμα ἐμεῖς μεταλαμβάνουμε· τὸ δὲ αἷμα τοῦ προβάτου εἶναι τύπος τοῦ Δεσποτικοῦ Αἵματος, διὰ τοῦ ὁποίου κατὰ μὲν τὸ ὁρώμενο ἁγιάζουμε τὰ δύο χείλη καὶ τὴν γλῶσσα, κατὰ δὲ τὸ νοούμενο πληροῦμε (γεμίζουμε) μὲ θεία χάρη τὸ λογικὸ καὶ θυμοειδὲς καὶ ἐπιθυμητικὸ τῆς ψυχῆς.

   Καὶ μετὰ ταῦτα, γιὰ νὰ μᾶς βεβαιώσει ὁ Θεὸς ὅτι στὴν θεία Εὐχαριστία ὁ μὲν ἄρτος μεταβάλλεται στὸ ζωηφόρο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ οἶνος στὸ ζωοποιό Του Αἷμα, τὸ ἀπέδειξε ἀφοῦ προκατασκεύασε ἄλλες ὅμοιες μεταβολές. Ἔτσι ὁ μὲν Μωῦσῆς στὴν Αἴγυπτο μετέβαλε τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ σὲ  αἷμα· «καὶ μετέβαλε πᾶν τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ εἰς αἷμα»13· ὁ δὲ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, μετέβαλε σὲ οἶνο τὸ ὕδωρ ποὺ ἦταν μέσα στὶς ὑδρίες· «ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον γεγενημένον, φωνεῖ τὸν νυμφίον ὁ ἀρχιτρίκλινος», δηλαδή: καὶ μόλις δοκίμασε ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ νερὸ ποὖχε γίνει κρασί, φωνάζει ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸν γαμπρό14.

   Μετὰ ἀπ’ τοὺς τύπους καὶ τὰ παραδείγματα τῶν μεταβολῶν, μὲ παρρησία ἄρχισε τότε ὁ Θεάνθρωπος νὰ λέγει· «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς», δηλαδή: ἐγὼ εἶμαι ὁ ζωντανὸς ἄρτος, ποὺ ἔχω κατεβεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανό· ὅποιος φάει ἀπὸ τοῦτον τὸν ἄρτο, θὰ ζήσει αἰώνια. Καὶ ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω, εἶναι ἡ σάρκα μου, τὴν ὁποία ἐγὼ θὰ προσφέρω (θυσία) ὑπὲρ τῆς ζωῆς (καὶ σωτηρίας) τοῦ κόσμου15. Καὶ καθὼς διδάσκει αὐτὰ (ὁ Κύριος), μάχονται μεταξύ τους οἱ Ἰουδαῖοι καὶ λέγουν· «πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν;», δηλαδή: πῶς μπορεῖ αὐτὸς νὰ μᾶς δώσει νὰ φᾶμε τὴν σάρκα του;16. Καὶ σὲ τέτοιο βαθμὸ σκανδαλίζονται πολλοὶ ἀπ’ τοὺς μαθητές του, ὥστε δημοσίως τὸν κατηγοροῦν λέγοντας· «σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;», δηλαδή: σκληρὸς εἶναι τοῦτος ὁ λόγος· ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούει καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ;17. Αὐτὸς ὅμως ἐπιβεβαιώνει τὸν λόγο Του, δηλοποιῶντας συγχρόνως καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς μεταλήψεως τοῦ Μυστηρίου· «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς», δηλαδή: σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι, ἐὰν δὲν φᾶτε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πιεῖτε τὸ αἷμα του, δὲν ἔχετε μέσα σας ζωή18. Κ’ ἐτοῦτα μὲν δίδαξε τότε ὁ Θεάνθρωπος στὴν Καπερναούμ· ὅταν ὅμως ἦλθε ἡ ἑσπέρα τοῦ Μυστηρίου, τότε στὴν ἁγία Σιών, καθισμένος μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, ἀφοῦ ἔλαβε στ’ ἅγια χέρια του τὸν ἄρτο κ’ εὐλόγησε, τὸν ἔκοψε κ’ ἔδωκε στοὺς μαθητές του καὶ εἶπε· «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμα μου», δηλαδή: λάβετε, φάγετε· τοῦτο εἶναι τὸ σῶμά μου· κι ἀφοῦ πῆρε τὸ ποτήριο τὸ εὐλόγησε, ἔδωσε σ’ αὐτοὺς καὶ εἶπε· πιεῖτε ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι· διότι τοῦτο εἶναι τὸ αἷμα μου19.

   Χριστιανέ, λοιπόν, ἐσὺ ἄρτο βλέπεις, ἀλλὰ σὺ πιστεύεις ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου σου· οἶνο βλέπεις, ἀλλ’ ὁ δεσποτικὸς λόγος σὲ πείθει ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου σου· ἡ πίστη σου νικᾶ τὴν αἴσθησή σου. Καὶ καθὼς ὅσοι εἶδαν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ περπατάει στὴν γῆ καὶ πίστεψαν σ’ αὐτόν, διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν τους ἔβλεπαν ἄνθρωπο, διὰ τῆς πίστεως μέσα στὴν ψυχή τους τὸν ὁμολογοῦσαν Θεό, ἔτσι καὶ σὺ διὰ μὲν τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ σώματος βλέπεις ἄρτο καὶ οἶνο, διὰ τοῦ φωτὸς τῆς πίστεως, ὅμως, πιστεύεις ὅτι ὁ ἄρτος εἶναι τὸ Σῶμα καὶ ὁ οἶνος εἶναι τὸ Αἷμα τοῦ Δεσπότου σου· καὶ πιστεύοντας ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δὲν βλέπεις, μᾶλλον δὲ ἄλλο ἀπὸ ’κεῖνο τὸ ὁποῖο βλέπεις, γίνεσαι μακάριος· λέγει ὁ Κύριος, «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες», δηλαδή: μακάριοι ὅσοι πίστεψαν χωρὶς νἄχουν δεῖ20. Ἐὰν ἔβλεπες τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου σου, τότε καθόλου δὲν θά ’χες ἀνάγκη τῆς πίστεως· ἐπειδή, ὄχι αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα πιστεύουμε· «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων», δηλαδή: Πίστη εἶναι, ἡ ἀδίστακτη κι ἀκλόνητη πεποίθηση στὴν πραγματικὴ καὶ βέβαιη ὕπαρξη ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἐλπίζουμε· ἀπόδειξη καὶ βεβαιότητα περὶ πραγμάτων, ποὺ δὲν βλέπονται μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος (καὶ τὰ ὁποῖα ἐν τούτοις χάρη στὴν πίστη εἶναι σὰν νὰ τὰ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μας καὶ νὰ τὰ πιάνουμε μὲ τὰ χέρια μας)21· κ’ ἔτσι οὔτε τοῦ μακαρισμοῦ τῆς πίστεως θὰ ἤσουνα τότε ἄξιος. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἡ παντοδύναμη τοῦ Ὑψίστου δεξιὰ ἐπικαλύπτει στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του διὰ τῶν συμβεβηκότων τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ὥστε, βλέποντας τὸν ἄρτο καὶ πιστεύοντας ὅτι εἶναι τὸ Σῶμα, καὶ βλέποντας τὸν οἶνο καὶ πιστεύοντας ὅτι εἶναι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ Αἷμα, ἀπολαμβάνουμε τὸ ἀμαράντινο στεφάνι τῆς πίστεως. Ἐπιπλέον, ἐὰν ἔβλεπες γυμνὸ καὶ ἀπαρακάλυπτο τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου σου, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ πλησιάσεις καὶ νὰ μεταλάβεις αὐτά;


(συνεχίζεται…)


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 165–173. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Ματθ. η΄ 8.

2. Α΄ Κορ. ια΄ 27.

3. Ματθ. η΄ 7.

4. Α΄ Κορ. ια΄ 30.

5. Ματθ. γ΄ 17.

6. Β΄ Πέτρ. α΄ 18, 19.

7. Β΄ Πέτρ. α΄ 19.

8. Γεν. θ΄ 20, 21: «Καὶ ἤρξατο Νῶε ἄνθρωπος γεωργὸς γῆς καὶ ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα. καὶ ἔπιεν ἐκ τοῦ οἴνου…».

9. Ἑβρ. ζ΄ 3.

10. Ἔξοδ. ιβ΄ 5.

11. Ἔξοδ. ιβ΄ 7.

12. Ἡσ. νγ΄ 7.

13. Ἔξοδ. ζ΄ 20.

14. Ἰωάν. β΄ 9.

15. Ἰωάν. στ΄ 51.

16. Ἰωάν. στ΄ 52.

17. Ἰωάν. στ΄ 60.

18. Ἰωάν. στ΄ 53.

19. Ματθ. κς΄ 26-28.

20. Ἰωάν. κ΄ 29.

21. Ἑβρ. ια΄ 1.