Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Ὁ σοφὸς Πευματικός



Ὁ σοφὸς Πευματικός

 

 

   Στὶς Διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἀναφέρεται ἡ παρακάτω πολὺ διδακτικὴ διήγηση:

 

   Ἕνας ἄρχοντας πλούσιος ἐθησαύριζε κατὰ πολλά· ποτὲ δὲν ἤθελε μήτε νὰ ἐξομολογηθῇ μήτε ἐλεημοσύνη νὰ κάμῃ. Εἶχεν ἕνα υἱὸν ἕως δέκα χρονῶν. Ἦλθε καιρὸς καὶ ἀρρώστησε ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος. Τοῦ ἔλεγον οἱ ἰδικοί του νὰ ἐξομολογηθῇ, νὰ κάμῃ διὰ τὴν ψυχήν του τίποτε· αὐτὸς τοὺς ἔλεγεν:

   - Ἂς εἶναι καλὰ τὸ παιδί μου· ἐκεῖνο ἔχει νὰ κάμῃ διὰ τὴν ψυχήν μου.

   Ὅλος μὲ τὸν διάβολον ἦτο, καὶ ἡ γνώμη του δὲν ἤλλαζεν.

 

   Εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἦτο ἕνας πνευματικὸς ἐνάρετος. Πηγαίνει καὶ ξυρίζει τὰ γένεια του, ἐνδύεται φορέματα κοσμικὰ καὶ πηγαίνει εἰς τὸ σπίτι τοῦ πλουσίου. Κτυπᾷ εἰς τὴν πόρταν· βγαίνουν καὶ τὸν ἐρωτοῦν τί γυρεύει. Ἀπεκρίθη πὼς εἶναι ξένος ἄνθρωπος καὶ ἔτυχα ἐδῶ, λέγει, εἰς τὴν χώραν σας· ἔμαθα πὼς εἶναι ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας ἄρρωστος καὶ ἦλθα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ ἐγώ, ἐπειδὴ εἶμαι ἰατρός. Εὐθὺς τὸν ἐδέχθησαν. Ἦσαν ὅλοι οἱ συγγενεῖς του γύρω του καὶ τὸν ἐπαράστεκαν. Τοὺς λέγει:

   - Πῶς εἶναι ὁ ἄρρωστος;

   Ἀπεκρίθη ὁ ἄρρωστος καὶ τοῦ λέγει:

   - Ἀχαμνὰ εἶμαι, ἀφέντη.

   Λέγει ὁ ἰατρός:

   - Τί σοῦ λέγουν οἱ ἰατροὶ τῆς χώρας σας;

   Λέγει ὁ ἄρρωστος:

   Μὲ λέγουν πὼς εἶμαι ἀχαμνὰ διὰ τὸν θάνατον.

   Τὸν πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ λέγει ὁ πνευματικὸς ἰατρός:

   - Καὶ ἐγὼ τὸ λέγω ὅτι πεθαίνεις. Μὰ ἀνίσως καὶ εὑρίσκετο ἕνα ἰατρικὸν ὁποὺ γνωρίζω, δὲν ἀπέθνησκες.

   Τοῦ λέγει:

   - Τί ἰατρικὸν εἶναι ἐκεῖνο ὁποὺ χρειάζεται νὰ εὕρωμεν;

   Καμώνεται πὼς δὲν ἠξεύρει καὶ ἐρωτᾶ:

   - Ἔχει κανένα παιδί;

   Τοῦ εἶπαν πὼς μόνον ἕνα ἔχει. Τοῦ λέγει ὁ πνευματικός:

   - Νὰ μὴ λυπᾶσαι· τὸ ἰατρικόν σου εὑρέθη. Ἐγὼ σοῦ ὑπόσχομαι πὼς δὲν ἀποθνήσκεις.

   Γυρεύει νὰ τοῦ δώσουν ἕνα φλετζάνι νερὸ καὶ ἀλεύρι. Τὰ ἀνακατώνει καὶ καμώνεται πὼς καὶ κάτι ἄλλο ἰατρικὸν βάνει μέσα καὶ λέγει:

   - Τώρα τὸ ἰατρικὸν εἶναι ἕτοιμον, μόνον χρειάζεται νὰ ἔλθῃ τὸ παιδί σου ἐδῶ, νὰ τοῦ σπάσω τὸ δάκτυλόν του τὸ μικρὸν μὲ τὸ βελόνι, νὰ στάξῃ τρεῖς σταλαγματιὲς αἷμα, νὰ σοῦ τὸ δώσω νὰ τὸ

πίῃς καὶ εὐθὺς νὰ γίνῃς καλά.

   Τὸ παιδὶ ἔπαιζε μὲ τὰ ἄλλα παιδία. Στέλλουν εὐθὺς καὶ τοῦ λέγουν:

   - Ἔλα, παιδί μου, ὁποὺ ἦλθεν ἕνας ἰατρὸς νὰ κάμῃ τὸν πατέρα σου καλά.

   Τὸ παιδὶ ἤθελε νὰ παίξῃ, ὅμως τὸ ἔφεραν. Καθὼς τὸ βλέπει ὁ ἰατρὸς τοῦ λέγει:

   - Ἔλα, παιδί μου, νὰ σοῦ σπάσω τὸ μικρὸν δάκτυλον μ’ ἕνα βελόνι, νὰ στάξῃ τρεῖς σταλαγματιὲς αἷμα ἐδῶ μέσα ὁποὺ ἔχω κάτι ἰατρικόν, νὰ δώσω νὰ τὸ πίῃ ὁ πατέρας σου, νὰ γίνῃ εὐθὺς καλά.

   Λέγει τὸ παιδί:

   - Ἐτρελλάθηκα ἢ ἐπαλάβωσα νὰ χαλάσω ἐγὼ τὸ δάκτυλόν μου;

   Λέγει ὁ ἰατρός:

   - Εἰς σέ, παιδί μου, κρέμαται ἢ νὰ ζήσῃ ἢ ν’ ἀποθάνῃ. Δὲν βλέπεις πόσα ἐσύναξε νὰ σοῦ ἀφήσῃ;

   Λέγει τὸ παιδί:

   - Ζήσῃ δὲν ζήσῃ, ἐγὼ δὲν χαλῶ τὸ χέρι μου. Καὶ ἔφυγε.

 

   Λέγει ὁ ἰατρὸς τοῦ ἄρχοντος:

   - Ἐγὼ εἶμαι ὁ πνευματικὸς τῆς χώρας καὶ τὸ ἔκαμα τοῦτο, διὰ νὰ σοῦ δείξω πὼς ἀπὸ τὸ παιδί σου μὴ ἐλπίζῃς τίποτε διὰ τὴν ψυχήν σου νὰ σοῦ κάμῃ.

   Τότε σηκώνεται ὁ ἄρρωστος.

   - Ἐγώ, λέγει, ἐκόλασα τὴν ψυχήν μου διὰ τὸ παιδί μου, νὰ τοῦ ἀφήσω πολλά, καὶ ἐκεῖνο δὲν τὸ ἐβάσταξε ἡ καρδιά του νὰ δώσῃ τρεῖς σταλαγματιὲς αἷμα διὰ τὴν ζωήν μου; Καλὰ λέγεις, πνευματικέ μου.

   Εὐθὺς γυρεύει τὰ δευτέρια του, τὰς ὁμολογίας του καὶ τὰ ξεσχίζει. Ἐμοίρασεν ὅλα του τὰ πράγματα, δὲν ἄφησε τίποτε, καὶ τὸ παιδί του τὸ κατέστησε πάμπτωχον, καὶ ἐκέρδισε τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε.

 

   Τώρα ὅσοι ἔχετε παιδιά, μὴ ἐλπίζετε καὶ λέγετε, πὼς εἶναι καλὸ τὸ παιδί μου καὶ ἐκεῖνο ἔχει νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν ψυχήν μου. Ὅ,τι κάμνει ὁ ἄνθρωπος μόνος του, ἐκεῖνο εὑρίσκει εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)