Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΕΛΠΙΔΑΣ




ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθαίου ΙΔ΄ 14–22)


ΟΜΙΛΙΑ

 ΠΕΡΙ ΕΛΠΙΔΑΣ


ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ τοῦ ΘΕΟΤΟΚΗ*


   ΤΟΥ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἡ ἱστορία, ὅπως ἀκούσατε, ἀναζωοποιεῖ (ξαναζωντανεύει) τὴν δύναμη τῆς ἐλπίδας ποὺ εἶναι φυτεμένη ἀπ’ τὸν Θεὸ στὴν καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου, καὶ τὴν διευθύνει (κατευθύνει) θαυμάσια στὸν δοτῆρα κ’ ἐκπληρωτή της, τὸν φιλανθρωπότατο καὶ παντοδύναμο Θεό. Ἔχει πράγματι, κάθε ψυχὴ ἀνθρώπου στὴν φύση της, τὴν δύναμη τῆς ἐλπίδας· οὔτε κίνδυνοι, οὔτε ἀνάγκες, οὔτε δυστυχίες, οὔτε τόπος, οὔτε καιρός, οὔτε κάτι ἄλλο μπορεῖ νὰ ἐκριζώσει ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὴν δύναμη τῆς ἐλπίδας. Ἡ ἐλπίδα δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει οὔτε στὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ τότε συμπαρευρίσκεται, ἐνθαρρύνει, κ’ ἐπαγγέλλεται ὑγεία καὶ ζωή. Αὐτὴ ἐνισχύει τὸν ἄνθρωπο σὲ κάθε ἔργο καὶ σὲ κάθε περίσταση. Ὁ γεωργὸς ὑποφέρει τὸν κόπο τῆς γεωργίας, ἐπειδὴ ἐλπίζει στὸν θερισμὸ τοῦ καρποῦ. Ὁ ναύτης καταφρονεῖ τοὺς κινδύνους τῆς θάλασσας, ἐπειδὴ ἐλπίζει ὅτι θ’ ἀποφύγει τὰ ναυάγια καὶ θ’ ἀπολαύσει τὸ κέρδος. Ὁ ἀσθενὴς παρηγορεῖ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας, ἐπειδὴ ἐλπίζει στὴν γιατρειὰ τοῦ πάθους του. Ἡ ἐλπίδα τῆς ἀπαλλαγῆς παρηγορεῖ ὅλες τὶς θλίψεις κ’ ἐλαφραίνει ὅλες τὶς στενοχώριες, ὅσες προξενοῦν οἱ διωγμοί, οἱ καταδρομὲς (κατατρεγμοί), οἱ συκοφαντίες, οἱ προδοσίες, καὶ κάθε ἄλλη λυπηρὴ περίσταση. Ἐὰν λείψει ἡ ἐλπίδα, οὐδεὶς ἐπιχειρεῖ οὔτε κἂν ἕνα ἔργο, κανένας δὲν βρίσκει παρηγοριὰ σὲ τούτη τὴν δυστυχῆ κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, στὴν ὁποία ἐξοριστήκαμε.

   Μεγάλη βέβαια ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ! Στέρησε μὲν ὁ Θεὸς τὀν ἄνθρωπο –λόγῳ τῆς ἁμαρτίας του– ἀπ’ τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου, τὸν ἐξόρισε σὲ τούτη τὴν γῆ· εἶπε τὸ «ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου», δηλαδή· θἆναι καταραμένη ἡ γῆ στὰ ἔργα σου· μὲ λύπες καὶ κόπους θὰ κερδίζεις τὴν τροφή σου ἀπ’ τὴν γῆ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου1· εἶπε τὸ «ἀκάνθας καὶ τριβόλους», δηλαδὴ θλίψεις, συμφορές, ἀνάγκες, ἀρρώστιες «ἀνατελεῖ σοι», (θὰ σοῦ φυτρώνει ἡ γῆ)2· ἄφησε ὅμως στὴν καρδιά του τὴν δύναμη τῆς ἐλπίδας, ὡς παρηγορητικὸ ἀντίδοτο στὶς συμφορές, καὶ βάλσαμο παραμυθητικὸ στὶς θλιβερές του περιστάσεις.

   Πλήν, φεῦ τῆς δυστυχίας! ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει στὶς ἄλλες δυνάμεις ποὺ φυτεύθηκαν ἀπ’ τὸν Θεὸ στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν σωτηρία του, τοῦτο τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν δύναμη τῆς ἐλπίδας. Φύτεψε ὁ Θεὸς στὴν φύση μας τὴν ἐπιθυμία, ἔτσι ὥστε, ἀφοῦ τὴν προσηλώσουμε στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀγαπήσουμε ἐξ ὅλης καρδίας, νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια βασιλεία Του· ἐμεῖς ὅμως, ἀφιερώνοντας ὅλη τὴν ἐπιθυμία μας στὴν γῆ, καὶ ἀγαπῶντας ἐξ ὅλης καρδίας τὰ κτίσματα, τὶς σαρκικὲς ἡδονές, τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, γινόμαστε ὑπόδικοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἔθεσε ὁ Θεὸς μέσα στὴν φύση μας τὸν θυμό, τόνο καὶ νεῦρο τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ ἐνισχυόμαστε μ’ αὐτὸν κατὰ τῶν πειρασμῶν τοῦ Διαβόλου καὶ ν’ ἀντιπολεμοῦμε τὶς προσβολὲς τῆς ἁμαρτίας· ἐμεῖς ὅμως, διὰ τοῦ θυμοῦ γεμίζουμε τὸ στόμα μας μὲ ὕβρεις, καὶ καθοπλίζουμε (ἐξοπλίζουμε ἐντελῶς) τὰ χέρια κατὰ τοῦ πλησίον. Ὁ τεχνίτης κατασκεύασε τὴν μάχαιρα πρὸς ὠφέλιμη χρήση τῶν ἀνθρώπων· οἱ ἄνθρωποι κάμουν κατάχρηση τῆς μαχαίρας καὶ ἀλληλοφονεύονται. Ὁ Θεὸς φύτεψε στὶς καρδιές μας τὸν θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε ὡς ὄργανα σωτηρίας· ἐμεῖς ὅμως, κάνοντας κατάχρηση τούτων, τὰ καθιστοῦμε ὄργανα ἀπωλείας. Τὴν ἴδια κατάχρηση κάνουμε καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα. Μᾶς ἔδωκε ὁ Θεὸς τὸ μέγα δῶρο τῆς ἐλπίδας, ἔτσι ὥστε, ἐλπίζοντας ὅλως δι’ ὅλου σ’ Αὐτὸν, νὰ τὴν ἔχουμε κραταιὸ καταφύγιο τῶν σωματικῶν συμφορῶν καὶ λιμάνι ἀκύμαντο τῆς ψυχικῆς σωτηρίας· ἐμεῖς ὅμως ἀφιερώνουμε ὅλη τὴν ἐλπίδα μας στοὺς ἀνθρώπους, στ’ ἀργύρια, στοὺς λίθους, σὲ πράγματα ἀσθενῆ καὶ μεταβλητὰ καὶ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα. Κι ἔτσι ἡ ἐλπίδα δὲν γίνεται ὠφέλιμη καὶ ψυχοσωτήρια, ἀλλ’ ἐπιβλαβὴς καὶ ψυχόλεθρος.

   Ὁ Θεὸς καὶ μὲ τὸν λόγο δίδαξε καὶ μὲ τὰ ἔργα βεβαίωσε, ὅτι πρέπει νὰ ἐλπίζουμε σὲ Αὐτὸν κι ὄχι στοὺς ἀνθρώπους· «μὴ πεποίθατε», εἶπε, «ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία», δηλαδή· μὴ στηρίζετε τὴν πεποίθηση καὶ τὴν ἐλπίδα σας στοὺς ἄρχοντες, στοὺς γυιοὺς τῶν θνητῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ σᾶς σώσουν3· ἐσὺ ὅμως, ὦ ἄνθρωπε, καὶ κυβέρνηση (καθοδήγηση), καὶ τιμή, καὶ κάθε ἀγαθό, δὲν ἐλπίζεις ἀπ’ τὸν Θεό, ἀλλ’ ἀπ’ τὸν ἄρχοντα. Ὀ ἄρχοντας ὡς ἄνθρωπος εἶναι μεταβλητός· σήμερα σὲ ἀγαπᾶ καὶ σὲ προστατεύει, αὔριο σὲ μισεῖ καὶ σὲ καταδιώκει. Ὁ ἄρχοντας, ὡς υἱὸς ἀνθρώπων, σήμερα κάθεται στὴν ὑψηλὴ καθέδρα τῆς εὐτυχίας, γι’ αὐτὸ μὲ τὴν δύναμή του σὲ περιθάλπει· αὔριο καταγκρεμίζεται στὸ βαθὺ χαντάκι τῆς δυστυχίας, κ’ ἔτσι ἡ περίθαλψή του σὲ τίποτε δὲν σ’ ὠφελεῖ. Ὁ ἄρχοντας, ὡς ἄνθρωπος θνητός, αὔριο πεθαίνει, σὺ ὅμως, ὄχι μόνο μένεις γυμνὸς ἀπ’ τὴν προστασία του, ἀλλὰ καὶ μισούμενος ἀπ’ τοὺς ἐχθρούς του. Ἐμεῖς ἐλπίζουμε στοὺς συγγενεῖς ἢ στοὺς φίλους, ἀλλ’ αὐτοὶ ἔχουν ἢ δύναμη ἀπροαίρετη, ἢ προαίρεση ἀδύνατη, δηλαδή, ἢ δὲν θέλουν διόλου, ἂν καὶ μποροῦν, ἢ δὲν μποροῦν διόλου, ἂν καὶ θέλουν νὰ μᾶς βοηθήσουν. Αὐτοὶ σήμερα ὑπόσχονται πολλὰ καὶ μεγάλα, αὔριο ἀθετοῦν τὴν ὑπόσχεση καὶ δὲν ἐκπληρώνουν οὔτε πολλά, οὔτε λίγα. Ἐμεῖς ἐλπίζουμε στὸ ἀργύριο καὶ στὸ χρυσάφι, στοὺς λίθους καὶ τὰ κειμήλια· αὐτὰ ὅμως, σήμερα εἶναι στὴν ἐξουσία μας, καὶ αὔριο ἢ τὰ κλέβουν οἱ κλέφτες, ἢ τ’ ἁρπάζουν οἱ λῃστές, ἢ τὰ σκορπίζουν τὰ ἐλαττώματα, ἢ τὰ διαφθείρουν οἱ περιστάσεις τῶν συμφορῶν, ἢ τέλος πάντων τ’ ἀφαιρεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ θάνατος. Θέλεις ἡ ἐλπίδα σου νἄχει βάση στέρεη καὶ βεβαία; Βρὲς ἄνθρωπο ποὺ ἔχει τὴν δύναμη νὰ ἐκτελέσει ὅσα θέλεις· βρὲς ἄνθρωπο ποὺ φυλάσσει ἀμετάβλητη τὴν ὑπόσχεσή του· βρὲς ἄνθρωπο νἆναι στὴν φύση του εὐεργετικός, καὶ στήριξε σ’ αὐτὸν τὴν ἐλπίδα σου. Ἀλλὰ ποῦ νὰ βρεθεῖ τέτοιος ἄνθρωπος; Στ’ ἀλήθεια, τέτοιον ἄνθρωπο δὲν βρίσκεις· ὅμως βρίσκεις ἐὰν θέλεις τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι παντοδύναμος· «ὅτι ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν· ὅτι αὐτοῦ ἐστιν ἡ θάλασσα, καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν, καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔπλασαν», δηλαδή· διότι στὰ παντοδύναμα χέρια του βρίσκεται ὅλη ἡ γῆ μέχρι καὶ τῶν περάτων της, οἱ πανύψηλες κορυφὲς τῶν βουνῶν εἶναι δικές του· δική του εἶναι ἡ θάλασσα, διότι αὐτὸς τὴν ἔκαμε, καὶ τὰ χέρια του ἐπίσης ἔπλασαν τὴν ξηρά4. Τὸν Θεὸ μόνο βρίσκεις, «τὸν ποιήσαντα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς», δηλαδή· ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, τὴν θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ αὐτά5. Αὐτὸν μόνο βρίσκεις νὰ φυλάττει τὴν ὑπόσχεσή Του ἀμετάβλητη στὸν αἰῶνα· «τὸν φυλάσσοντα ἀλήθειαν εἰς τὸν αἰῶνα»6. Αὐτὸν μόνο βρίσκεις νἆναι φύσει εὐεργετικός, διότι αὐτὸς κρίνει τοὺς ἀδικουμένους, τρέφει αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν, λύνει ἀπὸ κάθε ἀνάγκη αὐτοὺς ποὺ εἶναι δεμένοι σ’ αὐτήν, σοφίζει τοὺς τυφλούς, ἀνορθώνει ὅσους ἔχουν πέσει στὶς συμφορές, ἀγαπᾶ τοὺς δικαίους, φυλάττει αὐτοὺς ποὺ προσέρχονται σ’ Αὐτόν, ἀναλαμβάνει στὴν προστασία Του τ’ ὀρφανὸ καὶ τὴν χήρα, ἐξαλείφει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἁμαρτωλοῦ· «ποιοῦντα κρίμα τοῖς ἀδικουμένοις, διδόντα τροφὴν τοῖς πεινῶσι. Κύριος λύει πεπεδημένους, Κύριος σοφοῖ τυφλούς, Κύριος ἀνορθοῖ κατερραγμένους, Κύριος ἀγαπᾷ δικαίους, Κύριος φυλάσσει τοὺς προσηλύτους· ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται, καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ»7. Γιατί λοιπὸν ἐγὼ ἀναθέτω τὴν ἐλπίδα μου στοὺς ἀδυνάτους (ποὺ δὲν ἔχουν δύναμη), στοὺς ἀπροαιρέτους (ποὺ δὲν θέλουν), στοὺς μεταβλητοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὄχι στὸν Θεό, τὸν παντοδύναμο, τὸν εὐεργετικό, τὸν ἀληθινό, τὸν ἀμετάβλητο; Γιατί ἀναθέτω τὴν ἐλπίδα μου στὰ ἄψυχα κι ἀναίσθητα κι ἀκίνητα χώματα (χρήματα) τῆς γῆς, καὶ ὄχι στὸν Θεὸ «τὸν ποιήσαντα τὸν οὐρανόν, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς»8; Ἐὰν ἀφιερώσω πᾶσαν τὴν ἐλπίδα μου σ’ Αὐτόν, ἀπολαμβάνω ὅσα θέλω πρὸς τὸ συμφέρον μου, καὶ γίνομαι πανευτυχὴς καὶ μακάριος· «μακάριος, οὗ ὁ Θεὸς Ἰακὼβ βοηθὸς αὐτοῦ, ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτοῦ»9. Μήπως διστάζουμε στὰ λόγια Του, καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἐλπίζουμε σ’ Αὐτόν; Ἀλλ’ αὐτὸς καὶ διὰ τῶν ἔργων ἔδειξε πόσο βοηθεῖ ὅσους ἐλπίζουν σ’ Αὐτόν.

   Τετρακόσιες χιλιάδες ἄνδρες δυνατοὶ ἀπ’ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα παρατάσσονται σὲ πόλεμο κατὰ ὀκτακοσίων χιλιάδων ἀνδρῶν, ἐπίσης δυνατῶν, ἀπ’ τὶς ὑπόλοιπες φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ· καὶ νικᾶνε κατὰ κράτος οἱ τετρακόσιες χιλιάδες τὶς ὀκτακόσιες· «καὶ κατίσχυσαν», λέγει ἡ θεία Γραφή, «οἱ υἱοὶ Ἰούδα». Ἀλλὰ γιατί; «Ὅτι» (διότι), λέγει, «ἤλπισαν ἐπὶ Κύριον Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν»10. Ἄγγελος Κυρίου φονεύει σὲ μιὰ νύκτα ἑκατὸν ὀγδονταπέντε χιλιάδες Ἀσσυρίων, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν νὰ πολεμήσουν τὸν Ἐζεκία τὸν βασιλέα τῆς Ἱερουσαλήμ. Γιατί τοῦτο; Διότι ὁ Ἐζεκίας, λέγει ἡ Γραφή, «ἤλπισεν ἐν Κυρίῳ Θεῷ Ἰσραὴλ»11. Μετὰ ταῦτα ἀσθενεῖ ὁ Ἐζεκίας ἕως θανάτου· ἔρχεται πρὸς αὐτὸν ὁ προφήτης Ἡσαΐας, καὶ ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἀναγγέλλει τὴν ἀπόφαση τοῦ θανάτου του, λέγοντας· «τάδε λέγει Κύριος· ἔντειλαι τῷ οἴκῳ σου, ὅτι ἀποθνῄσκεις σὺ καὶ οὐ ζήσῃ», δηλαδή· αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· τακτοποίησε τὶς ὑποθέσεις τοῦ οἴκου σου, διότι θὰ πεθάνεις καὶ δὲν θὰ ζήσεις12. Ὁ Ἐζεκίας ἀκούει μὲν μὲ πίστη κ’ εὐλάβεια τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Προφήτου καὶ πιστεύει σὲ αὐτά, πλὴν ὅμως δὲν ἀπελπίζεται, ἀλλὰ ἐλπίζει στὸν Θεό· στρέφει τὸ πρόσωπό του στὸν τοῖχο, γιὰ νὰ συνάξει τὸν νοῦ του· ἔπειτα, ἀφοῦ ἀφιερώνει ὅλη τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεό, προσεύχεται, παρακαλεῖ, κλαίει. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο γιατρεύεται, ἀλλὰ καὶ προστίθενται σ’ αὐτὸν δεκαπέντε ἔτη ζωῆς. Ἐπιπλέον δέ, ἐλευθερώνεται κι αὐτὸς καὶ ἡ πόλη του Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν καταδρομὴ τῶν Ἀσσυρίων. «Ἤκουσα», λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Θεός, «τῆς προσευχῆς σου, εἶδον τὰ δάκρυά σου· ἰδοὺ ἐγὼ ἰάσομαί σε, τῆ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἀναβήσῃ εἰς οἶκον Κυρίου· καὶ προσθήσω ἐπὶ τὰς ἡμέρας σου πεντεκαίδεκα ἔτη καὶ ἐκ χειρὸς βασιλέως Ἀσσυρίων σώσω σε καὶ τὴν πόλιν ταύτην», δηλαδή· ἄκουσα τὴν προσευχή σου, εἶδα τὰ δάκρυά σου· ἰδοὺ ἐγὼ θὰ σὲ θεραπεύσω, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θ’ ἀνέβεις ὑγιὴς στὸν ναὸ τοῦ Κυρίου σου· καὶ θὰ προσθέσω στὴν ζωή σου δεκαπέντε ἀκόμη χρόνια, θὰ σώσω ἐσένα καὶ τὴν πόλη αὐτὴ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπ’ τὰ χέρια (τὴν ἐξουσία) τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων13.

   Ἡ ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ διαβάστηκε σήμερα τί ἄλλο φανέρωσε, εἰμὴ μόνον, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἐλπίζουν στὸν Θεὸ οὐδέποτε μένουν στερημένοι τῶν δωρεῶν Του; Πέντε χιλιάδες ἄνδρες, ἴσως κι ἄλλες πέντε χιλιάδες γυναῖκες καὶ παιδιά, τόση ἐλπίδα ἔχουνε πρὸς τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ὥστε πεζοί, χωρὶς νὰ λάβουν μαζί τους καμμιὰ τροφή, ἔτρεξαν στὴν ἔρημο φέρνοντας τοὺς ἀσθενεῖς τους. Τί λοιπὸν ἔλαβαν αὐτοὶ ἀπὸ Ἐκεῖνον στὸν ὁποῖον ἢλπισαν; Ἔλαβαν ἆραγε μόνον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἤλπισαν; Ὄχι μόνο γιάτρεψε ὁ Κύριος ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς τους, ἀλλὰ κι ὅλους αὐτοὺς τοὺς χόρτασε μ’ ἀφθονία διὰ τῶν εὐλογηθέντων ἄρτων καὶ ψαριῶν. Καὶ οἱ μὲν μαθητές του τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀπολύσει (ἀφήσει)· Ἐκεῖνος ὅμως δὲν θέλησε νὰ τοὺς ἀπολύσει, προτοῦ, καὶ τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν γιατρέψει καὶ τὴν κοιλιά τους χορτάσει. Πλήρης τέτοιων παραδειγμάτων εἶναι ἡ ἁγία Γραφή· ἀλλὰ καὶ τοῦτο μόνο βεβαιώνει τὸν λόγο τοῦ Προφήτου· «ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν καὶ οὐ κατησχύνθησαν», δηλαδή· σ’ Ἐσένα στήριξαν τὶς ἐλπῖδες τους καὶ δὲν ντροπιάστηκαν γι’ αὐτό, ἀλλὰ δικαιώθηκαν14. Καὶ τοῦτο μόνο ἀποδεικνύει τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου τὴν ἀλήθεια· «ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει», δηλαδή· αὐτὴ ἡ ἐλπίδα ὅμως δὲν ντροπιάζει καὶ δὲν ἀπογοητεύει (αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει)15.

   Μέγα δῶρο ἀληθῶς ἡ ἐλπίδα στὸν Θεό! Αὐτὴ εἶναι γνήσια θυγατέρα τῆς πίστεως. πίστη γεννάει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό· ἡ ἀπιστία ἐξαλείφει κι αὐτὰ τὰ ἴχνη της. Ἀπὸ τοῦτο καταλαβαίνουμε πόσο ὠφέλιμη εἶναι ἡ πίστη καὶ σ’ αὐτὴν τὴν πρόσκαιρη ζωή. Ὁ μὲν πιστός, στὶς συμφορές, στὶς θλίψεις, στοὺς κινδύνους, στοὺς ὁποίους μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ ν’ ἀπαντήσει (ν’ ἀνταπεξέλθει), σηκώνει τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ λέει: Θεέ μου, πρόφτασε! Καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς παντοδύναμης βοήθειας γίνεται βάλσαμο στὶς πληγὲς τῆς τεθλιμμένης καρδιᾶς του. Ὁ δὲ ἄπιστος, στὶς δύσκολες κ’ ἐλεεινὲς περιστάσεις, ἐπειδὴ οὐδεμία ἐλπίδα ἔχει πρὸς τὸν Θεό, δὲν βρίσκει κανένα βότανο γιατρειᾶς, καμμιὰ παρηγοριὰ δὲν βρίσκει στὸ σφοδρότατο πάθος του. Ὁ πιστός, ἀδικούμενος καὶ τυραννούμενος καὶ ὑπὸ μηδενὸς βοηθούμενος, καταφεύγει στὸν Θεό, ἐλπίζοντας ὅτι αὐτὸς θὰ γίνει ὑπερασπιστής του καὶ λυτρωτής· καὶ τούτη ἡ ἐλπίδα γιατρεύει τὴν σφοδρὴ ὀδύνη τῆς ψυχῆς του. Ὁ ἄπιστος, ἐπειδὴ οὔτε πίστη ἔχει, οὔτ’ ἐλπίδα, γιὰ τοῦτο οὔτε καταφύγιο ἔχει στὶς ὅμοιες περιστάσεις, οὔτε γιατρειά· καὶ βασανίζεται ἀνιάτως, καὶ πάσχει ἀπαραμύθητα (ἀπαρηγόρητα). Ὁ πιστός, καὶ τὸν ἀγῶνα τοῦ θανάτου εἰρηνικῶς ὑποδέχεται, καὶ τῆς τελευταίας ὥρας τῆς ζωῆς τὰ φόβητρα ὑποδέχεται ἀνδρείως, ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ μετάβαση ἀπ’ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ στὴν ἀτελεύτητη ζωή· ἐπειδὴ ἐλπίζει ὅτι κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, οἱ ὁδηγοὶ καὶ φύλακες τῶν πιστῶν, παραστέκονται ὑπερασπιζόμενοι, ἐνθαρρύνοντες, βοηθοῦντες· κ’ ἔτσι βλέπει τὰ τέλη τῆς ζωῆς του ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά. Στὸν ἄπιστο, ἐπειδὴ τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν πιστεύει, τίποτε ἀπὸ τοῦτα δὲν ἐλπίζει, ὁ ἀγῶνας τοῦ θανάτου εἶναι σ’ αὐτὸν δεινὸς (φοβερὸς) καὶ ἀφόρητος· ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του εἶναι ὀδυνηρὴ καὶ γεμάτη ταραχὴ κι ἀπελπισμὸ ἀνεκδιήγητο· φρίττει καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὴν καὶ κατ’ αὐτὴν τὸν χωρισμὸ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἐξουδένωση τῆς ὑπάρξεώς του.

   Ἐλπίδα λοιπόν, ἀρετὴ ἁγία, θησαυρὲ ἀτίμητε, βάλσαμο οὐράνιο, δώρημα τέλειο, ἄνωθεν καταβαῖνον ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων· ἐσὺ παρηγορεῖς τὶς θλίψεις μου, σὺ κατευνάζεις τὴν δριμύτητα τῶν πόνων τῆς ἀσθένειάς μου, σὺ μόνο προΐστασαι σὲ κάθε θλιβερὴ καὶ κινδυνώδη περίστασή μου, σὺ καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου ἀποδιώχνεις, καὶ τὸν ἀπελπισμὸ τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐξαφανίζεις.

   Βασιλεῦ ἀόρατε, γλυκύτατε νυμφίε τῆς ψυχῆς μου, ὅλα τὰ μπορεῖς κι ὅλα σὲ Σένα ὑπακούουν· σύ, ποὺ φύτεψες στὴν καρδιά μου τὴν ἐλπίδα, ἀξίωσέ με διὰ τῆς χάριτός σου νὰ μὴ ἐλπίζω ποτὲ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ πρόσκαιρα τοῦ κόσμου πράγματα, ἀλλὰ νἄχω πάντοτε ἀφιερωμένη στὴν παντοδυναμία σου καὶ στὴν εὐσπλαγχνία σου ὅλη μου τὴν ἐλπίδα. Καὶ τότε γίνομαι πανευτυχὴς καὶ μακάριος· διότι σὺ εἶπες διὰ τοῦ Προφήτου σου ὅτι μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θ’ ἀφιερώσει ὅλη του τὴν ἐλπίδα σὲ Σένα· «μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπὶ σέ»16.


* Νικηφόρου Θεοτόκη Ἀρχιεπισκόπου Ἀστραχανίου καὶ Σταυρουπόλεως, «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», ἐν Βενετίᾳ 1831, τόμ. Α΄, σελ. 208–212. (Ἐπιμέλεια κειμένου, φραστικὴ διασκευή, διορθώσεις, ὑποσημειώσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).


1. Γεν. γ΄ 17.

2. Γεν. γ΄ 18.

3. Ψαλμ. ρμε΄ 3.

4. Ψαλμ. Ϟδ΄ 4, 5.

5. Ψαλμ. ρμε΄ 6.

6. ὅπ. παραπ.

7. Ψαλμ. ρμε΄ 7-9.

8. Ψαλμ. ρμε΄ 6.

9. Ψαλμ. ρμε΄ 5.

10. Β΄ Παραλειπ. ιγ΄ 18.

11. Δ΄ Βασιλ. ιη΄ 5.

12. Δ΄ Βασιλ. κ΄ 1.

13. Δ΄ Βασιλ. κ΄ 5, 6.

14. Ψαλμ. κα΄ 6.

15. Ρωμ. ε΄ 5.

16. Ψαλμ. πγ΄ 13.