Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ (2)




ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου Η΄ 5–13)


ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ (2)


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


    Μωϋσῆς ἀφοῦ κατέβηκε ἀπ’ τὸ ὄρος Σινᾶ, γιὰ ὅση ὥρα εἶχε ἀσκέπαστο τὸ δοξασθὲν πρόσωπό του, δὲν μποροῦσαν οἱ Ἰσραηλῖτες –διὰ τὴν ἔλλαμψη τῆς δόξας– ν’ ἀτενίσουν καὶ νὰ τὸ δοῦνε· ὅταν ὅμως σκέπαζε τὸ πρόσωπό του, τότε πλησίαζαν πρὸς αὐτὸν κι ἄκουγαν τὴν φωνή του22. Ὀ Μωϋσῆς λοιπὸν τότε, ἀκάλυπτος μὲν γινόταν ἀπρόσιτος, καλυμμένος δὲ γινόταν προσιτός· ἐὰν τὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας ἔμενε παντελῶς ἀπαρακάλυπτο, αὐτὸ θὰ ἦταν ἀναμφιβόλως ἀπρόσιτο· ἐὰν ἔβλεπες τὸ ὑπερένδοξο καὶ θεωμένο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο δὲν θά ’χες δύναμη νὰ πλησιάσεις καὶ νὰ μεταλάβεις, ἀλλ’ οὔτε κἂν νὰ ἐνατενίσεις τὰ βλέμματα ἐπ’ αὐτό· θὰ ἔτρεμες τότε, θὰ ἔφριττες, θὰ ἔφευγες ἢ θὰ ἔπεφτες. Καλύπτει λοιπὸν αὐτὰ ἡ πανάγαθη καὶ παντοδύναμη πρόνοια τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν συμβεβηκότων τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, κι ἔτσι γίνονται ὄχι μόνο προσιτά, ἀλλὰ καὶ μεταληπτά· καὶ τοῦτο εἶναι τὸ δεύτερο αἴτιο τοῦ μυστηριώδους τούτου καλύμματος. Ἀναγκαῖο τὸ κάλυμμα στὸ πρόσωπο τοῦ Μωϋσῆ, γιὰ νὰ τὸν πλησιάζουν οἱ Ἰσραηλῖτες· πολὺ ἀναγκαιότερο ὅμως τὸ κάλυμμα στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, γιὰ νὰ τὸ μεταλαμβάνουμε ἐμεῖς. Ἐκεῖνο τὸ ὑλικὸ κάλυμμα τύπος ἦταν τοῦ μυστηριώδους τούτου καλύμματος· ἐκεῖνο καταληπτό, τοῦτο ἀκατάληπτο· ἐκεῖνο σκέπαζε τὸ πρόσωπο τοῦ Μωϋσῆ, τοῦτο καλύπτει τὸ θεῖο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· τὸ πρᾶγμα τοῦτο (εἶναι) μυστήριο τῶν μυστηρίων ἀκατανόητο, ποὺ ὑπερβαίνει ὅλους τοὺς ὅρους τῆς φύσεως, οὔτε μὲ λόγο πολυπραγμονούμενο, οὔτε σὲ ἀνθρώπινους λογισμοὺς περιλαμβανόμενο, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν πίστη κατανοούμενο καὶ πιστευόμενο καὶ λατρευόμενο.

   Ἐκ τούτου ὁ μὲν ἄπιστος, βλέποντας τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο, κι ἀκούγοντας ὅτι εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γελάει καὶ περιπαίζει· ὁ δὲ αἱρετικός, ζητῶντας παραλόγως τὸν φυσικὸ τῆς μεταβολῆς λόγο στὸ ὑπὲρ φύσιν καὶ λόγο μυστήριο, καὶ μὴ μπορῶντας νὰ τὸν βρεῖ, μωρολογεῖ, λέγοντας ὅτι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τῆς Εὐχαριστίας τύπος μόνον εἶναι τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ’μεῖς οἱ πιστοὶ κι ὀρθόδοξοι βλέπουμε, καὶ μετὰ τὴν μυστηριώδη εὐλογία ἄρτο καὶ οἶνο, ἀλλὰ ἀκούγοντας τοῦ Θεοῦ τὴν φωνή, «τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου» καὶ «τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου»23, ἔχουμε τὸν λόγο τῆς πίστεως «βεβαιότερον»24 τῆς ὁρατικῆς δυνάμεως. Γνωρίζουμε ὅτι ἡ μυστηριώδης μεταβολὴ δὲν γίνεται κατὰ φυσικὸ λόγο· ὁμολογοῦμε δὲ ὅτι ἐπιτελεῖται διὰ τῆς θείας καὶ παντοδυνάμου χάριτος. Καὶ καθώς, οὔτε τὸν φυσικὸ λόγο, μηδὲ τὸν τρόπο ζητῶντας, πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα καὶ τρία, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ Παρθένος ἔτεκε καὶ Παρθένος ἔμεινε, κι ὅλα τ’ ἄλλα ἀκατάληπτα τῆς πίστεως μυστήρια, ἔτσι ὁμολογοῦμε ὅτι στὴν θεία Εὐχαριστία, μενόντων τῶν συμβεβηκότων τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἡ μὲν οὐσία τοῦ ἄρτου μεταβάλλεται εἰς τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ οὐσία τοῦ οἴνου εἰς τὸ Αἷμα Του, ἂν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὸν λόγο καὶ τὸ πῶς.

   Ὥστε, ὅταν προσερχόμασθε στὴν μετάληψη τῶν μυστηρίων, ἐμεῖς πλησιάζουμε στὸν Θεό, θέλοντας νὰ ἑνωθοῦμε μαζί του. Πρέπει λοιπὸν νὰ συλλογισθοῦμε ποιός εἶναι ὁ Θεός, ποιοί ἐμεῖς, καὶ πόσο μισεῖ ὁ Θεὸς τὴν ἁμαρτία. Ὁ Θεὸς εἶναι πανακήρατος καὶ πανάγιος, μᾶλλον δὲ ἡ αὐτοαγιωσύνη· ἐμεῖς βεβορβορωμένοι καὶ ἁμαρτωλοί, καταγώγια πάσης ἀνομίας καὶ ἀκαθαρσίας. Φανέρωσε δὲ ὁ Θεὸς πόσο ἀποστρέφεται τὴν ἁμαρτία, ὅταν κήρυξε διὰ τῶν Προφητῶν ὅτι καθόλου δὲν μπορεῖ, οὔτε κἂν πρὸς ὀλίγον, νὰ Τὸν πλησιάσει ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος· ὅτι καθόλου δὲν μπορεῖ νὰ παρασταθοῦν μπροστὰ στοὺς ὀφθαλμούς Του οἱ παράνομοι· ὅτι μισεῖ ὅλους ὅσους ἐργάζονται τὴν ἀνομία, ἀφανίζει ὅλους ὅσους λαλοῦν τὸ ψεῦδος, βδελύσσεται τὸν ἄνδρα τὸν φονιὰ καὶ τὸν δόλιο25. Φανέρωσε πόσο ἀποστρέφεται τὴν ἁμαρτία, ὅταν γι’ αὐτὴν παίδευσε τοὺς ἀγγέλους, ἐξόρισε τοὺς πρωτοπλάστους, κατέκλυσε τὸν κόσμο, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον στὰ Σόδομα, ἐμάστιξε τὴν Αἴγυπτο, ἔστρεψε τὴν θάλασσα, ἔσχισε τὴν γῆ, ἐξήλειψε (ἐξαφάνισε) τὰ ἔθνη τὰ ἄνομα, παρέδωσε σ’ ἀφανισμὸ κι αὐτὴν τὴν πόλη τὴν ἁγία, τὴν Ἱερουσαλήμ. Φανέρωσε τὸ ἄπειρο βάρος τῆς ἁμαρτίας ὅταν ἔδειξε, ὅτι γιὰ τὴν ἐξάλειψη αὐτῆς καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν πέθανε διὰ σταυρικοῦ θανάτου ὁ ἀναμάρτητος καὶ μονογενής Του Υἱός. Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς, ἁμαρτωλοὶ ὄντες, πλησιάζουμε σὲ αὐτόν; Πῶς, γεμάτοι ὄντες πάσης ἀνομίας, προσερχόμασθε στὴν τράπεζα τῶν ἀχράντων καὶ φρικτῶν μυστηρίων Του;

   Ἄκουσες ποτὲ πόση καθαρότητα ζητεῖ ὁ Θεὸς ἀπ’ ὅσους θέλουν νὰ Τὸν πλησιάσουν; Ὅταν ὁ Θεὸς θέλησε νὰ πλησιάσουν οἱ Ἰσραηλῖτες στὸ ὄρος τὸ Σινᾶ, ὅπου αὐτὸς κατέβηκε, τότε εἶπε πρὸς τὸν Μωϋσῆ· «καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ καὶ ἅγνισον αὐτοὺς σήμερον καὶ αὔριον, καὶ πλυνάτωσαν τὰ ἱμάτια· καὶ ἔστωσαν ἕτοιμοι εἰς τὴν ἡμέραν τὴν τρίτην», δηλαδή: κατέβα, μίλησε ἔντονα στὸν λαὸ νὰ καθαρισθοῦν σωματικὰ καὶ ψυχικὰ σήμερα κι αὔριο, νὰ πλύνουν τὰ ἱμάτιά τους, καὶ νἆναι ἕτοιμοι τὴν τρίτη ἡμέρα26. Ἀκοῦς; Κάθαρση· «Ἅγνισον αὐτούς». Πλύση· «Καὶ πλυνάτωσαν τὰ ἱμάτια». Ἑτοιμασία τριήμερη· «Καὶ ἔστωσαν ἕτοιμοι εἰς τὴν ἡμέραν τὴν τρίτην». Τόση ἑτοιμασία κάνει ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὄχι γιὰ ν’ ἀνεβεῖ ἐπάνω στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ, ὅπου κατέβηκε ὁ Θεός, ἀλλὰ γιὰ νὰ σταθεῖ κάτω κύκλῳ (κυκλωτικὰ) τῆς ὑπώρειας τοῦ ὅρους· καὶ μετὰ τὴν τόσο μεγάλη ἑτοιμασία οὐδεὶς τολμοῦσε ὄχι μόνο ν’ ἀνεβεῖ στὸ ὄρος, ἀλλ’ οὔτε κἂν νὰ τὸ ψηλαφήσει· «προσέχετε ἑαυτοῖς τοῦ ἀναβῆναι εἰς τὸ ὄρος καὶ θίγειν τι αὐτοῦ», δηλαδή: προσέχετε πολύ, μήπως τυχὸν κι ἀνεβεῖ κανεὶς στὸ ὄρος κι ἀγγίξει κάτι ἀπ’ αὐτό27· οὐαὶ κι ἀλλοίμονο σ’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θ’ ἀποτολμοῦσε νὰ ψηλαφήσει τὸ ὄρος· τόξου βέλος, λιθοβόλημα, θάνατος ἦταν ἡ τιμωρία του. «Πᾶς ὁ ἁψάμενος τοῦ ὄρους θανάτῳ τελευτήσει. οὐχ ἅψετε αὐτοῦ χείρ· ἐν γὰρ λίθοις λιθοβοληθήσεται, ἢ βολίδι κατατοξευθήσεται», δηλαδή: ἐκεῖνος ποὺ θ’ ἀγγίξει τὸ ὄρος, θὰ θανατωθεῖ ἀμέσως· κανένα χέρι δὲν θὰ τὸ ἀγγίξει· ὅποιος τὸ ἀγγίξει, θὰ λιθοβοληθεῖ ἢ θὰ τοξευθεῖ μὲ βέλος καὶ θὰ φονευθεῖ. Καὶ οὐδεμία ἐξαίρεση· «ἐάν τε κτῆνος, ἐάν τε ἄνθρωπος, οὐ ζήσεται», δηλαδή: εἴτε ζῶο εἶναι αὐτό, εἴτε ἄνθρωπος, δὲν θὰ ζήσει28. Ἐσὺ λοιπόν, ὁ ὁποῖος πλησιάζεις ὄχι στὸ ὄρος, ἀλλὰ στὸν Θεό· ἐσύ, λέγω, ποὺ δὲν ψηλαφᾶς τὸ Σινᾶ, ἀλλὰ καὶ ψηλαφᾶς καὶ μεταλαμβάνεις τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποιά ἑτοιμασία κάνεις; Καθαρίζεις πρῶτα τὴν ψυχή σου διὰ τῆς μετανοίας; Πλένεις τοὺς ρύπους καὶ τὶς ἀκαθαρσίες τῆς καρδιᾶς διὰ τῶν δακρύων σου; Ἑτοιμάζεσαι ἔστω καὶ πρὸ τριῶν ἡμερῶν διὰ προσευχῆς καὶ νηστείας καὶ τῶν ἄλλων θεαρέστων πράξεων; Σὺ καταδαπανᾶς μὲν ὅλο τὸν καιρὸ τῆς νηστείας, τὸν διορισμένο ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἑτοιμασία τῆς θείας Μεταλήψεως, στὶς σωματικὲς μέριμνες καὶ φροντίδες, περιμένεις δὲ τὴν ἔσχατη καὶ τελευταία ἡμέρα τῆς νηστείας, γιὰ νά ’ρθεις στὸν πνευματικό σου πατέρα· καὶ τότε, ἐσὺ μὲν μόλις μετὰ πολλῆς σπουδῆς (βιασύνης) προφθάνεις νὰ ἐξαγγείλεις ἐκεῖνα τ’ ἁμαρτήματα, ὅσα ἡ μνήμη σου τότε ὑπαγορεύει· οὔτε δάκρυ χύνεις, οὔτε παίρνεις ἀπόφαση διορθώσεως κ’ ἐπιστροφῆς· ἐκεῖνος δέ, βλέποντας τὸ πλῆθος ὅσων ἔχουν ἔρθει πρὸς ἐξομολόγηση ποὺ περιμένουν καὶ φροντίζοντας ν’ ἀκούσει ὅλων τὴν ἐξομολόγηση, οὔτε σὲ ἐλέγχει ὅπως πρέπει, οὔτε σὲ νουθετεῖ κατὰ τὸ χρέος του· κι ἔτσι αὐτὸς μὲ πολλὴ ταχύτητα σοῦ διαβάζει τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, καὶ σὺ τὴν αὐριανή, ἢ ἂν τύχει τὴν ἴδια ὥρα τολμᾶς ἀνυποστόλως καὶ μεταλαμβάνεις ἀφόβως τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου σου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

   Ἐὰν ὁ Θεὸς παρουσιαζόταν στὴν ἁγία τράπεζα ὅπως φάνηκε ἐπάνω στὸ ὄρος Σινᾶ, οἱ φωνὲς καὶ ἀστραπές, ἡ γνοφώδης (σκοτεινὴ) νεφέλη κι ὁ φοβερὸς ἦχος τῆς σάλπιγγας29 θὰ μᾶς φόβιζαν καθὼς φόβισαν τότε τοὺς εὑρισκομένους στὴν παρεμβολή· καὶ τὸ πῦρ ἐκεῖνο κι ὁ καπνὸς ποὺ ἀνέβαινε σὰν ἀπὸ καιγόμενο καμίνι θὰ μᾶς ἔκαμε ἐκστατικοὺς σφόδρα, ὅπως τότε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Ἐὰν ὁ Θεὸς φαινόταν ἐπάνω στὸ θυσιαστήριο, ὅπως φανερώθηκε ἐπάνω στὸ ὄρος Χωρήβ, τὸ πνεῦμα τὸ μέγα καὶ κραταιόν, τὸ διαλῦον τὰ ὄρη (ποὺ διέλυε ὄρη) καὶ συντρίβον πέτρας (καὶ συνέτριβε πέτρες), καὶ ὁ συσσεισμὸς (σεισμὸς) ὁ φοβερὸς30 θὰ μᾶς ἔστρεφε πρὸς τὰ πίσω, θὰ καλύπταμε βέβαια καί ’μεῖς τὸ πρόσωπό μας, καὶ φεύγοντας θὰ κρυβόμασταν μέσα στὰ σπήλαια, ὅπως ἀκριβῶς τότε ὁ Ἠλίας ὁ μεγαλώνυμος. Ἐὰν κατὰ τὴν ὥρα τῆς τελετῆς τοῦ Μυστηρίου φανερωνόταν ὁ «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος»31, καὶ βλέπαμε ποταμὸ πύρινο μπροστά του, καὶ χίλιες χιλιάδες ἀγγέλων νὰ τὸν λειτουργοῦν (ὑπηρετοῦν) καὶ μύριες μυριάδες ἀρχαγγέλων νὰ στέκονται ἐνώπιόν του, καθὼς παρουσιάσθηκε στὴν Βαβυλῶνα ἐνώπιον τοῦ Δανιήλ32, θὰ ἔφριττε ἀναμφίβολα τὸ πνεῦμα, καὶ θὰ ταράζονταν οἱ διαλογισμοὶ τῆς ψυχῆς, καὶ θ’ ἀλλοιωνόταν ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου μας, ὅπως τότε ἡ τοῦ μεγάλου προφήτου Δανιήλ. Ἐὰν ἔβλεπες, χριστιανέ, ὅταν πλησιάζεις στὴν μετάληψη τοῦ Μυστηρίου, «τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπῃρμένου», δηλαδή: τὸν Κύριο νὰ κάθεται πάνω σ’ ἕνα θρόνο ὑψηλὸ καὶ μετέωρο33, καὶ νἆναι γεμάτος ἀπὸ ἀπερίγραπτη δόξα ὁ ναὸς αὐτός, καὶ Σεραφὶμ ἑξαπτέρυγα γύρω του, μὲ τὶς δύο πτέρυγες νὰ καλύπτουν τελείως τὰ πρόσωπά τους, μὲ τὶς δύο ἄλλες νὰ καλύπτουν τὰ πόδια τους, καὶ μὲ τὶς ἄλλες δύο νὰ πετοῦν, νὰ κραυγάζουν καὶ νὰ λέγουν «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ», δηλαδή: ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, εἶναι ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ, γεμάτη εἶναι ὅλη ἡ γῆ ἀπ’ τὴν ὑπέρλαμπρη δόξα του34, κ’ ἔβλεπες στὸ χέρι τοῦ ἱερέως τὸν ἄνθρακα, τὸν ὁποῖο λαμβάνει μὲ τὴν λαβίδα καὶ ἅπτεται τοῦ στόματός σου (ἀγγίζει τὸ στόμα σου), τότε βέβαια θὰ κατανυγόταν ἡ καρδιά σου, καὶ θὰ φώναζες, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μεγαλοφωνότατος Ἡσαίας: Ὢ ταλαίπωρος ἐγώ, ἐνῶ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, «καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων»35, ὄχι μόνο βλέπω, ἀλλὰ καὶ μεταλαμβάνω τὸν Βασιλέα τῆς δόξης καὶ Κύριο Σαβαώθ. Ἐὰν τὴν ὥρα, κατὰ τὴν ὁποία μεταλαμβάνεις, ἔβλεπες μία μόνο ἀκτῖνα τῆς θείας δόξης, θὰ τρόμαζες τότε, καὶ μὴ μπορῶντας νὰ σταθεῖς στὰ πόδια σου θά ’πεφτες ἐπὶ πρόσωπον (μὲ τὸ πρόσωπο πρὸς τὰ κάτω), καθὼς ἔπεσαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν στὸ Θαβώριο ὄρος ἔλαμψε ἡ θεία δόξα τοῦ προσώπου Του.


(συνεχίζεται…)


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 165–173. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


22. Ἔξοδ. λδ΄ 30-35.

23. Ματθ. κς΄ 27, 28.

24. Β΄ Πέτρ. α΄ 19.

25. Ψαλμ. ε΄ 6-7.

26. Ἔξοδ. ιθ΄ 10, 11.

27. Ἔξοδ. ιθ΄ 12.

28. Ἔξοδ. ιθ΄ 12, 13.

29. Ἔξοδ. ιθ΄ 16, 17: «καὶ ἐγίνοντο φωναὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ νεφέλη γνοφώδης ἐπ᾿ ὄρους Σινά, φωνὴ τῆς σάλπιγγος ἤχει μέγα· καὶ ἐπτοήθη πᾶς ὁ λαὸς ὁ ἐν τῇ παρεμβολῇ.»

30. Γ΄ Βασιλ. ιθ΄ 11-13.

31. Δανιήλ ζ΄ 13.

32. Δανιήλ ζ΄ 10.

33. Ἡσ. στ΄ 1.

34. Ἡσ. στ΄ 2, 3.

35. Ἡσ. στ΄ 5.