Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ (1)




ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου Θ΄ 27–35)


ΟΜΙΛΙΑ

 ΚΑΤΑ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ (1)


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*



   ΠΑΡΑΤΗΡΩ στὴν ἱστορία τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου τὴν σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν οἱ δύο τυφλοὶ στὸ μέσον τοῦ δρόμου μεταξὺ τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων ἔκραζαν μεγαλόφωνα· «Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησον ἡμᾶς»· ἀκούω καὶ τὴν παραγγελία (ἐντολὴ) τὴν ὁποία τοὺς ἔδωκε, ἀφοῦ ἄνοιξε καὶ φώτισε τὰ μάτια τους· «ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω», δηλαδή· προσέξτε, κανεὶς νὰ μὴ τὸ μάθει1. Καὶ στοχαζόμενος ὅτι καὶ ἡ σιωπὴ καὶ ἡ παραγγελία Του ἔκρυβαν τὰ θαύματα, θαυμάζω κι ἀπορῶ. Ἐὰν ὁ Κύριος ἔπραττε τοῦτα μόνο στοὺς δυὸ τυφλούς, ἡ ἀπορία θὰ δεχότανε λύση· ἐπειδὴ ὅμως βλέπουμε ὅτι ὅσες φορὲς θαυματούργησε ὁ Θεάνθρωπος, αὐτὸ τὸ ἴδιο πάντοτε ἔπραξε, γιὰ τοῦτο ἡ ἀπορία ὄχι μόνο δὲν λύνεται, ἀλλ’ αὐξάνει καὶ κραταιοῦται.

   Καθαρίζει ἀπ’ τὴν λέπρα ἐκεῖνον τὸν λεπρὸ ποὺ συνάντησε, κ’ εὐθὺς τοῦ παραγγέλλει (δίδει ἐντολὴ) λέγοντας· Πρόσεχε, κλεῖσε τὸ στόμα σου, σὲ κανένα μὴ φανερώσεις τὸ θαῦμα· «ὅρα, μηδενὶ εἴπης»2. Ξηραίνει τὴν πολυχρόνια ροὴ τοῦ αἵματος τῆς αἱμορροούσης, ἔπειτα ἀναφέρει τὸ θαῦμα ὄχι στὴν δύναμή Του, ἀλλὰ στὴν πίστη τῆς ἄρρωστης. Ἡ πίστη σου, λέει, γιάτρεψε τὴν ἀσθένειά σου· «θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»3. Τοῦτο τὸ ἴδιο εἶπε κι ὅταν συνέσφιγξε τὰ παράλυτα μέλη τοῦ δούλου τοῦ Ἑκατόνταρχου· «ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι», δηλαδή· πήγαινε, καὶ ὅπως πίστεψες, νὰ γίνει4. Ὁμοίως κι ὅταν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ δαίμονος τὴν θυγατέρα τῆς Χαναναίας· «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις», δηλαδή· ὦ γυναῖκα, ἡ πίστη σου εἶναι μεγάλη! Ἂς γίνει γιὰ χάρη σου ὅπως θέλεις5. Ὅταν ἦλθε στὴν οἰκία τοῦ Πέτρου καταπαύει τὸν πυρετὸ τῆς πεθερᾶς του, διώχνει τὰ δαιμόνια ἀπ’ τοὺς δαιμονιζομένους ποὺ τοῦ ἔφεραν, γιατρεύει ὅλους τοὺς ἐκεῖ ἀσθενεῖς6. Ἔπειτα βλέποντας ὅτι πολὺς ὄχλος τὸν περικύκλωσε, φεύγει ἀμέσως ἀπό ’κεῖ · «ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς πολλοὺς ὄχλους περὶ αὐτὸν ἐκέλευσεν ἀπελθεῖν εἰς τὸ πέραν»7. Αὐτὸ τὸ ἴδιο ἔπραξε κι ὅταν ἡσύχασε τὸν σεισμὸ τῆς θαλάσσης, καὶ καταπράϋνε τοῦ ἀνέμου τὴν ζάλη· ἔφυγε δηλαδὴ ἀμέσως, καὶ διαπερνῶντας στὸ πέρα μέρος τῆς θαλάσσης, «ἦλθεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν»8. Ὅταν σήκωσε τὸν παράλυτο ἀπ’ τὴν κλίνη, εὐθὺς «ἐξένευσεν» (δηλ. ξέφυγε) διὰ μέσου τοῦ ὄχλου γιὰ νὰ μὴ γνωρισθεῖ9. Ὅταν μὲ πέντε ἄρτους χόρτασε τοὺς πέντε χιλιάδες, ἀνάγκασε τοὺς μαθητές του ν’ ἀναχωρήσουν ἀπό ’κεῖ10 · κι ὅταν μὲ τοὺς ἑπτὰ ἄρτους ἔθρεψε τοὺς τέσσερις χιλιάδες, ἔφυγε ἀμέσως καὶ ἦλθε στὰ ὅρια Μαγδαλά11. Ὅταν δὲ ἦλθε στὴν οἰκία τοῦ ἀρχισυναγώγου, γιὰ ν’ ἀναστήσει τὴν θυγατέρα του, φροντίζοντας νὰ κρύψει τὸ θαῦμα, πρῶτα μὲν εἶπε στοὺς παρεστῶτες· Ἀναχωρεῖστε, τὸ κορίτσι δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται, ἔπειτα ἔβγαλε ὅλο τὸν λαὸ ἔξω, καὶ τότε ἀνέστησε τὴν θανοῦσα κόρη12. Ὅταν, βγαίνοντας ἀπ’ τὴν συναγωγή, γιάτρεψε ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες ὅλους ὅσους στάθηκαν ἐνώπιόν Του, τότε ὄχι μόνον εἶπε· Σωπᾶτε, μὴ φανερώσετε ὅτι ἐγὼ σᾶς γιάτρεψα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπετίμησε, γιὰ νὰ σιωπήσουν· «καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν ποιήσωσιν αὐτόν»13. Ὅταν ἐπάνω στὸ Θαβώριο ὄρος ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἱμάτιά του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς, κι ἀκούστηκε φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης νὰ λέγει· «οὖτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε», δηλαδή· τοῦτος εἶναι ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, ὁ ἐκλεκτός μου, αὐτὸν ν’ ἀκοῦτε14, τότε ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τῆς σιωπῆς στοὺς μαθητές του, καὶ εἶπε· «μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ», δηλαδή· σὲ κανέναν νὰ μὴ πεῖτε τ’ ὅραμα ἕως ὅτου ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν15.

   Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία· ἡ δημοσίευση τῶν θαυμάτων εἶναι λύχνος ποὺ φωτίζει καὶ μαγνήτης ποὺ ἕλκει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξει τὴν πίστη, ἀναλαμβάνει τόση φροντίδα καὶ τόσον ἀγῶνα, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τῶν θαυμάτων τὴν ἀνακήρυξη· ἀνάβει λύχνο, κ’ ἔπειτα τὸν κρύβει «ὑπὸ τὸν μόδιον»16 τοῦτο εἶναι στ’ ἀλήθεια παράδοξο! Ἆραγε γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς κενοδοξίας τὰ ἔκαμε τοῦτα; Ἀλλὰ γιὰ μιὰ ἁμαρτία, ἡ ὁποία φαίνεται τόσο μικρή, ἐμποδίζεται ὁ πολλαπλασιασμὸς τῆς πίστεως; Ναί· γιὰ τὴν κενοδοξία. «Ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι», δηλαδή· ἡ πίστη εἶναι νεκρὴ χωρὶς ἔργα17· ἡ κενοδοξία φθείρει τὴν δύναμη ὅλων τῶν καλῶν ἔργων· γι’ αὐτὸ καθιστᾶ νεκρὴ τὴν πίστη. Καὶ ποιά ἡ ὠφέλεια ἀπὸ μιὰ τέτοια νεκρὴ πίστη; Γιὰ τοῦτο λοιπὸν ὁ Θεάνθρωπος ἀφιέρωσε τόση προσοχὴ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς κενοδοξίας, γιὰ νὰ δείξει διὰ τούτου τὴν ἐκ τῆς κενοδοξίας φθορὰ τῆς σωτηρίας. Καὶ στ’ ἀλήθεια, μέγα καὶ φοβερὸ ἁμάρτημα ἡ κενοδοξία· αὐτὴ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου παντοιοτρόπως γίνεται ἐπίβουλος τῆς σωτηρίας του.

   Πρῶτο ἀπ’ ὅλα τὰ προαιρετικὰ πάθη στὸν ἄνθρωπο ἀναφαίνεται τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας. Στὸ νήπιο κανένα πάθος προαιρέσεως δὲν βλέπεις· καὶ πρῶτο προκύπτει σ’ αὐτὸ ἡ κενοδοξία· ὅταν τὸ τιμᾶς, δείχνει σημεῖα χαρᾶς· κι ὅταν τὸ ἐπαινεῖς, εὐφραίνεται καὶ γίνεται πρόθυμο· κι ἂν πεῖς κατ’ αὐτοῦ περιφρονητικὸ λόγο, σκυθρωπάζει ἀμέσως καὶ κλαίει. Τῆς κενοδοξίας τὸ πάθος ἀκολουθεῖ ἕως θανάτου· διότι καὶ παιδιά, καὶ νέοι, καὶ γέροντες, κι ἐσχατόγεροι, καὶ ἡμίθνητοι ὀρέγονται (λαχταροῦν) καὶ θέλουν τὴν τιμὴ καὶ τὸν ἔπαινο. Καὶ τὸ παραδοξότερο τούτων εἶναι, ὅτι ἡ κενοδοξία ἀκολουθεῖ πολλὲς φορὲς καὶ μετὰ θάνατον· τὰ πολυέξοδα σάβανα, οἱ πολύτιμοι τάφοι, οἱ ὑψηλὲς πυραμίδες, τὰ ὁμοιώματα κι οἱ χαρακτῆρες τῶν προσώπων, οἱ λαμπρὲς στῆλες, τὰ μεγαλορρήμονα ἐπιγράμματα, καὶ τὰ λοιπὰ ὅσα, ἢ ἐμεῖς πρὸ τοῦ θανάτου, ἢ οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι μετὰ θάνατον ἑτοιμάζουν, τί ἄλλο εἶναι εἰμὴ μόνον ὁ δυσώδης καπνὸς τῆς δοξομανίας; Περὶ τούτων τῶν ἀνθρώπων ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ Προφήτης εἶπε· «οἱ τάφοι αὐτῶν οἰκίαι αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα, σκηνώματα αὐτῶν εἰς γενεὰν καὶ γενεάν· ἐπεκαλέσαντο τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐπὶ τῶν γαιῶν αὐτῶν», δηλαδή· οἱ τάφοι τους θἆναι οἱ παντοτεινὲς κατοικίες τους· αὐτὴ θἆναι ἡ κατασκήνωσή τους, στὴν ὁποία θὰ μένουν σ’ ὅλες τὶς γενιές· κατέγραψαν ἀνόητα ἐπ’ ὀνόματί τους τὰ κτήματα καὶ τὰ οἰκόπεδά τους νομίζοντας ὅτι ἔτσι θὰ τὰ κατέχουν αἰώνια18.

   Βρίσκει ἡ κενοδοξία στὸν καθένα ὕλη, στὴν ὁποία γεννιέται καὶ τρέφεται· τ’ ἀγαθὰ τῆς φύσεως, τῆς τύχης, τῆς ἕξεως, τῆς προαιρέσεως, γίνονται ὔλη καὶ τροφὴ τῆς κενοδοξίας. Ὁ ἕνας φροντίζει γιὰ νὰ τὸν ἐπαινοῦν ὡς ὄμορφο, ὡς φρόνιμο, ὡς ἔξυπνο· ὁ ἄλλος θέλει κι ἀγωνίζεται γιὰ νὰ τὸν ὑπολογίζουν εὐγενῆ, πλούσιο, ἀξιωματικό· τοῦτος θέλει κ’ ἐπιμελεῖται γιὰ νὰ τὸν τιμοῦν ὡς διδάσκαλο καὶ σοφὸ καὶ παντεχνίτη· καὶ ἄλλος πάλι θέλει νὰ ἐπιτηδεύεται μὲ κάθε τρόπο γιὰ νὰ τὸν νομίζουν φιλοδίκαιο, σώφρονα, φιλάγαθο, ἐνάρετο. Ἀλλ’ ἆραγε φεύγει ἡ κενοδοξία ἀπὸ μᾶς, ὅταν δὲν βρίσκει σὲ μᾶς τέτοια ὕλη καὶ τροφή; Ἆραγε, λέγω, φεύγει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θὰ τύχει (βρεθεῖ) στερημένος ἀπ’ ὅλα τὰ προαναφερθέντα ἀγαθά; Ὄχι· αὐτὴ τότε βλάπτει τὴν φαντασία καὶ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο σχεδὸν ἄφρονα καὶ μωρόν. Θέλει κι ὁ δύσμορφος νὰ φαίνεται καὶ νὰ νομίζεται ὄμορφος κι ὡραῖος· καὶ ὁ εὐτελής, πλούσιος κ’ ἔνδοξος· κι ὁ ἀμαθής, σοφὸς κ’ ἐπιστήμων· καὶ ὁ γεμάτος ἁμαρτίες, δίκαιος καὶ ἅγιος. Τόση εἶναι ἡ δύναμη τῆς κενοδοξίας!

   Ἐπιπλέον, αὐτὴ εἶναι πάθος πολὺ ἀπατηλὸ καὶ δόλιο καὶ μᾶς κατακυριεύει σχεδὸν ἀνεπαίσθητα. Ὅταν παραδείγματος χάριν, ψάλλεις ἢ ἀναγινώσκεις μόνος στὴν ἐκκλησία, τότε νυστάζεις, μαραίνεται ἡ φωνή σου, φεύγουν τὰ λόγια ἀπ’ τὸ στόμα σου, οὐδεμία προθυμία ἔχει ἡ ψυχή σου· ἐὰν ὅμως, στρέψεις τὰ μάτια καὶ δεῖς ὅτι ἦλθαν καὶ συμπαρίστανται ἀκροατές, φεύγει ἀμέσως ἡ νύστα, ἀνοίγει τὸ στόμα σου, λαμπρύνεται ἡ φωνή σου, προφέρεις τὰ λόγια καθαρά, σοῦ ’ρχεται πολλὴ προθυμία καὶ δύναμη μεγάλη, μ’ ἕνα λόγο γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος. Καὶ πόθεν αὐτὴ ἡ ταχύτατη ἀλλοίωση; Ἐσύ, ἴσως νομίζεις ὅτι εἶναι μεταβολὴ τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, πλὴν ὅμως σφάλλεις· διότι αὐτὴ εἶναι ἀλλοίωση τῆς δεξιᾶς τοῦ Σατανᾶ, ὁ ὁποῖος ἀνεπαίσθητα σὲ ποτίζει τὸ ὕδωρ τῆς φιλοδοξίας· κι αὐτὸ χλωραίνει μὲν τὶς σωματικὲς δυνάμεις σου, σαπίζει ὅμως καὶ καταφθείρει τὴν χάρη τῆς ἀρετῆς σου.

   Τοῦτο τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σὲ κάθε ἄλλο ἀγαθὸ ἔργο. Ὅταν ἀκούσω ὅτι ἐπαινοῦν τὴν ἀνδρεία μου, ἢ θαυμάζουν τὸν πλοῦτο μου, ἢ ἐγκωμιάζουν τὰ συγγράμματά μου, ἢ μεγαλύνουν τὰ κατορθώματα τῶν ἀρετῶν μου, τότε γίνομαι περίχαρος καὶ πολὺ πρόθυμος. Κι ὅταν βλέπω ὅτι οὐδείς, οὔτε ἐπαινεῖ, οὔτε κάνει λόγο, οὔτε κἂν γνωρίζει τὰ ἔργα μου, τότε σκυθρωπάζω καὶ γίνομαι ὀκνηρὸς καὶ δυσκίνητος. Τοῦτο εἶναι πνεῦμα κενοδοξίας ποὺ κατακυριεύει τὴν καρδιά μου, κι ἐγὼ ὁ ἄθλιος ἀναισθητῶ καὶ καθόλου δὲν τὸ γνωρίζω αὐτό.


(συνεχίζεται…)


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 198–203. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Ματθ. θ΄ 30.

2. Ματθ. η΄ 4.

3. Ματθ. θ΄ 22.

4. Ματθ. η΄ 13.

5. Ματθ. ιε΄ 28.

6. Ματθ. η΄ 14-16.

7. Ματθ. η΄ 18.

8. Μαρκ. ε΄ 1.

9. Ἰωάν. ε΄ 13.

10. Ματθ. ιδ΄ 22.

11. Ματθ. ιε΄ 39.

12. Ματθ. θ΄ 24, 25.

13. Ματθ. ιβ΄ 16.

14. Ματθ. ιζ΄ 5.

15. Ματθ. ιζ΄ 9.

16. Ματθ. ε΄ 15· ὁ μόδιος ἦταν ξύλινο δοχεῖο (μετρικὸ σκεῦος) καὶ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴν μέτρηση ξηρῶν καρπῶν.

17. Ἰακ. β΄ 26.

18. Ψαλμ. μη΄ 12.