Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ (2)




ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου Θ΄ 27–35)


ΟΜΙΛΙΑ

 ΚΑΤΑ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ (2)


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


   Τόσο φανερὰ μίλησε ὁ Θεὸς κατὰ τοῦ πάθους τούτου, ὥστε, ἂν καὶ ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου κοιμᾶται βαθύτατα, τὴν ξυπνοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ· «προσέχετε, εἶπε, τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δὲ μή γε, μισθὸν οὐκ ἔχετε παρὰ τῷ Πατρὶ ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», δηλαδή· προσέχετε νὰ μὴ κάνετε τὴν ἐλεημοσύνη σας μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ σᾶς δοῦνε καὶ νὰ σᾶς θαυμάσουν καὶ νὰ σᾶς ἐπαινέσουν· διότι ἔτσι δὲν ἔχετε κανένα μισθὸ ἀπ’ τὸν Πατέρα σας τὸν ἐπουράνιο19. Καὶ ταῦτα νομοθέτησε σχετικὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, περὶ δὲ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας εἶπε ὅτι, ὅσοι προσεύχονται ἢ νηστεύουν γιὰ νὰ φανοῦν ἐνάρετοι ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖνοι κανέναν ἄλλο μισθὸ δὲν ἀπολαμβάνουν εἰμὴ μόνον τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων· «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν»20. Κ’ ἐὰν τοῦτα μόνο ἔλεγε περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς, ἀρκετὰ βέβαια θὰ ἦσαν νὰ πληροφορήσουν κάθε ἄνθρωπο γιὰ ν’ ἀπέχει μακρὰν ἀπ’ αὐτὴν ὥστε νὰ μὴ στερηθεῖ τῆς ἐπουρανίου ἀντιμισθίας. Ὅρισε ὅμως κι ἄλλα κατὰ τῶν κενοδόξων φρικτὰ καὶ φοβερώτατα· κι αὐτὰ ἐξεφώνησε ὁ θεόπνευστος προφήτης Δαβίδ, ὀνομάζοντας τοὺς κενόδοξους ἀνθρωπαρέσκους, καθότι ὅλα τὰ πράττουν γιὰ νὰ φαίνονται καὶ ν’ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους· «ὅτι ὁ Θεός», λέει, «διεσκόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων», δηλαδή· διότι ὁ Θεὸς σύντριψε καὶ διασκόρπισε τὰ ὀστᾶ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ποὺ θέλουν ν’ ἀρέσουν στοὺς ἄλλους καὶ ὄχι στὸν Θεό21. Καὶ ὀστᾶ εἶναι οἱ δυνάμεις, τὰ μέσα, οἱ τρόποι, μὲ τὰ ὁποῖα ἀρέσουμε στοὺς ἀνθρώπους καὶ κερδίζουμε τὸν ἔπαινό τους. Ὅταν μετερχόμεθα ἢ τὸ κάλλος, ἢ τὸν πλοῦτο, ἢ τὴν σοφία, ἢ τὴν ἀρετή, γιὰ νὰ δοξασθοῦμε ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους, τότε ὁ Θεὸς διασκορπίζει κι ἀφαιρεῖ ἀπὸ μᾶς τ’ ἀγαθὰ τοῦτα, καί ’μεῖς μένουμε γυμνοὶ καὶ καταντροπιασμένοι· «κατῃσχύνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξουδένωσεν αὐτούς», δηλαδή· αὐτοὶ καταξευτελίστηκαν, διότι ὁ Θεὸς τοὺς ἐξουθένωσε22. Ἀκοῦτε; Σκορπισμὸς καὶ φθορὰ τῶν ὀστῶν, αἰσχύνη κι ἐξουδένωση εἶναι ἡ θεία τιμωρία τῆς κενοδοξίας.

   Ἀλλὰ γιατί, λές, τόσο μεγάλη καταδίκη; Τόση παίδευση, γιὰ μιὰ ματαιοφροσύνη ἡ ὁποία κανένα δὲν ἀδικεῖ; Πῶς; Κανένα δὲν ἀδικεῖ ὁ κενόδοξος; Αὐτὸς ἀδικεῖ τὸν ἑαυτό του, ἀδικεῖ τὸν πλησίον του, ἐπιχειρεῖ ν’ ἀδικήσει κι αὐτὸν τὸν Θεό. Ἀδικεῖ τὸν ἑαυτό του, καθότι πουλάει τὴν αἰώνια βασιλεία γιὰ ν’ ἀγοράσει πρόσκαιρο καπνό, καθότι ματαιοπονεῖ, σπείροντας ἐν δάκρυσι, καὶ θερίζοντας θλίψη κι αἰσχύνη. Ἀδικεῖ τὸν πλησίον του, καθότι τὸν ἀπατᾶ, ὑποκρινόμενος ὅτι πράττει τὴν ἀρετὴ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ κλέβει τὴν καλὴ ὑπόληψη καὶ τὴν εὐλάβεια καὶ τοὺς ἐπαίνους. Ἐπιχειρεῖ ν’ ἀδικήσει κι αὐτὸν τὸν Θεό, καθότι προτιμᾶ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀπ’ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ· καθότι χειροτονεῖ μισθαποδότη τῆς ἀρετῆς τὸν ἄνθρωπο· καθότι μεταβάλλει τὸν καιρὸ καὶ τὸν τόπο, ποὺ ὁ Θεὸς ὅρισε γιὰ τὴν ἀνταπόδοση· καθότι ἁρπάζει τὴν δόξα ποὺ πρέπει στὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀρετή. Στὸν Θεὸ πρέπει ἡ δόξα γιὰ τὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς· ἐπειδὴ «ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας», δηλαδή· ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ μέσα σας (καὶ δίδει τὴν χάρη του), ὥστε νὰ θέλετε καὶ νὰ ἐνεργεῖτε μὲ προθυμία γιὰ τὴν σωτηρία σας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του23· ὁ κενόδοξος ὅμως σφετερίζεται (οἰκειοποιεῖται) τὴν δόξα, θέλοντας καὶ ζητῶντας αὐτὴν ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους.

   Ἐπιπλέον, ποιᾶς τιμῆς εἶναι ἄξια τὰ ἔργα τοῦ κενόδοξου; Αὐτὰ εἶναι ὅμοια «τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας», δηλαδή· μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικὰ φαίνονται ὡραῖοι, ἐνῶ ἀπὸ μέσα εἶναι γεμᾶτοι μὲ κόκκαλα πεθαμένων καὶ μὲ κάθε ἀκαθαρσία24. Αὐτὰ παρομοιάζουν μ’ ἐκείνους τοὺς καρπούς, ποὺ εἶναι ἀπ’ ἔξω  ὄμορφοι καὶ τερπνοί, κι ἀπὸ μέσα εἶναι γεμᾶτοι σαπίλα καὶ σκουλήκια. Ἡ ἀρετὴ ἔχει πνεῦμα καὶ σῶμα, ὅπως καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὴν ἐργάζεται· πνεῦμα τῆς ἀρετῆς εἶναι ὁ σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο γίνεται, σῶμα δὲ εἶναι τὸ ἐνάρετο ἔργο. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου χαρακτηρίζει τὰ ἤθη τοῦ σώματός του· ὁ σκοπὸς τῆς ἀρετῆς χαρακτηρίζει τὸ ἔργο τῆς ἀρετῆς. Ἐὰν ἡ ψυχὴ εἶναι ἀγαθή, ἀγαθὰ εἶναι καὶ τὰ ἤθη τοῦ σώματος· ἐὰν ὅμως ἡ ψυχὴ εἶναι πονηρή, πονηρὲς εἶναι καὶ οἱ σωματικὲς πράξεις. Ἐὰν ὁ σκοπὸς εἶναι ἅγιος, ἅγιο εἶναι καὶ τὸ ἔργο τῆς ἀρετῆς· ἐὰν ὁ σκοπὸς ἁμαρτωλός, ἁμαρτωλὰ εἶναι καὶ τὰ ἐνάρετα ἔργα. Ὁ σκοπὸς μεταβάλλει τὴν ἀρετὴ σὲ κακία, καὶ τὴν κακία σὲ ἀρετή· τὸ βλέπουμε τοῦτο στὶς ἁγίες Γραφές. Ἡ προσευχὴ τοῦ Φαρισαίου ἔγινε ἁμαρτία καὶ τὸν κατεδίκασε, ἐπειδὴ ὁ σκοπός της ἦταν σκοπὸς ὑπερηφάνειας καὶ μεγαλορρημοσύνης25. Ἡ νηστεία τῶν κριτῶν (δικαστῶν) τοῦ Ναβουθαὶ μεταβλήθηκε σὲ ἀνομία, ἐπειδὴ νήστεψαν ἔχοντας σκοπὸ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀδικοκρισία καὶ νὰ θανατώσουν τὸν ἀθῶο26. Ἡ ἀταξία τοῦ προφήτου Ὠσηέ, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ὡς γυναῖκα μία πόρνη καὶ τεκνοποίησε μαζί της, κατεστάθη εὐταξία, ἐπειδὴ σκοπὸ εἶχε τὴν ὑπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἔλεγχο τῆς ἀνομίας τοῦ Ἰσραήλ27. Ὁ φόνος ποὺ διέπραξε ὁ Φινεές, λογίσθηκε δικαιοσύνη κ’ ἔγινε ἐξιλασμὸς τῆς ἀγανακτήσεως τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὁ σκοπὸς τοῦ φόνου ἦταν ἀληθὴς ζῆλος Θεοῦ, καὶ ὑπεράσπιση τοῦ θείου νόμου, καὶ παύση τοῦ κοινοῦ ὀλέθριου σκανδάλου· «καὶ ἔστη», λέει, «Φινεὲς καὶ ἐξιλάσατο, καὶ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις· καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην»28. Ἡ φονοκτονία τῶν τρισχιλίων ἀνδρῶν ἁγιάζει τῶν Λευϊτῶν τὰ χέρια καὶ τοὺς ἐπιφέρει εὐλογία· «καὶ εἶπεν αὐτοῖς Μωϋσῆς· ἐπληρώσατε τὰς χεῖρας ὑμῶν σήμερον Κυρίῳ, ἕκαστος ἐν τῷ υἱῷ ἢ ἐν τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, δοθῆναι ἐφ’ ὑμᾶς εὐλογίαν», δηλαδή· καὶ εἶπε τότε στοὺς λευΐτες ὁ Μωϋσῆς· "σήμερα μὲ τοὺς φόνους αὐτοὺς ἐκπληρώσατε μὲ τὰ χέρια σας ὑπηρεσία πρὸς τὸν Κύριο, (ἀφοῦ θανατώσατε) ἄλλος τὸν γυιό του κι ἄλλος τὸν ἀδελφό του· γι’ αὐτή σας τὴν πράξη θὰ σᾶς δοθεῖ εἰδικὴ εὐλογία τοῦ Θεοῦ"29. Πῶς; Ὁ τόσο πολὺς φόνος εἶναι ἁγιασμὸς καὶ εὐλογία; Ναί· ἐπειδὴ ὁ σκοπὸς τοῦ φόνου ἦταν ἡ ἐκπλήρωση τῆς προσταγῆς τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῆς μοσχολατρείας. Ἐξέτασε τὸν σκοπὸ τῆς ἀρετῆς τοῦ κενόδοξου· ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἀρετῆς του; Οὐδεὶς ἄλλος παρὰ μόνο τὸ ἴδιον (προσωπικὸ) κέρδος, ἡ δική του ὠφέλεια, τὸ κενὸ δοξάριο (κενὴ δόξα), ὁ ἔπαινος τῶν ἀνθρώπων· κ’ ἔτσι ὁ σκοπός του φθείρει τὴν χάρη τῆς ἀρετῆς, σκορπίζει τὴν ἁγιότητά της καὶ τὴν μεταβάλλει σὲ δυσωδία κι ἀκαθαρσία, μεταβάλλει τὴν ἀρετὴ σὲ ἁμαρτία. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα30· γι’ αὐτὸ θέλει τὴν προσκύνηση καὶ λατρεία τοῦ πνεύματός μας· καὶ αὐτὴ εἶναι ὁ σκοπὸς ὁ ἅγιος· γιὰ τοῦτο, ὅταν ὁ σκοπὸς εἶναι πονηρός, τότε ὁ Θεὸς ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό Του ἀπὸ τὴν θυσία (προσφορά) μας, ὅπως (ἀπέστρεψε) καὶ ἀπὸ τὴν θυσία τοῦ Κάϊν· τότε ὀργίζεται ἐναντίον μας ὅπως ὀργίσθηκε καὶ κατὰ τοῦ Κάϊν· «ὅτι ὁ Θεός διεσκόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων· κατῃσχύνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξουδένωσεν αὐτούς»31.

   Ἀδελφοί, γιὰ ὅσο καιρὸ εἴμαστε στὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου τούτου, πλανῶντας (ξεγελῶντας) μὲ τὴν ὑποκρισία τοὺς ἀνθρώπους, σφετεριζόμαστε τὴν εὐλάβεια καὶ τὸν ἔπαινό τους· διότι αὐτοί, μὴ βλέποντας τὸν κρυφὸ σκοπό μας, νομίζουν ὅτι ἐργαζόμαστε τὰ καλὰ ἔργα πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Πλὴν ὅμως ἔρχεται ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία σχίζεται τὸ κάλυμμα τῆς ὑποκρίσεως, δημοσιεύονται τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους, καὶ φαίνονται σὰν ζωγραφισμένα σὲ εἰκόνα, ὅλα τὰ κρυπτότατα ἐνθυμήματα τῆς καρδιᾶς μας. Ὢ πόση αἰσχύνη θὰ καλύψει τότε τὸ πρόσωπό μας, ὅταν ὅλοι οἱ ἀπ’ αἰῶνος ἄνθρωποι θὰ βλέπουν τὴν αἰσχύνη τῆς κενοδοξίας μας! Ὢ πόσος φόβος, ὅταν ὁ φοβερὸς Κριτὴς θὰ ἐλέγχει τὸν ὑποκριτικὸ σκοπὸ τῆς ἀρετῆς μας, ποὺ ἀπέβλεπε στὴν δόξα μας, καὶ ὄχι στὴν δόξα Του! Ὢ πόση θλίψη, ὅταν θὰ βλέπουμε ὅσους ἔκαμαν τὰ καλὰ ἔργα εἰς δόξαν Θεοῦ, στεφανωμένους, δοξασμένους, νὰ λάμπουν ὡς φωστῆρες, καί ’μᾶς στερημένους κάθε ἀνταποδόσεως καὶ βγαλμένους ἔξω ἀπ’ τὴν θεία μακαριότητα! Ὢ πόσοι στεναγμοὶ καὶ δάκρυα, πόση μεταμέλεια, ὅταν θὰ βλέπουμε ὅτι προδώσαμε τὴν οὐράνια βασιλεία γιὰ ἕνα ἄνθος χόρτου· «διότι πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε», δηλαδή· γιατὶ ἡ δόξα ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι σὰν τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ· ξεράθηκε τὸ χορτάρι, ἔπεσε καὶ τὸ ἄνθος του!32 Ἀλλὰ τότε οὔτε τὰ δάκρυα ἔχουν παρηγοριά, οὔτε ἡ μετάνοια ἔχει ὠφέλεια.

   «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας», δηλαδή· ἰδοὺ τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος κ’ εὐπρόσδεκτος καιρός, ἰδοὺ τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας33. Ἂς ἀφήσουμε ἀπὸ σήμερα «τὰ ἔργα τοῦ σκότους»34 τῆς δοξομανίας, ἂς ἀποτινάξουμε τ’ ὀλέθριο αὐτὸ πάθος, τὸ ὁποῖο ἀνεπαίσθητα ἁρπάζει τὴν σωτηρία μας. Μακριὰ ἀπ’ τὸν νοῦ, μακριὰ ἀπ’ τὴν ψυχὴ ἡ κενοδοξία. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου»35. Κι ἂν ἐξ ἀνάγκης φανερὰ πράττεις τὴν ἀρετή, σκοπὸ νἄχεις πάντοτε ὄχι τὴν δική σου δόξα, ἀλλὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ὁ Πατέρας σου, ποὺ βλέπει στὰ κρυφὰ τὸν σκοπό σου, θὰ σὲ ἀνταμείψει στὰ φανερά36. Τότε διὰ τῶν καλῶν σου ἔργων δοξάζεις τὸν Θεό, καὶ λαμβάνεις τὴν δόξα, τὴν ὁποία ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν δοξάζουν. «Ὅτι ἀλλ’ ἢ τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω», δηλαδή· ἀλλ’ ἐγὼ θὰ δοξάσω ἐκείνους, ποὺ μὲ δοξάζουν καὶ μὲ σέβονται37.


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 198–203. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


19. Ματθ. στ΄ 1.

20. Ματθ. στ΄ 16.

21. Ψαλμ. νβ΄ 6.

22. ὅπ. παραπ.

23. Φιλιπ. β΄ 13.

24. Ματθ. κγ΄ 27.

25. Λουκ. ιη΄ 11.

26. Γ΄ Βασιλ. κ΄ 12. Οἱ κριτὲς (δικαστὲς) τοῦ Ναβουθαὶ πρὶν τὸν παραδώσουν στὸν θάνατο νήστεψαν ὑποκριτικὰ κατ’ ἐντολὴν τῆς Ἰεζάβελ γιὰ νὰ ἐμφανίσουν ὡς δίκαιη δῆθεν κρίση τὴν ἀπόφαση τοῦ λιθοβολισμοῦ του.

27. Ὠσηὲ α΄ 2.

28. Ψαλμ. ρε΄ 30, 31.

29. Ἔξοδ. λβ΄ 29.

30. Ἰωάν. δ΄ 24.

31. Ψαλμ. νβ΄ 6.

32. Α΄ Πέτρ. α΄ 24.

33. Β΄ Κορινθ. στ΄ 2.

34. Ρωμ. ιγ΄ 12.

35. Ματθ. στ΄ 3.

36. Ματθ. στ΄ 4.

37. Α΄ Βασιλ. β΄ 30.