Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ (3)




ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου Η΄ 5–13)


ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ (3)


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


   Τοῦτα στ’ ἀλήθεια δὲν τὰ βλέπετε· ἀλλὰ δὲν ἀκούσατε τί ἔπαθε ὁ Ὀζά, ὅταν αὐθαδῶς ἄγγιξε τὴν κιβωτὸ τοῦ Θεοῦ; «Ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος τῷ Ὀζά, καὶ ἔπαισεν αὐτὸν ἐκεῖ ὁ Θεός, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ παρὰ τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», δηλαδή: ὁ Κύριος ὀργίσθηκε πολὺ ἐναντίον τοῦ Ὀζά, τὸν κτύπησε καὶ τὸν θανάτωσε στὸν τόπο ἐκεῖνο κοντὰ στὴν Κιβωτὸ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ36. Δὲν μάθατε τί ἔπαθε ὁ Ὀζίας, ὅταν θυμίασε παρανόμως μέσα στὸν ναό; «Ἡ λέπρα ἀνέτειλεν ἐν τῷ μετώπῳ αὐτοῦ ἐναντίον τῶν ἱερέων ἐν οἴκῳ Κυρίου ἐπάνω τοῦ θυσιαστηρίου τῶν θυμιαμάτων», δηλαδή: ἡ λέπρα φάνηκε στὸ μέτωπό του ἐκεῖ μπροστὰ στοὺς ἱερεῖς, στὸν ναὸ τοῦ Κυρίου, κοντὰ στὸ θυσιαστήριο τῶν θυμιαμάτων37. Δὲν διαβάσατε τί συνέβη στοὺς ἀνευλαβεῖς καὶ πονηροὺς ἱερεῖς Ὀφνὶ καὶ Φινεὲς ποὺ ἀναξίως βάσταζαν τὴν Κιβωτὸ τοῦ Κυρίου; Ἔπεσαν ἀμφότεροι στὴν παρεμβολὴ τοῦ πολέμου καὶ πέθαναν38.

   Καὶ μήπως, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας δὲν παρουσιάζεται, καθὼς πολλὲς φορὲς παλαιότερα ἐφάνη, οὔτε παιδεύει τοὺς ἀναξίους ὅπως πρίν, γι’ αὐτὸ ἐμεῖς καταφρονοῦμε «τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας αὐτοῦ», δηλαδή: τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνεκτικότητάς του καὶ τῆς μακροθυμίας του;39. Ἀλλ’ ἐὰν ἔτσι ἔχει, ἀλλοίμονό μας! διότι κατὰ τὴν σκληρότητα κι ἀμετανόητη καρδιά μας θησαυρίζουμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας ὀργὴ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὀργῆς κι ἀποκαλύψεως τῆς δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ «ὁ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου», δηλαδή: ὅποιος τρώει καὶ πίνει ἀναξίως (τὰ τίμια δῶρα), τρώει καὶ πίνει κρῖμα καὶ καταδίκη γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐπειδὴ δὲν διακρίνει (ἀναγνωρίζει) σ’ αὐτὰ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου40. Τοῦτο δὲ τὸ κρῖμα ἐπιφέρει ὄχι μόνο ποικίλα παθήματα κι ἀρρώστιες καὶ θάνατο, καθὼς σημείωσε ὁ θεῖος Ἀπόστολος γράφοντας πρὸς τοὺς Κορινθίους· «διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄῤῥωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί», δηλαδή: γιὰ τοῦτο, (διότι ἀναξίως κοινωνεῖτε ἀπ’ τὰ τίμια δῶρα), ὑπάρχουν μεταξύ σας πολλοὶ ἐλαφρὰ καὶ βαρειὰ ἄρρωστοι, κι ἀρκετοὶ πεθαίνουν41, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια κόλαση κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅταν ὁ Θεὸς «ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ», δηλαδή: θ’ ἀποδώσει στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του42, ὅπως μᾶς δήλωσε ὁ τῶν ὅλων Κύριος λέγοντας· «τότε ἄρξεσθε λέγειν· ἐφάγομεν ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν, καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας· καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας», δηλαδή: τότε θ’ ἀρχίσετε νὰ λέτε· φάγαμε μαζί σου καὶ ἤπιαμε, καὶ στὶς πλατεῖες μας, (ποὺ ἤμασταν συγκεντρωμένοι), δίδαξες καὶ σ’ ἀκολουθήσαμε· καὶ θὰ πεῖ· σᾶς λέγω, ὅτι δὲν σᾶς ξέρω ἀπὸ ποῦ εἶστε· φύγετε μακρυὰ ἀπὸ μένα ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἐργάτες τῆς ἀδικίας καὶ τοῦ κακοῦ43.

   Κ’ ἐπειδὴ τόσο μεγάλη καὶ τέτοιου εἴδους τιμωρία πρόκειται νὰ συμβεῖ σ’ ὅσους ἀναξίως μεταλαμβάνουν τῶν φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, γιὰ τοῦτο ὁ θεηγόρος Παῦλος ἔδωκε τούτη τὴν ἐντολή· «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω», δηλαδή: ἂς ἐξετάζει δὲ κάθε ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του (μὲ πολλὴ προσοχή), κ’ ἔτσι προετοιμασμένος ἂς τρώει ἀπ’ τὸν καθαγιασμένο ἄρτο κι ἂς πίνει ἀπ’ τὸ καθαγιασμένο ποτήριο44. Ἀκοῦς σοφία καὶ σύνεση; Σὲ χειροτονεῖ κριτὴ (δικαστὴ) τοῦ ἑαυτοῦ σου. Γιατί; Διότι ποιός ἄλλος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους «οἶδε τὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰμὴ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἐν αὐτῷ;», δηλαδή: γνωρίζει τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτὸς ἀπ’ τὸ πνεῦμα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ὑπάρχει μέσα του;45 Ποιός ἄλλος ἄνθρωπος γνωρίζει ἀκριβέστερα τ’ ἀπόκρυφα τῆς καρδιᾶς σου, ἐκτὸς ἀπ’ τὸ πνεῦμά σου καὶ ἡ συνείδησή σου; Γιὰ τοῦτο λοιπόν, προτοῦ πλησιάσεις στὰ Μυστήρια, δοκίμασε τὸν ἑαυτό σου, ἐξέτασε τὶς πράξεις σου, κι ἂν βρεῖς σ’ αὐτὲς παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ γνώμη ἀδιόρθωτη, ἄπεχε, διότι, ἐὰν μεταλάβεις, γίνεσαι «ἔνοχος τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου»46. Πολυπραγμόνησε (ἐξέτασε πολὺ προσεκτικὰ) τοὺς λόγους σου, κι ἂν γνωρίσεις ὅτι «τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε δολιότητας», δηλαδή: τὸ στόμα σου εἶναι ἀπύλωτο σὲ πλῆθος κακιῶν, καὶ ἡ γλῶσσα σου ἐξυφαίνει πάντοτε δολιότητες, καὶ ὅτι «καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον», δηλαδή: καθήμενος ἀργὸς κατηγοροῦσες καὶ δυσφημοῦσες τὸν ἀδελφό σου κ’ ἐναντίον τοῦ γυιοῦ τῆς μητέρας σου (ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου), ἔστηνες παγίδες κ’ ἔθετες προσκόμματα, γιὰ νὰ σκοντάψει καὶ πέσει47, ψεῦδος, συκοφαντία, προδοσία, καὶ παραμένεις σὲ τοῦτα ἀμετανόητος, ἄπεχε, διότι ἀναξίως «ἐσθίεις καὶ πίνεις», κ’ ἔνοχος γίνεσαι τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Ἐξερεύνησε τὶς ἐνθυμήσεις σου, κι ἂν δεῖς ὑπερηφάνεια στὸν νοῦ, φθόνο στὴν ψυχή, ἔχθρα στὴν καρδιά σου, καὶ καμμιὰ μετάνοια, ἄπεχε, διότι ἂν μεταλάβεις κρῖμα καὶ καταδίκη στὸν ἑαυτό σου τρῶς καὶ πίνεις.

   Τὸ Μυστήριο πανάγιο! πρέπον εἶναι λοιπὸν καὶ οἱ προσερχόμενοι σ’ αὐτὸ νὰ εἶναι ἅγιοι. Γιὰ τοῦτο ὁ ἱερεύς, ὅταν πλησιάσει ὁ καιρὸς τῆς θείας μεταλήψεως, ἐκφωνεῖ· «τά ἅγια τοῖς ἁγίοις». Ἀλλὰ ποιός ὁ ἅγιος; «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου; ἀλλ’ οὐδείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς», δηλαδή: ποιός εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἠθικοὺς ρύπους; Κανείς, ἔστω κι ἂν μιὰ μέρα εἶναι ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς του πάνω στὴν γῆ48. Τί πρέπει λοιπὸν νὰ πράξουμε; Ἆραγε συμφέρει ν’ ἀπέχουμε τοῦ Μυστηρίου, γιὰ νὰ μὴ ἐμπέσουμε σ’ ἐνοχὴ καὶ κρῖμα; Ὄχι. Ἡ μετάληψη τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἀναγκαία, πρὸς στηριγμὸ τῆς πίστεως, πρὸς κατόρθωση τῆς ἀρετῆς, πρὸς τελειότητα τοῦ βίου· χωρὶς τὴν μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδύνατον νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς», δηλαδή: σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι, ἐὰν δὲν φᾶτε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πιεῖτε τὸ αἷμα του, δὲν ἔχετε μέσα σας ζωή.

   Ἀλλὰ βλέπω, λέγεις, δυὸ πράγματα, στενὰ καὶ τὰ δύο. Ἐὰν μεταλάβω ἀναξίως, ἁμαρτάνω. Ἐὰν δὲν μεταλάβω ὁλότελα, κολάζομαι. Τί νὰ πράξω λοιπὸν δὲν γνωρίζω. Ἄλλο τρίτο, ἀδελφέ, πρᾶξε, δηλαδὴ μετάλαβε ἀξίως. Ἀλλὰ πῶς, ἐφόσον εἶμαι ἁμαρτωλός; Τὸ πῶς, σοῦ περιέγραψε ὁ Θεὸς καὶ διὰ τοῦ προφήτου Μωϋσῆ καὶ διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ μὲν Παῦλος σοῦ παραγγέλλει· «Δοκίμασον πρῶτον σεαυτόν», δηλαδὴ ἐρεύνησε ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ βλέποντας τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν σου, στοχαζόμενος ὅμως καὶ τὸ ἀναγκαῖο τῆς μεταλήψεως γιὰ τὴν σωτηρία σου, μὴ νυστάξεις, μηδὲ ὑπνώσεις, μηδὲ μείνεις κοιτόμενος στὸν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας σου. «Ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός», δηλαδή: ξύπνα ἐσὺ ποὺ κοιμᾶσαι (τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας) καὶ πετάξου ὄρθιος ἀνάμεσα ἀπ’ τοὺς νεκροὺς (τῆς ἁμαρτίας), καὶ ὁ Χριστὸς θὰ σὲ φωτίσει49. Πρᾶξε ὅσα διὰ τοῦ Μωϋσῆ σὲ διέταξε ὁ Θεός· «ἅγνισον σεαυτόν», δηλαδή, καθάρισε τὸν ἑαυτό σου, τὸ ὁποῖο σημαίνει, μετανόησε ὅπως ὁ Μανασσῆς· ἐγκατάλειψε τὴν ἀνομία ὅπως ὁ Ζακχαῖος· ἀποφάσισε νὰ ζήσεις εὐάρεστα στὸν Θεὸ ὅπως ὁ Ματθαῖος. «Ἅγνισον σεαυτόν», δηλαδὴ πρόσελθε στοῦ πνευματικοῦ πατέρα τὸ κριτήριο, καὶ μὲ ταπεινοφροσύνη ὅπως ἡ πόρνη, καὶ μὲ κατάνυξη ὅπως ὁ λῃστής, ἐξαγόρευσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου. Ἡ μετάνοια, ἡ ἐπιστροφή, ἡ τέλεια ἀποχὴ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἐξομολόγηση ἐξαλείφει τὶς ἀνομίες σου, καὶ σὲ καθαρίζει ἀπ’ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου. «Τὴν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα», λέγει ὁ Προφήτης, «καὶ τὴν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα· εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου», δηλαδή: (μετανόησα κι ἐξομολογήθηκα στὸν Κύριο τὴν ἁμαρτία μου.) Τὴν ἔκαμα σὲ Αὐτὸν γνωστὴ καὶ δὲν συγκάλυψα πλέον οὔτε ἀπέκρυψα τὴν ἀνομία μου· εἶπα (μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά)· θὰ ἐξομολογηθῶ μὲ εἰλικρίνεια τὴν ἀνομία μου στὸν Κύριο, καὶ θὰ κατηγορήσω γι’ αὐτὴν τὸν ἑαυτό μου· τότε σύ, Κύριε, συγχώρησες τὴν ἀσέβεια κ’ ἐξάλειψες τὴν ἐνοχὴ τῆς καρδιᾶς μου50. Πλῦνε, ὅπως ὁ Πέτρος μὲ πικρὰ δάκρυα, ὄχι τὰ ἐνδύματά σου, ἀλλὰ τὸν ρύπο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς σου. Πρὸ τριῶν ἡμερῶν, τουλάχιστον, ἑτοίμασε τὸν ἑαυτό σου μὲ προσευχή, μὲ νηστεία, μὲ ἐλεημοσύνη, καὶ μὲ κάθε ἄλλο θεάρεστο ἔργο. Ἔπειτα μὲ πίστη κ’ εὐλάβεια, μὲ φόβο καὶ τρόμο πρόσελθε χτυπῶντας τὸ στῆθος, ὅπως ὁ τελώνης, καὶ τὸ «Κύριε, οὔκ εἰμὶ ἱκανός ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς» κραυγάζοντας ὅπως ὁ Ἑκατόνταρχος, κ’ ἔτσι μετάλαβε τῶν ἐπουρανίων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, γίνεται σὲ σένα ἡ Μετάληψη ἁγιασμὸς ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ τέλεια ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Καὶ τότε γίνεσαι ἀνίκητος ἀπ’ τὰ πάθη, φοβερὸς στοὺς δαίμονες, φίλος τῶν ἀγγέλων, υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ κληρονόμος τῆς ἐπουρανίου Του βασιλείας. Ἀμήν.


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 165–173. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


36. Β΄ Βασιλ. στ΄ 7.

37. Β΄ Παραλειπ. κς΄ 19.

38. Α΄ Βασιλ. δ΄ 4-11.

39. Ρωμ. β΄ 4.

40. Α΄ Κορ. ια΄ 29.

41. Α΄ Κορ. ια΄ 30.

42. Ρωμ. β΄ 6.

43. Λουκ. ιγ΄ 26-27.

44. Α΄ Κορ. ια΄ 28.

45. Α΄ Κορ. β΄ 11.

46. Α΄ Κορ. ια΄ 27.

47. Ψαλμ. μθ΄ 19, 20.

48. Ἰώβ ιδ΄ 4, 5.

49. Ἐφεσ. ε΄ 14.

50. Ψαλμ. λα΄ 5.