Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

-Προτιμῶ τήν ἀσθένεια…



-Προτιμῶ  τήν  ἀσθένεια

 

   Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος, ζοῦσε στήν Ρωσία ἕνας νέος εὐσεβής καί φιλόθεος. Καί βλέποντας τήν ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς, ποθοῦσε τήν αἰώνια μακαριότητα ἔτσι ἀποφάσισε ν᾿ ἀρνηθεῖ τόν κόσμο, νά τόν ἐγκαταλείψει καί νά γίνει Μοναχός. Κι ἐφόσον, εἶχε τήν κανονική ἡλικία καί δέν ἐμποδιζόταν ἀπό κανέναν, προχώρησε στήν πραγματοποίηση τοῦ ἱεροῦ καί σωτήριου ἔργου του. Δέν θέλησε, ὅμως, νά μείνει σέ κανένα ἀπ᾿ τά Μοναστήρια τῆς πατρίδας του, ἀλλά πορεύθηκε πρός τόν εὐλογημένο Ἄθωνα, τό περιβόλι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τό Ἅγιον Ὄρος.

   Φθάνοντας ἐκεῖ, πῆγε στίς Καρυές πού εἶναι ἡ Πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί κοινοβίασε στήν Σκήτη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου1, τό λεγόμενο Σεράι, ὅπου, ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται εἶχε κάποιον συγγενῆ ἤ γνωστό Μοναχό.

   Τό πολίτευμα τῆς Σκήτης αὐτῆς ἦταν κοινοβιακό, δηλαδή, εἶχε τόν Ἡγούμενο καί σ᾿ αὐτόν ὅλοι οἱ Μοναχοί τῆς Σκήτης ἔκαμαν ὑπακοή, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχικοῦ συστήματος.

   Σ᾿ ἕνα τέτοιο, λοιπόν, πνευματικό κοινόβιο, ἐνσωματωθείς ὁ νέος τοῦτος, ἔδειχνε πολλή σπουδή στήν ἐκπλήρωση τῶν μοναχικῶν καθηκόντων καί διακονημάτων2, στήν ὑπακοή, στήν ταπείνωση, καί γενικῶς σ᾿ ὅλες τίς καλογερικές ἀρετές, ἔτσι ὥστε σέ λίγο καιρό ἔγινε ἕνα ζωντανό-φωτεινό παράδειγμα πρός μίμηση.

   Μέ τέτοια διαγωγή καί ὑγεία σωματική πέρασε ὁ Μοναχός στήν εὐλογημένη Σκήτη δέκα ὁλόκληρα χρόνια.

 

   Ὕστερα ὅμως, ἦρθε καιρός πού ἀσθένησε, καί μή θέλοντας νά βγεῖ ἀπ᾿ τό Ἅγιον Ὄρος καί νά πάει σέ γιατρούς καί νοσοκομεῖα, -εἴτε διότι ἦταν ξένος καί δέν ἤξερε τήν ἑλληνική γλῶσσα, εἴτε διότι αἰσθανόταν τίς δυνάμεις του ἱκανές γιά ν᾿ ἀντέξει καί νά ὑπομείνει τήν ἀσθένεια-, ἔμεινε κεῖ, ὑποφέροντας τούς πόνους καί τ᾿ ἄλλα ἐπακόλουθα τῆς ἀρρώστιας.

   Λίγο-λίγο ὅμως, ἐπιδεινώθηκε ἡ κατάσταση τοῦ ἀδελφοῦ, κ᾿ ἐπειδή δέν λάμβανε κανένα φάρμακο, ἔπεσε στό κρεββάτι κι ἔμεινε σχεδόν κατάκοιτος χωρίς νά μπορεῖ πλέον νά βγεῖ ἀπ᾿ τό κελλί του, οὔτε γιά τήν ἐκκλησία, οὔτε γιά τά διακονήματα, ἤ γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη ὑπηρεσία.

   Τοποθετήθηκε δέ τότε, ἀπό τήν διοίκηση τῆς Σκήτης, ἕνας νεώτερος Μοναχός, γιά νά τόν ἐξυπηρετεῖ στίς ἀνάγκες τῆς ἀσθένειας ὁ ὁποῖος, καί διηγήθηκε τούτη τήν θαυμαστή ἱστορία.

   Ἔλεγε, τοῦτος ὁ ἀδελφός πού τόν διακονοῦσε, ὅτι ὁ ἀσθενής Μοναχός εἶχε μεγάλη ὑπομονή, ἀδιάλειπτη εὐχή, κ᾿ εὐχαριστοῦσε συνεχῶς τόν Κύριο. Οὐδέποτε γόγγυσε, ἤ ἀγανάκτησε, ἤ εἶπε σκληρό λόγο ἐναντίον κάποιου κατά τήν ὥρα τοῦ πόνου καί τῶν ἄλλων δεινῶν τῆς ἀρρώστιας.

 

   Σ᾿ αὐτή τήν δύσκολη κατάσταση, κλινήρης καί ὑποφέροντας πόνους μεγάλους καί πολυποίκιλες ταλαιπωρίες, πέρασε δέκα ὁλόκληρα χρόνια ὅσα δηλαδή εἶχε ζήσει μέ ὑγεία ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, ἄλλα τόσα πέρασε καί στήν ἀσθένεια.

   Ἐκεῖνες τίς μέρες πού κόντευε νά συμπληρωθεῖ ἡ δεκαετία τῆς ἀρρώστιας του, ξαφνικά ἕνα πρωϊνό, παρουσιάστηκε μπροστά του Ἄγγελος Κυρίου!

   Ταράχθηκε ὁ Μοναχός κ᾿ ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἀλλά κι ὁ Ἄγγελος τόν μιμήθηκε, ὁπότε διαπίστωσε ὁ ἄρρωστος ὅτι δέν εἶναι φαντασία δαιμονική. Τοῦ λέει, λοιπόν, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ:

   -Ἄγγελος εἶμαι τοῦ Θεοῦ Παντοκράτορος, καί στάλθηκα σέ σένα γιά νά σοῦ πῶ τοῦτα: Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά ὑποφέρεις ἀκόμη λίγο κ᾿ ὕστερα νά εἰσέλθεις στή χαρά τοῦ Κυρίου σου, στόν γλυκύτατο Παράδεισο! Θά σοῦ ὑποδείξω, ὅμως, δύο τρόπους, δυό εἴδη σκληρῶν δοκιμασιῶν, κι ὅποιο ἀπό τά δυό διαλέξεις, ἐγώ θά τό ἐκτελέσω ἀμέσως, ἐπειδή ἔχω τέτοια ἐντολή ἀπ᾿ τόν Κύριο.

   Πρῶτος τρόπος εἶναι: Καθώς ἔχεις σέ τούτη τήν ἀρρώστια δέκα χρόνους, νά κάνεις ἄλλους τρεῖς στήν ἴδια κατάσταση, μέ τούς ἴδιους πόνους καί τίς ταλαιπωρίες. Κι ὅταν συμπληρωθοῦν τά τρία χρόνια, ἐγώ θἄρθω καί πάλι, καί θά σέ παραλάβω γιά νά σέ ὁδηγήσω στήν αἰώνια χαρά κι ἀπόλαυση, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει πόνος καί ταλαιπωρία!

   Δεύτερος τρόπος εἶναι: Θά σέ πάω κάτω στόν Ἅδη, νά σ᾿ ἀφήσω σ᾿ ἕναν ἀπό τούς σκοτεινούς θαλάμους του, καί θά μείνεις ἐκεῖ τρεῖς ὧρες, χωρίς κολαστήρια, δίχως βάσανα ἤ κάποια ἄλλη ἐνόχληση. Καί μετά τήν συμπλήρωση τῶν τριῶν ὡρῶν, θἄρθω ἐγώ νά σέ παραλάβω καί νά σ᾿ ὁδηγήσω στόν Παράδεισο, ὅπου εἶναι τό φῶς τό ἀνέσπερο καί ἡ χαρά ἡ ἀνέκφραστη!

   Σκέψου μέ τόν νοῦ σου αὐτούς τούς δύο τρόπους, διάλεξε ἕναν ἀπ᾿ τούς δύο, κ᾿ ἐγώ θά τόν πραγματοποιήσω ἀμέσως…

 

   Ἀρχίζει λοιπόν ὁ Μοναχός νά σκέπτεται καί νά λέει μέ τόν ἑαυτό του: Ἔχω δέκα χρόνια σέ τούτη τήν ἀρρώστια ὑποφέροντας τόσους πόνους καί κόπους. Μόνον ὁ Θεός γνωρίζει τί ὑπέμεινα. Νά ὑπομείνω ἄλλα τρία χρόνια; Πολύ εἶναι. Πῶς θά τά ὑπομείνω; Θ᾿ ἀντέξω; Τί νά κάμω; Νά πάω στόν Ἅδη; Σκοτεινός καί πικρός εἶναι ὁ Ἅδης, ἀλλά τρεῖς ὧρες δέν εἶναι καί πολύ σύντομα θά περάσουν κ᾿ ἔτσι θά λάβουν τέλος ὅλα τά βάσανά μου.

   Καί ἀπευθυνόμενος πρός τόν ἅγιο Ἄγγελο τοῦ λέγει:

   -Διαλέγω τό δεύτερο δηλαδή, τόν Ἅδη.

 

   Εὐθύς ἀμέσως ὁ Ἄγγελος τόν παραλαμβάνει καί τόν μεταφέρει στόν Ἅδη (εἴτε μέ τό σῶμα, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, κανείς δέν γνωρίζει παρά μόνον ὁ Θεός!), τόν βάζει σ᾿ ἕναν θάλαμο καί τοῦ λέει:

   -Κάθισε στόν τόπο τοῦτο καί περίμενέ με ὕστερα ἀπό τρεῖς ὧρες θά ἐπιστρέψω.

   Κι ἀποχώρησε ὁ Ἄγγελος…

 

   Πρέπει νά σημειώσουμε ὅμως, ὅτι, κατά τό χρονικό διάστημα πού βρισκόταν ὁ ἅγιος Ἄγγελος μαζί μέ τόν Μοναχό στόν Ἅδη, ἐπειδή ὁ Ἄγγελος εἶναι ὅλος φωτεινός κ᾿ ἐκπέμπει φῶς, ὁ ἐρεβώδης Ἅδης ἀντί σκοτεινός ἔγινε φωτεινότατος.  Μά σάν χάθηκε τό ἀγγελικό φῶς, τότε βρέθηκε ὁ Μοναχός στό φρικτό σκοτάδι.

   Ἀλλά τί σκοτάδι;! Ἀφεγγές νά τό ποῦμε; Ζόφο νά τ᾿ ὀνομάσουμε; Μαυρίλα; Ἀχανές ἔρεβος;

   Βαθύ, πυκνό, κι ἀποκρουστικό σκοτάδι!

Ἦταν μιά ἀπελπιστική, τρομακτική, ἀνυπόφορη, ἀπαρηγόρητη, θλιβερή κατάσταση πού παρέλυε τό σῶμα καί τήν ψυχή μιά κόλαση δίχως βασανιστήρια!

 

   Καί τώρα, γι᾿ αὐτόν, ἡ κάθε στιγμή πού περνᾶ εἶναι μία ἡμέρα, καί τό λεπτό τῆς ὥρας διμηνία καί περισσότερο. Κάνει ὅμως ὑπομονή, ἐλπίζοντας ὅτι θά περάσουν οἱ τρεῖς ὧρες καί θἄρθει ὁ Ἄγγελος νά ἐλευθερώσει τήν ψυχή του ἀπ᾿ τόν φοβερό Ἅδη. Καί στενοχωριέται, ἀσφυκτιᾶ, περιμένει κι ἀδημονεῖ ὁ Μοναχός, μά ὁ Ἄγγελος δέν φαίνεται νἄρχεται…

 

   Πέρασε μιάμιση ὥρα.

   Μέχρις ἐδῶ εἶχε τήν ὑπομονή καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀπολύτρωσης. Ἐκείνη τήν στιγμή ὅμως, ἔχασε τήν ὑπομονή του καί «ἔπεσε» σ᾿ ἀπόγνωση. Ἀπελπίστηκε τελείως.

   «Δέν πρόκειται νά ἔλθει ὁ Ἄγγελος», σκέφθηκε… Κι ἀπίστησε.

 

   Ὁ Πανάγαθος καί Παντογνώστης Θεός «ὅς τά πάνθ᾿ ὁρᾷ», δηλαδή, βλέπει τά πάντα, εἶδε καί τήν «πτώση» τοῦ Μοναχοῦ κάτω στόν Ἅδη καλεῖ τόν Ἄγγελο πού ὑπηρετοῦσε στό  μυστήριο τοῦτο καί τοῦ λέγει:

   -Πήγαινε στόν Ἅδη, στόν Μοναχό πού ἄφησες ἐκεῖ, καί ρώτησέ τον: «Σέ ποιά κατάσταση βρίσκεσαι;»

   Ὁ Ἄγγελος προσκύνησε τόν Κύριο καί πάραυτα, χωρίς καθυστέρηση βρέθηκε στόν Ἅδη. Μπῆκε σ᾿ ἐκεῖνον τόν σκοτεινότατο θάλαμο κι ἀμέσως ἔλαμψε ὅλος ἀπ᾿ τό ἀγγελικό φῶς. Βλέπει τόν Μοναχό ἐντελῶς ἀπελπισμένο, κυριολεκτικῶς, ἕνα ψυχοσωματικό ράκος. Τοῦ λέει λοιπόν:

   -Κύριος ὁ Θεός μ᾿ ἔστειλε σέ σένα γιά νά σέ ρωτήσω: Σέ ποιά κατάσταση βρίσκεσαι;

   Ὁ Μοναχός, ἔτσι ὅπως ἦταν σέ μεγάλη κατάπτωση, σήκωσε τό πρόσωπό του πρός τόν Ἄγγελο, τόν κοίταξε μέ βλοσυρό βλέμμα, καί τοῦ λέει μ᾿ ὀργή:

   -Εἶσαι σύ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ; Εἶσαι σύ ὑπηρέτης τῆς ἀλήθειας; Εἶσαι συνεπής στά λόγια σου; Ἦλθες στό κελλί μου, μοῦ ὑπέβαλες δυό ὅρους, δύο τρόπους δοκιμασίας καί ᾿γώ διάλεξα τόν δεύτερο. Μ᾿ ἔφερες καί μ᾿ ἄφησες στόν ἀπαίσιο, σκοτεινό, κι ἀπαράκλητο τοῦτον τόπο, λέγοντάς μου, «μετά ἀπό τρεῖς ὧρες ἔρχομαι νά σέ βγάλω καί νά σέ πάω στόν Παράδεισο». Ἔφυγες, κ᾿ ἐγώ περιμένω, περιμένω, περιμένω… Πέρασαν διακόσια χρόνια κ᾿ ἦλθες τώρα καί μοῦ λές: «σέ ποιά κατάσταση βρίσκεσαι»;

   Ὁ Ἄγγελος, ἀπ᾿ ὅ,τι τόν πρόσταξε ὁ Θεός νά κάνει (δηλαδή, νά κατεβεῖ πρίν ἀπό τήν καθορισμένη ὥρα), καί ἀπό τά λόγια τοῦ Μοναχοῦ πού ἄκουσε μόλις τώρα, κατάλαβε τήν ἐσωτερική ψυχολογική του κατάσταση, καί τοῦ ἀπαντᾶ μέ πραότητα καί ἠρεμία:

   -Ναί, Μοναχέ, Ἄγγελος εἶμαι τοῦ Θεοῦ, ὑπηρέτης τῆς ἀλήθειας καί συνεπής στούς λόγους μου. Τίποτε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ μου δέν κάνω, ἀλλά μόνο ὅ,τι θ᾿ ἀκούσω καί θά προσταχθῶ ἀπό τόν Κύριο, τοῦτο καί κάνω. Ὁ Κύριος καί Θεός μας εἶδε τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς σου, καί μ᾿ ἔστειλε γιά νά σέ ρωτήσω: «Σέ ποιά κατάσταση βρίσκεσαι;».

   Ἄκουσε λοιπόν, καί μάθε τήν πραγματική ἀλήθεια ποιά εἶναι. Σοῦ εἶπα ὅτι θά παραμείνεις σέ τοῦτον τόν τόπο τρεῖς ὧρες, κι ἀπ᾿ τήν στιγμή πού ἔφυγα ἀπό κοντά σου μέχρι τήν στιγμή αὐτή πού ἦλθα καί σοῦ μιλῶ, πέρασε τό μισό χρονικό διάστημα πού ἔχουμε ὁρίσει, δηλαδή μόνο μιάμιση ὥρα κ᾿ ἔχεις νά παραμείνεις στόν τόπο τοῦτον ἄλλο τόσο, δηλαδή ἀκόμα μιάμιση ὥρα! Ἦλθα γιά νά δῶ πῶς βρίσκεσαι· δέν ἦλθα γιά νά σέ βγάλω ἀπ᾿ τόν φοβερό Ἅδη…

 

   Κατάπληκτος κι ἀποσβολωμένος ἔμεινε ὁ Μοναχός· πίστεψε ὅμως στά λόγια τοῦ Ἀγγέλου, καί κατανόησε τό μυστήριο στό ὁποῖο βρισκόταν γνώρισε ἐμπράκτως τί σημαίνει ὁ Ἅδης ἦλθε στόν ἑαυτό του, κι ἔβγαλε φωνή ἀξιολύπητη, δυνατή κραυγή ψυ-χικοῦ πόνου:

   -Ἀλλοίμονο, ἀλλοίμονο στούς ἀνθρώπους πού θά κατακριθοῦν καί θά καταδικασθοῦν σέ τοῦτον τόν φρικτό τόπο τῆς Κολάσεως!

   Γιατί, ἄν ἐγώ γιά δυό ὧρες φαντάστηκα ὅτι πέρασαν δυό αἰῶνες, παρότι ἔχω τήν ἐλπίδα πώς θἄρθει ὁ Ἄγγελος καί θά μέ λυτρώσει κάποια στιγμή, πῶς θά ὑπομείνουν ἐκεῖνοι οἱ κολασμένοι ἐδῶ μέσα χιλιάδες αἰώνων, καί χωρίς καμμιά ἐλπίδα λυτρωμοῦ;

   Κι ἄν ἐγώ, δίχως βασανιστήρια ἤ κάποια ἄλλη ἐνόχληση, δέν μπόρεσα ν᾿ ἀντέξω τό ἀνυπόφορο κι ἀπαίσιο σκοτάδι, πῶς ἐκεῖνοι οἱ πανάθλιοι θά ὑποφέρουν ἐδῶ πέρα αἰωνίως τά διάφορα βασανιστήρια καί κολαστήρια;

   Κι ἀπευθυνόμενος πρός τόν Ἄγγελο τοῦ λέγει:

   -Σέ ἱκετεύω, Ἄγγελε τοῦ Θεοῦ, συγχώρησέ με γιά τόν κακό κι ἀνάρμοστο τρόπο πού σοῦ μίλησα. Μετανοῶ γιά τά λόγια μου μετανοῶ καί γιά τήν ἐκλογή μου νά μείνω στόν καταραμένο Ἅδη τρεῖς ὧρες. Σέ παρακαλῶ, σέ ἱκετεύω καί σ᾿ ἐκλιπαρῶ, βγάλε με ἀπ᾿ τόν πικρότατο κι ἀνυπόφορο τοῦτον τόπο. Πάρε με ἀπ᾿ τόν παμφάγο κι ἀκόρεστο Ἅδη. Πάρε με καί πήγαινέ με στό κελλί μου, νά ξαναβρεθῶ στήν ἀρρώστια μου, νά περάσω τά τρία χρόνια κατάκοιτος, καί οὔτ᾿ ἕνα λεπτό τῆς ὥρας μή μ᾿ ἀφήσεις ἐδῶ!

   Προτιμῶ τήν ἀσθένεια, μέ τούς πόνους καί τίς ταλαιπωρίες της, ἀρκεῖ νά βλέπω τό φῶς, ἔστω τό ἡλιακό, παρά τό ἀβάσταχτο τοῦτο σκοτάδι!…

 

   Καί ὁ Ἄγγελος, ἐφόσον εἶχε ἐντολή νά κάμει τό θέλημα καί τήν ἐπιλογή τοῦ Μοναχοῦ, δέχθηκε τήν ἀναίρεση τῆς πρώτης ἐκλογῆς. Τόν παίρνει καί τόν μεταφέρει στό κελλί του, τόν ἀφήνει στό κρεββάτι του καί τοῦ λέει:

   -Ὕστερ᾿ ἀπό τρία χρόνια θἄρθω καί θά σέ πάρω.

   Κι ἀνεχώρησε.

 

   Τότε πιά, λυτρωμένος ὁ Μοναχός ἀπ᾿ τήν ἀφόρητη καί τρομερή σκοτεινιά τοῦ Ἅδη, μ᾿ ὅλη του τήν καρδιά δόξασε τόν Θεό, καί μέ δάκρυα Τόν εὐχαρίστησε. Αἰσθανόταν ἡ ψυχή του ἀγαλλίαση καθώς ἔβλεπε τό φῶς τοῦ κόσμου τούτου, καί σκεπτόμενος ἔλεγε μέ τόν ἑαυτό του:

   -Πῶς προτίμησα τό σκοτάδι ἀπ᾿ τό φῶς! Πῶς διάλεξα τήν ἀκινησία κι ἀπραξία τοῦ Ἅδη ἀντί τήν ὑπομονή μαζί μέ τήν εὐχαριστία πρός τόν Θεό! Πῶς ἐπέλεξα τήν δαιμονική ἀπελπισία ἀντί τήν ἀγαθή ἐλπίδα! Κύριε, συγχώρησέ με! Θεέ μου, λύτρωσέ με ἀπ᾿ τό αἰώνιο σκοτάδι τῆς κολάσεως, κι ἀξίωσέ με τοῦ δικοῦ Σου οὐρανίου φωτός καί τῆς αἰωνίου Βασιλείας Σου!

 

   Ἔμεινε, λοιπόν, ὁ Μοναχός στήν ἀσθένεια τά τρία χρόνια, κι αὔξησε, πλήθυνε καί πολλαπλασίασε τούς πνευματικούς του καρπούς διά τῆς ὑπομονῆς, τῆς εὐχαριστίας καί τῆς προσευχῆς.

   Καί τήν παραμονή τῆς κοιμήσεώς του κάλεσε τόν Πνευματικό, ἐξομολογήθηκε μέ κάθε λεπτομέρεια τήν ζωή του, καί τόν παρακάλεσε νά ἔλθει τήν ἑπομένη μέρα -πολύ πρίν τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου- νά τοῦ μεταδώσει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου· νά πάρει δέ μαζί του, καί τόν ἀδελφό πού τόν ὑπηρετοῦσε στήν ἀρρώστια του ὁλοπρόθυμα μ᾿ ἀγάπη καί ταπείνωση ἐπί δεκατρία ὁλόκληρα χρόνια, γιά νά τούς πεῖ ἕνα μεγάλο μυστικό.

   Ἔτσι κ᾿ ἔγινε τήν ἑπομένη μέρα, ὁ Πνευματικός τέλεσε τήν θεία Λειτουργία καί σύμφωνα μέ τό αἴτημα τοῦ Μοναχοῦ, πολύ πρωΐ πῆγε στό κελλί του συνοδευόμενος ἀπ᾿ τόν ἀδελφό πού τόν διακονοῦσε τοῦ μετέδωσε τά θεῖα καί ἄχραντα Μυστήρια, τό μεγαλύτερο ἐφόδιο γιά τήν ἀνοδική κι ἀνεπίστρεπτη πορεία μας κι ἀφοῦ κάθισαν κοντά του, τούς διηγήθηκε ὅλη τήν πιό πάνω θαυμαστή ἱστορία.

 

   Κι ὅταν ὁλοκλήρωσε τήν διήγησή του, παρέδωσε εἰρηνικά τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ ἁγίου Ἄγγέλου πού ἦλθε γιά νά τήν πάρει καί νά τήν ὁδηγήσει στό φῶς καί στήν χαρά τοῦ Παραδείσου!…

 

   Ἀπό ἐκεῖνον τόν Μοναχό πού ὑπηρέτησε τόν ἀσθενῆ κ᾿ ἔγινε αὐτήκοος μάρτυρας, διασώθηκε καί καταγράφηκε αὐτή ἡ θαυμαστή ἱστορία

   μέ βαθύτερο σκοπό: ὅσοι θά τήν διαβάσουμε ἤ τήν ἀκούσουμε, νά ἐξετάσουμε προσεκτικά τόν ἑαυτό μας καί τήν πνευματική μας πορεία, πρός τά ποῦ κατευθυνόμασθε πρός τά ἄνω γιά τόν Παράδεισο, ἤ πρός τά κάτω γιά τόν Ἅδη;

   Νά φοβηθοῦμε τήν αἰώνια Κόλαση, καί νά ἐργασθοῦμε πνευματικῶς γιά τήν σωτηρία μας·  ὥστε ν᾿ ἀξιωθοῦμε τῆς οὐρανίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μαζί μέ ὅλους τούς Ἁγίους καί Δικαίους στούς ἀτελείωτους, ἀμέτρητους κι ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν!

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)

 

 

   1. Σκήτη Ἁγίου Ἀνδρέου (Σεράι): «Σκήτη, πού ἀρχικῶς ἦταν παλαιό βατοπαιδινό Κελλί ἀνοικοδομηθέν τό 1768, μέ ναό ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. Τό 1841 Ρῶσοι μοναχοί τό ἀγόρασαν ἀπό τό Βατοπαίδι καί ἀπό τότε δημιουργήθηκε ἡ σκήτη. Ἡ προσωνυμία Σεράγιον ἤ Σεράι, ἐκ τοῦ τουρκικοῦ Saray (= ἀνάκτορο, μέγαρο), κατά μία ἄποψη ἔχει σχέση μέ τήν μεγάλη οἰκοδομή κελλιῶν, καί κατ᾿ ἄλλη μέ τό ὅτι ἐκεῖ στεγάσθηκε τό τουρκικό Διοικητήριο. Τήν προσωνυμία Σεράι οἰκειοποιήθηκαν οἱ Ρῶσοι, καθ᾿ ὅτι στά ρωσικά σεϊ-ράι σημαίνει “οὗτος ὁ παράδεισος’’.» (Βλ. εἰς: Ἱερομ. Ἀντωνίου, «Βίοι Ἀθωνιτῶν τοῦ ΙΘ΄ Αἰῶνος», τόμος Β΄, σελ. 315).

   2. Διακονήματα-Διακονητής: Εἶναι οἱ ἐργασίες πού ἀναθέτει ὁ ἡγούμενος σέ κάθε μοναχό, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται διακονητής.