Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΝΑ ΜΗ ΖΗΤΟΥΜΕ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΘΕΝΤΕΣ




ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου Η΄ 28–34 καὶ Θ΄ 1)


ΟΜΙΛΙΑ

 ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΝΑ ΜΗ ΖΗΤΟΥΜΕ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΘΕΝΤΕΣ


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


 

   Μὴ παραδράμουμε ἀπερίσκεπτα, ἀδελφοί, τὴν ἀνεξικακία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς ἀχαρίστους Γεργεσηνούς· διότι ἡ σκέψη σχετικὰ μ’ αὐτὴν διδάσκει τὴν διόρθωση μιᾶς ἁμαρτίας, στὴν ὁποία σχεδὸν πάντες ἀνεπαίσθητα περιπίπτουμε.

   Ἐμεῖς ἀπὸ συνήθεια κακίζουμε (κακιώνουμε) ἀσυλλόγιστα μέ ’κείνους, οἱ ὁποῖοι γίνονται ἀχάριστοι πρὸς τὶς εὐεργεσίες μας. Καὶ ὅτι ἡ ἀχαριστία εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, τοῦτο τὸ φανέρωσε ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὅταν εἶδε τὴν ἀχαριστία τῶν δέκα λεπρῶν. Αὐτοὶ καὶ οἱ δέκα μαζὶ ὑψώνοντας τὴν φωνὴ κραύγασαν μεγαλόφωνα· «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς», δηλαδή· Ἰησοῦ διδάσκαλε, ἐλέησέ μας1. Κι ὁ μὲν Ἰησοῦς τοὺς σπλαγχνίστηκε καὶ τοὺς εἶπε: Πηγαίνετε στοὺς ἱερεῖς καὶ δεῖξτε σ’ αὐτοὺς τὰ καταλεπρωμένα μέλη σας. Κ’ ἐκεῖνοι, ὑπακούοντας πρόθυμα στὸ θεῖο πρόσταγμά Του, ἔτρεξαν πρὸς τοὺς ἱερεῖς· ἀλλὰ προτοῦ φθάσουν, δηλαδὴ καθ’ ὁδὸν καθαρίστηκαν. Ἕνας μόνο ἀπ’ αὐτούς, Σαμαρείτης, εὐθὺς ἐπέστρεψε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, «καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ», δηλαδή· κ’ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο κατὰ γῆς κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, εὐχαριστῶντάς Τον ἐκ βάθους ψυχῆς2. Τότε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἤλεγξε τὴν ἁμαρτία τῆς ἀχαριστίας λέγοντας· «οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος;», δηλαδή· δὲν καθαρίστηκαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Δὲν θεώρησαν καθῆκον τους νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, ἐκτὸς ἀπὸ τοῦτον ποὺ εἶναι ἀλλοεθνής;3. Ὁ ἀχάριστος ἀθετεῖ τοὺς νόμους ὄχι μόνο τῆς λογικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἄλογης φύσεως· διότι καὶ τ’ ἄλογα ζῶα εὐεργετούμενα δείχνουν ὅπως μποροῦν τὴν εὐχαριστία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὰ εὐεργετοῦν· καὶ διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς ἤλεγχε τοὺς Ἰσραηλῖτες γιὰ τὴν ἀγνωμοσύνη ποὺ ἔδειχναν στὶς ἄμετρες εὐεργεσίες του. Καὶ τὸ βόδι, –ἔλεγε σ’ αὐτοὺς διὰ τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου–, γνωρίζει τὸν εὐεργέτη του, κι ὁ ὄνος διακρίνει τὴν φάτνη τοῦ δεσπότου του, σεῖς ὅμως οἱ Ἰσραηλῖτες οὔτε γνωρίζετε, οὔτε διακρίνετε τῶν εὐεργεσιῶν μου τὸ πλῆθος. «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὑτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός μου οὐ συνῆκεν», δηλαδή· τὸ βόδι γνωρίζει τὸν ἰδιοκτήτη του κι ὁ ὄνος γνωρίζει τὴν φάτνη, ἰδιοκτησία τοῦ κυρίου του· ὁ ἰσραηλιτικὸς ὅμως λαὸς δὲν μὲ ἀναγνωρίζει ὡς κύριό του, δὲν ἔχει οὔτε στοιχειώδη κατανόηση γιὰ μένα4. Ἁμαρτάνει, ναί, ὁ ἀχάριστος κατὰ πάντων τῶν νόμων, ἐπειδὴ καὶ ἡ αἰσθητικὴ φύση, καὶ ἡ λογικὴ διάκριση, καὶ ὁ Θεὸς θέλει τὴν εὐχαριστία· πλὴν ὅμως, κι αὐτὸς ὁ εὐεργέτης ὅταν ἀγανακτεῖ κατὰ τοῦ ἀχαρίστου, χάνει τῆς εὐεργεσίας τὸν μισθὸ κι ἁμαρτάνει βαρέως.

   Ἁμαρτάνει ὁ ἀχάριστος ἁμαρτία μεγάλη, ἀλλὰ μόνο τὴν ἁμαρτία τῆς ἀχαριστίας· ὁ δὲ εὐεργέτης, ὅταν ζητεῖ ἀνταπόδοση καὶ δὲν λαμβάνει, τότε πέφτει σὲ πολλὲς ἁμαρτίες· πέφτει στὸν θυμό, στὴν κατάκριση, στὸ μῖσος· ἐκριζώνει ἀπ’ τὴν καρδιά του τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν εὐεργετικὴ προαίρεση. Ὁ μὲν ἀχάριστος, ὅσο κι ἂν εἶναι σκληρόκαρδος, αἰσθάνεται τῆς ἁμαρτίας του τὸ βάρος, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει ἐλπίδα κάποτε νὰ μετανοήσει καὶ νὰ κατασταθεῖ εὐγνώμων πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Ὁ δὲ εὐεργέτης, ἐπειδὴ στοχάζεται ὅτι ἔχει μέγα δικαίωμα νὰ ζητεῖ ἀπ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει εὐεργετήσει τὴν ἀνταπόδοση, δὲν μετανοεῖ, ἀλλ’ οὔτε γνωρίζει τὴν ἁμαρτία του· κι ἔτσι οὐδεμία ἐλπίδα ὑπάρχει ἐπιστροφῆς καὶ διορθώσεως τούτων τῶν ἁμαρτημάτων.

   Ἡ εὐεργεσία εἶναι ἀρετὴ πολὺ μεγάλη ἐπειδὴ εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης, εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἐνεργουμένη. Ἡ πονηρία ὅμως τῆς ἀνθρώπινης προαιρέσεως μεταβάλλει τὴν ἀρετὴ σὲ ἁμαρτία· διαστρέφει ἡ διεφθαρμένη προαίρεση τὸν ὀρθὸ σκοπὸ τῆς εὐεργεσίας· γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀρετὴ μεταβάλλεται σὲ κακία, ἢ γιὰ νὰ τὸ πῶ ὀρθότερα, ἡ μεγάλη ἀρετὴ γίνεται ἀφορμὴ πολλῶν ἁμαρτημάτων.

   Ἄνθρωπε, γιατί ἀγανακτεῖς κατὰ τοῦ ἀχαρίστου; Σὺ βέβαια ἀγανακτεῖς, ἢ ἐπειδὴ δὲν ἔλαβες καμμιὰ ἀνταπόδοση, ἢ ἐπειδὴ δὲν ἔλαβες ἀμοιβὴ ἀνάλογη τῆς εὐεργεσίας σου, ἢ ἐπειδὴ ἀντέλαβες πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν. Λοιπόν, ὅταν εὐεργέτησες ἀπέβλεπες στὴν ἀνταπόδοση· ἀγαθοποίησες, γιὰ ν’ ἀγαθοποιηθεῖς· ἔδωσες, γιὰ νὰ λάβεις· ἡ εὐεργεσία σου λοιπὸν δὲν εἶναι εὐεργεσία, ἀλλὰ δάνειο· διότι ὁ δανειστὴς δίνει γιὰ νὰ τὰ λάβει πάλι· ἡ εὐεργεσία σου δὲν εἶναι εὐεργεσία, ἀλλὰ ἐμπόριο· διότι ὁ ἔμπορος δίνει τοῦτο, γιὰ νὰ λάβει ἐκεῖνο. Ἄλλο ὅμως εἶναι τὸ δάνειο καὶ τὸ ἐμπόριο, κι ἄλλο ἡ εὐεργεσία· ἐκεῖνα εἶναι δοσοληψίες, αὐτὴ εἶναι χάρισμα καὶ δῶρο· ἐὰν ζητᾶς τὴν ἀνταπόδοση, γιατί ἁρπάζεις τ’ ὄνομα τῆς εὐεργεσίας καὶ λέγεσαι εὐεργέτης; Κ’ ἐὰν ὀνομάζεσαι εὐεργέτης, γιατί ζητᾶς ἀνταπόδοση γιά ’κεῖνο τὸ ὁποῖο χάρισες; Ὅταν λέγεις ὅτι εὐεργετεῖς, ἔπειτα ζητᾶς ἀνταπόδοση, τότε γίνεσαι ὑποκριτὴς κι ἀπατεώνας, τότε ξεγελᾶς τὸν κόσμο· διότι οἱ μὲν ἄνθρωποι, ἀκούγοντας ὅτι εὐεργετεῖς καὶ βλέποντας ὅτι δίδεις χωρὶς συναλλακτικῶν γραμμάτων κ’ ἐγγράφου συμφωνίας, σ’ ἐπαινοῦν ὡς εὔσπλαγχνο εὐεργέτη· ἐσὺ ὅμως, στὸν μὲν λόγο φαίνεσαι εὐεργέτης, στὸ δὲ ἔργο ὑπάρχεις δανειστὴς ἢ τέλειος πραγματευτὴς (ἔμπορος).

   Ἔστω, λέγουν κάποιοι· ἐμεῖς οὔτε περισσότερα, οὔτε ἴσα, οὔτε λιγότερα ζητοῦμε ἀπ’ τοὺς εὐεργετηθέντες. Ἀλλ’ ὅταν ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο εὐεργετήσαμε, γίνεται διώκτης καὶ ἐπίβουλος καὶ συκοφάντης καὶ προδότης μας, τότε τοῦτο ταράζει τὰ σπλάγχνα μας, τοῦτο εἶναι τὸ ἀνυπόφορο. Τοῦτο, ἀδελφοί, ταράζει ἐπειδὴ εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι ἔχουμε δικαίωμα ἐπάνω στοὺς εὐεργετηθέντες, καὶ εἶναι κολλημένη μέσα στὴν φαντασία μας ἡ ἔννοια τῆς ἀνταποδόσεως· τοῦτο γίνεται ἀνυπόφορο, ἐπειδὴ εὐεργετοῦμε, ἔχοντας τὸν σκοπό, τὸν ὁποῖο εἶχαν οἱ ἐθνικοὶ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Τοῦτο ταράζει καὶ εἶναι ἀφόρητο, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουμε τί εἶναι εὐεργεσία καὶ γιὰ ποιά αἰτία εὐεργετοῦμε.

   Ὅποιος θέλει νὰ μάθει ποιό εἶναι τὸ ὕψος καὶ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ χάρη τῆς εὐεργεσίας, ἐκεῖνος πρέπει ν’ ἀπέλθει στὸ σχολεῖο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ αὐτὸς θ’ ἀκούσει τὰ μαθήματα τῆς ἀληθινῆς εὐεργεσίας. Ἐκεῖ θὰ μάθει ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ εὐεργεσία καὶ πῶς γίνεται, καὶ ποιά ἡ ἀνταπόδοσή της. Ἐκεῖ θὰ διακρίνει καὶ τὸ ποιά εἶναι ἡ ψευτοευεργεσία καὶ ποιοί τὴν πράττουν, καὶ θὰ πληροφορηθεῖ ὅτι ἡ εὐεργεσία αὐτὴ εἶναι πολὺ εὐτελὴς καὶ μικροπρεπής, καὶ οὐδεμία χάρη ἔχει. Ἐκεῖ διδάσκει ὁ πανάγιος Διδάσκαλος λέγοντας· «ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου μηδὲ γείτονας πλουσίους», δηλαδή· ὅταν παραθέτεις γεῦμα ἢ δεῖπνο, μὴ καλεῖς τοὺς φίλους σου οὔτε τοὺς ἀδελφούς σου οὔτε τοὺς συγγενεῖς σου οὔτε τοὺς πλούσιους γείτονές σου5  · ἀλλὰ γιατί τοῦτο; «Μήποτε», λέγει, «καὶ αὐτοί σε ἀντικαλέσωσι, καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα», δηλαδή· μήπως καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν σειρά τους σὲ καλέσουν καὶ γίνει ἔτσι ἀνταπόδοση (ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους6. Ἀκοῦς πόσο μακρυὰ διώχνει ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοῦ εὐεργέτη τὸν σκοπὸ τῆς ἀνταποδόσεως; Ἄκουσε δὲ καὶ πόσο ἀσφαλίζει τὴν ψυχή του ἀπὸ τέτοιο μεγάλο πειρασμό· «ἀλλ’ ὅταν ποιῇς δοχήν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς», δηλαδή· ἀλλ’ ὅταν κάνεις τραπέζι καὶ ὑποδέχεσαι φιλοξενούμενους, κάλεσε φτωχούς, ἀνάπηρους, χωλούς, τυφλούς7. Ἰδοὺ πῶς ἀφαιρεῖ ἀπ’ τὶς ρίζες κάθε ἐλπίδα ἀνταποδόσεως. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο λοιπὸν νομοθετῶντας περὶ εὐεργεσίας καὶ διδάσκοντας ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ εὐεργεσία, δείχνει εὐθὺς καὶ τὸ πόσο εἶναι μεγάλη καὶ ὑψηλὴ τούτη ἡ ἀρετή, καὶ ποιά ἀνταπόδοση ἔχει, ὅταν δὲν ἀποβλέπει στὰ ἀνταποδόματα ἀπ’ τοὺς εὐεργετηθέντες. «Καὶ μακάριος», λέει, «ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων», δηλαδή· καὶ θἆσαι μακάριος διότι, ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν ἔχουν τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσουν, θὰ σοῦ ἀνταποδοθεῖ τὸ καλὸ πού ’κανες κατὰ τὴν ἐπίσημη ἐκείνη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν8. Ὅποιος λοιπὸν εὐεργετεῖ αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ εὐεργεσία, ἐκεῖνος συντάσσεται στὴν τάξη τῶν μακαρίων καὶ λαμβάνει ἀνταπόδοση αἰώνια μαζὶ μὲ τοὺς δικαίους, ὅταν ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ παρασταθοῦν ἐνώπιον τοῦ δικαίου κριτοῦ. Ἀκοῦστε τώρα καὶ τὸ πόσο ἐξευτελίζει τὴν εὐεργεσία, ὅταν ὁ εὐεργέτης ἀποβλέπει στὴν ἀνταπόδοση ἀπ’ τὸν εὐεργετηθέντα. «Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε», λέγει, «τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;», δηλαδή· κ’ ἐὰν κάνετε τὸ καλὸ σ’ ἐκείνους μόνο ποὺ σᾶς εὐεργετοῦν, ποιά χάρη ἔχετε ἀπὸ τὸν Θεό;9. Ἀλλὰ γιατί τούτη ἡ εὐεργεσία εἶναι στερημένη κάθε ἀρετῆς καὶ χάριτος; Διότι δὲν εἶναι ἀληθινὴ εὐεργεσία ἀλλ’ ἀντάλλαγμα· δὲν εἶναι ἀληθινὴ εὐεργεσία, ἀλλ’ ὑποκρισία· αὐτὴ εἶναι ἐργασία τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων· «καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι», δηλαδή· διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο κάνουν10. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι ἡ μὲν ἀληθινὴ εὐεργεσία εἶναι ἔργο τῶν δικαίων, ἡ δὲ ψευτοευεργεσία ἐπιτήδευμα τῶν ἁμαρτωλῶν.

   Ἀληθῶς δέ, ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι εὐεργετοῦσαν, δίχως νά ’χουν σκοπὸ ἐπίγειας ἀνταποδόσεως· οἱ ἅγιοι Προφῆτες καὶ μὲ τὴν συμβουλή τους, καὶ μὲ τὸ προφητικὸ καὶ προορατικὸ κήρυγμα, καὶ μὲ τὰ θαύματα εὐεργετοῦσαν τοὺς βασιλεῖς, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς ἄρχοντες, ὅλο τὸν λαὸ τῶν Ἰουδαίων, καὶ δὲν ἤθελαν οὐδεμία ἀνταπόδοση ἀπ’ τοὺς εὐεργετημένους. Ὁ Νεεμὰν ὁ ἄρχοντας τῆς Συρίας, βλέποντας ὅτι ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος τὸν καθάρισε ἀπ’ τὴν λέπρα, τοῦ πρόσφερε δῶρα καὶ παρεκάλεσε, καὶ τὸν πίεσε νὰ τὰ δεχθεῖ. «Καὶ νῦν λάβε», εἶπε ὁ Νεεμάν, «τὴν εὐλογίαν τοῦ δούλου σου», δηλαδή· καὶ τώρα λάβε τὰ δῶρα αὐτὰ ἀπὸ μένα τὸν δοῦλο σου11. Ἀλλ’ ἆραγε ἔλαβε ἀπ’ αὐτὰ ὁ Ἐλισσαῖος ἔστω καὶ κάτι μικρό; Ὄχι. «Καὶ εἶπεν Ἐλισσαιέ· Ζῇ Κύριος, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ, εἰ λήψομαι· καὶ παρεβιάσατο αὐτὸν λαβεῖν, καὶ ἠπείθησε», δηλαδή· κι ὁ Ἐλισσαῖος ἀπάντησε· ὀρκίζομαι στὸν ζῶντα Κύριο, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου στέκομαι, ὅτι δὲν θὰ λάβω κανένα δῶρο· κι ὁ Νεεμὰν τὸν πίεζε νὰ λάβει, κ’ ἐκεῖνος ἔμεινε ἀμετάπειστος12. Ποιά ἀνταποδόματα ἀνταπέδωσαν σ’ αὐτοὺς οἱ εὐεργετημένοι; Πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν· τὸν Ἡσαΐα πριόνισαν μὲ ξύλινο πριόνι, τὸν Ἱερεμία λιθοβόλησαν, τὸν Ἠλία κατεδίωξαν, τὸν Μιχαία ράπισαν, τὸν Δανιὴλ ἔβαλαν μέσα στὸν λάκκο τῶν λεόντων, τὸν Ζαχαρία φόνευσαν μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. Κι ἐκεῖνοι, ἂν καὶ τὰ προέβλεπαν αὐτά, ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀπέβλεπαν στὶς ἐπίγειες ἀμοιβές, γιὰ τοῦτο δὲν ἔπαψαν νὰ νουθετοῦν, νὰ κηρύττουν, νὰ ὠφελοῦν, καὶ μὲ κάθε τρόπο νὰ πράττουν τὸ θειότατο ἔργο τῆς εὐεργεσίας.

   Στοὺς θεοκήρυκες Ἀποστόλους φανέρωσε ὁ Θεάνθρωπος ποιές ἀνταμοιβὲς τοὺς ἑτοιμάζουν ὅσοι θὰ εὐεργετηθοῦν ἀπ’ αὐτοὺς στὸ μέλλον. «Ἐπιβαλοῦσιν», εἶπε, «ἐφ’ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου· ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον», δηλαδή· θὰ σᾶς συλλάβουν καὶ θὰ σᾶς καταδιώξουν, θὰ σᾶς παραδίδουν στὶς συναγωγὲς (γιὰ νὰ δικαστεῖτε) καὶ στὶς φυλακές, καὶ θὰ σᾶς ὁδηγοῦν (ὡς ὑπόδικους) μπροστὰ σὲ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ πιστεύετε στὸ ὄνομά μου. Κι ὅλα αὐτὰ θἄχουν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δώσετε τὴν καλὴ μαρτυρία γιὰ μένα, καὶ νὰ κερδίσετε τὴν δόξα καὶ τὰ βραβεῖα τοῦ μαρτυρίου13. «Παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου», δηλαδή· καὶ θὰ παραδοθεῖτε (στοὺς διῶκτες καὶ στὰ δικαστήρια) κι ἀπ’ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς γονεῖς καὶ συγγενεῖς καὶ φίλους κι ἀδελφούς, καὶ θὰ θανατώσουν μερικοὺς ἀπὸ σᾶς· καὶ ὅλοι θὰ σᾶς μισοῦν διότι θὰ πιστεύετε στὸ ὄνομά μου14. Καὶ τί (ἔγινε); Δίστασαν ἆραγε αὐτοί, ὅταν ἄκουσαν τοῦτα, ἢ φοβήθηκαν, ἢ ἔκλεισαν τῆς ἀγαθοποιΐας τὰ χέρια; Ἀποστράφηκαν ἆραγε ἀπ’ τὸ νὰ πράττουν τὸ ἀγαθὸ ὡς πρόξενο τόσων πολλῶν κακῶν; Ὄχι· περιόδευσαν μεγαλόψυχα ὅλη τὴν γῆ, πᾶσα τὴν οἰκουμένη, διδάσκοντας, φωτίζοντας, θαυματουργῶντας, σκορπίζοντας σ’ ὅλους τὰ σωτήρια νάματα τῆς εὐεργεσίας. Καὶ γιατί αὐτοὶ δὲν ζητοῦσαν ἀνταπόδοση ἀπ’ τοὺς εὐεργετηθέντες, ἂν καὶ εἶχαν τὸ δικαίωμα, ὅπως ἔγραφε ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς Κορινθίους; «Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ’ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ», δηλαδή· ἐὰν σπείραμε σὲ σᾶς τὸν σπόρο τῆς θείας ἀλήθειας καὶ σᾶς μεταδώσαμε τὶς πνευματικὲς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, εἶναι μεγάλο καὶ παράδοξο πρᾶγμα, ἐὰν θερίσουμε καὶ πάρουμε (πρὸς συντήρησή μας) μερικὰ ἀπ’ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά σας; Ἐὰν ἄλλοι ἔχουν ἀπέναντί σας αὐτὸ τὸ δικαίωμα, νὰ τρέφονται ἀπὸ σᾶς, δὲν πρέπει πολὺ περισσότερο νὰ τό ’χουμε μεῖς; Κι ὅμως, ἐμεῖς δὲν κάμαμε χρήση αὐτῶν τῶν δικαιωμάτων μας, ἀλλ’ ὑποφέρουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴ δώσουμε οὔτε τὴν παραμικρότερη δυσκολία, οὔτε τὸ παραμικρότερο ἐμπόδιο στὴν ἀπρόσκοπη διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ15. Αὐτοὶ δὲν ἀπέβλεπαν στὶς ἀμοιβὲς τὶς εὐτελεῖς καὶ πρόσκαιρες, ἐπειδὴ ἀνέμεναν τὴν ἀνταπόδοση τὴν πανυπέρτιμη καὶ οὐράνια. «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος Κριτής», δηλαδή· ἔχω ἀγωνισθεῖ τὸν καλὸ ἀγῶνα, ἔχω τελειώσει τὸν δρόμο, ἔχω τηρήσει τὴν πίστη· τώρα πλέον μοῦ ἀπομένει τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης ποὺ θὰ μοῦ ἀποδώσει κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος Κριτής16. Ἀκοῦτε ἀπὸ ποῦ αὐτοὶ ἀνέμεναν τὴν ἀνταπόδοση τοῦ ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο ὑπέμειναν γιὰ νὰ εὐεργετήσουν τὸν πλησίον; Ὄχι ἀπ’ τοὺς εὐεργετημένους ἀνθρώπους, διότι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄδικοι, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι δίκαιος Κριτής. Ἀκοῦτε πότε αὐτοὶ ἀνέμεναν τὴν ἀνταπόδοση τῶν εὐεργεσιῶν τους πρὸς τοὺς ἀνθρώπους; Ὄχι σὲ τοῦτον τὸν καιρό, ἐπειδὴ ὁ παρὼν καιρὸς δὲν εἶναι καιρὸς ἀνταποδόσεως, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, δηλαδὴ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀνταποδίδει στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του. Κι ἐπειδὴ ἦσαν καλὰ πληροφορημένοι οἱ τρισμακάριοι ὅτι ἡ ἀχαριστία τῶν εὐεργετημένων γίνεται εὐεργεσία τοῦ εὐεργέτη· –καθότι ὁ Θεός, ὅσο ἀχάριστοι γίνονται οἱ εὐεργετημένοι, τόσο περισσότερα στεφάνια πλέκει γιὰ τοὺς εὐεργέτες!–, γιὰ τοῦτο μὲ τόση μεγαλοψυχία ὑπέφεραν τὰ κακὰ ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν, καὶ ὑπέμεναν τὴν ἀχαριστία τῶν ἀχαρίστων, ὥστε ὅταν τοὺς ἔβριζαν ἐκεῖνοι εὐλογοῦσαν, ὅταν τοὺς καταδίωκαν ἐκεῖνοι ὑπέφεραν μὲ ὑπομονή, ὅταν τοὺς βλασφημοῦσαν (συκοφαντοῦσαν) ἐκεῖνοι μιλοῦσαν μὲ καλοσύνη17. Ὢ τοῦ θαύματος!, δὲν ἦσαν ἄνθρωποι κι αὐτοὶ ὅπως καί ’μεῖς; Δὲν φοροῦσαν κι αὐτοὶ σάρκα καὶ παθήματα καθὼς καί ’μεῖς; Ναί· ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν ἔβλεπαν κάτω στὴν γῆ, ἀλλ’ ἐπάνω στὸν οὐρανό· αὐτοὶ τίποτ’ ἄλλο δὲν ἔβλεπαν, παρὰ μόνο τὸ παράδειγμα τοῦ ἀρχηγοῦ καὶ τελειωτοῦ τῆς πίστεως, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν εἶχαν ἀφιερωμένα τὰ μάτια τους, καὶ γι’ αὐτὸ μὲ ὑπομονὴ ἔτρεχαν στοὺς προκείμενους ἀγῶνες. «Δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν», δηλαδή· ἂς τρέχουμε μ’ ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ στὸν ἀγῶνα ποὺ βρίσκεται μπροστά μας, κι ἂς ἔχουμε προσηλωμένα μὲ πίστη τὰ βλέμματά μας στὸν ἀρχηγὸ καὶ τελειωτὴ τῆς πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστό18. Ἂν λοιπὸν καί ’μεῖς ἀφιερώσουμε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς μας πρὸς Αὐτόν, τότε, θεωρῶντας ὡς οὐδὲν τὴν ἀχαριστία, καὶ εὐεργετῶντας, λαμβάνουμε τὸ ἀμάραντο στεφάνι.

   Αὐτὸς (ὁ Κύριός μας) μετὰ τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο κήρυξε ὁ Ἰωάννης, «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου», δηλαδή· περιόδευσε κ’ εὐεργετοῦσε καὶ θεράπευε ὅλους ὅσοι καταδυναστεύονταν ἀπὸ τὸν διάβολο19. Αὐτὸς τοὺς πεινασμένους χόρτασε, τοὺς τυφλοὺς φώτισε, τοὺς λεπροὺς καθάρισε, τοὺς παράλυτους συνέσφιγξε, τοὺς σκυμμένους ἀνόρθωσε, στοὺς κουφοὺς ἔδωκε ἀκοή, στοὺς ἄλαλους λαλιά, στοὺς ἀσθενεῖς ὑγεία, στοὺς δαιμονιζομένους λύτρωση, στοὺς νεκροὺς ζωή, σ’ ὅλους τοὺς πάσχοντες γιατρειά. Καὶ ἀντὶ τῶν εὐεργεσιῶν Του τί ἀνταπέδωσαν σ’ αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι; Προδοσία, συκοφαντίες, ἐμπαιγμούς, ραπίσματα, μάστιγες, φραγγέλωση, στεφάνι ἀκάνθινο, πορφύρα χλεύης, κάλαμο ὀνειδισμοῦ, σταυρό, χολή, καὶ ὄξος. Αὐτὸς δὲ «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει», δηλαδή· ἐνῶ χλευαζόταν καὶ βριζόταν ἀπ’ τοὺς βασανιστές του, δὲν χλεύαζε καὶ δὲν τοὺς ἔβριζε· ἐνῶ ἔπασχε ἄδικα, δὲν ἀπειλοῦσε20. Αὐτὸς ὡς ἄφωνος «οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ», δηλαδή· ἔτσι πορεύεται δίχως ν’ ἀνοίγει τὸ στόμα Του21. Αὐτὸς ἕως ἐσχάτης ἀναπνοῆς Του διόλου δὲν ἔπαψε νὰ εὐεργετεῖ, ἀλλ’ ἐξέπνευσε ἔχοντας τὴν εὐεργεσία στὸ στόμα· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι», δηλαδή· Πατέρα, συγχώρεσέ τους, γιατὶ δὲν ξέρουν τί κάνουν22.

   Χριστιανέ, σὺ ὑπάρχεις μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νὰ εὐεργετεῖς λοιπὸν πάντοτε τοὺς πάντες. Τὸν ἕνα μὲ τὴν συμβουλή σου, τὸν ἄλλον μὲ τὴν μεσιτεία σου· ἐκεῖνον μὲ τὰ χρήματά σου, τὸν ἄλλον μὲ τὴν προστασία σου· τοῦτον νουθέτησε, ἐκεῖνον ὑπηρέτησε, τὸν ἄλλον βοήθησε καθ’ οἱονδήποτε τρόπο μπορεῖς. Ἡ εὐεργεσία εἶναι ἀρετὴ μεγάλη, ἐπειδὴ εἶναι ὁ καρπὸς καὶ ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἀγάπης· αὐτὴ εἶναι ἡ ἐνεργουμένη ἀγάπη. Γι’ αὐτὴν ὁ Θεὸς γίνεται χρεώστης τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται σὰν Θεὸς τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅταν εὐεργετεῖς, πρόσεχε μὴ ἐξαχρειώσεις τὴν χάρη τῆς εὐεργεσίας σου, ζητῶντας ἀνταπόδοση ἢ σκανδαλιζόμενος μὲ τοὺς ἀχαρίστους· διότι ὅσο οἱ εὐεργετηθέντες ἀθετοῦν τὸ χρέος τῆς εὐχαριστίας τόσον ὁ Θεὸς πολλαπλασιάζει τῆς ἀνταποδόσεώς σου τὰ στεφάνια· μὴ προτιμήσεις τὴν ἀνταπόδοση τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι πρόσκαιρη, ἀπὸ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αἰώνια. Ἔχε πάντοτε μπροστὰ στοὺς ὀφθαλμούς σου τὸ παράδειγμα τοῦ εὐεργέτη καὶ Σωτῆρα σου. Πόσες φορὲς ἐσὺ γίνεσαι ἀχάριστος στὶς εὐεργεσίες Του; Κι ὅμως αὐτὸς οὐδέποτε παύει νὰ σ’ εὐεργετεῖ. Ἄκου τὸ θεῖο Του πρόσταγμα· «ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες», δηλαδή· νὰ εὐεργετεῖτε καὶ νὰ δανείζετε χωρὶς ν’ ἀποβλέπετε σὲ καμμία ἀνταπόδοση23, καὶ πίστευε στὴν θεία Του ὑπόσχεση· «καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ Ὑψίστου», δηλαδή· καὶ θἆναι ὁ μισθός σας πολύς, καὶ θὰ γίνετε (στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν) υἱοὶ τοῦ Ὑψίστου24.


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 178–182. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Λουκ. ιζ΄ 13.

2. Λουκ. ιζ΄ 16.

3. Λουκ. ιζ΄ 17, 18.

4. Ἡσ. α΄ 3.

5. Λουκ. ιδ΄ 12.

6. ὅπ. παραπ.

7. Λουκ. ιδ΄ 13.

8. Λουκ. ιδ΄ 14.

9. Λουκ. στ΄ 33.

10. ὅπ. παραπ.

11. Δ΄ Βασ. ε΄ 15.

12. Δ΄ Βασ. ε΄ 16.

13. Λουκ. κα΄ 12, 13.

14. Λουκ. κα΄ 16, 17.

15. Α΄ Κορ. θ΄ 11, 12.

16. Β΄ Τιμόθ. δ΄ 7, 8.

17. Α΄ Κορ. δ΄ 12.

18. Ἑβρ. ιβ΄ 1, 2.

19. Πράξ. ι΄ 38.

20. Α΄ Πέτρου β΄ 23.

21. Ἡσ. νγ΄ 7.

22. Λουκ. κγ΄ 34.

23. Λουκ. στ΄ 35.

24. ὅπ. παραπ.