Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

«Κρίση, ὦ Κρίση!»




«Κρίση,    Κρίση!»


   ταν κάποτε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶχε παιδιά, καὶ βρῆκε ἕνα παιδὶ πεταμένο στοὺς δρόμους τὸ πῆρε, τὸ ἀνέθρεψε καὶ τὄκαμε παιδί του.
   Ὅταν μεγάλωσε τὸ παιδὶ αὐτὸ κ᾿ ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία, δυστυχῶς, βγῆκε κακῆς προαιρέσεως ἄνθρωπος, διότι σκέφθηκε πονηρὰ καὶ θέλησε νὰ πράξει κακὰ σὲ κεῖνον ποὺ τὸν ἀνέθρεψε.

   Ὁ θετός του πατέρας λοιπόν, ἦταν πραγματευτὴς (δηλ. γυρολόγος-μικροπωλητὴς) στὸ ἐπάγγελμα, καὶ τὸν ἔπαιρνε μαζὶ στὴν ἐργασία του γιὰ νὰ τὸν ἔχει συντροφιὰ καὶ βοήθεια.
   Μὰ κεῖνος, ὁ ἀσυνείδητος γυιός, ζήλεψε τὸν πλοῦτο καὶ τὰ χρήματα ποὖχε κερδίσει ἀπ᾿ τὸ ἐμπόριο ὁ πατέρας του καὶ τί τὸν ἔβαλε ὁ τρισκατάρατος νὰ κάνει; Σὲ κάποιο ἀπ᾿ τὰ μακρινὰ ταξίδια τους, σκότωσε κρυφὰ τὸν θετὸ πατέρα καὶ εὐεργέτη του, κι ἀφοῦ τὸν ἔθαψε κάπου ἀπόμερα, πῆρε τὰ χρήματα κ᾿ ἔγινε κύριος ὅλης τῆς περιουσίας του…

   Πέρασαν λίγα χρόνια, καὶ κάποια στιγμὴ ἦρθε σὲ συναίσθηση καὶ μετάνοιωσε ὁ πατροκτόνος. Πῆγε, λοιπόν, καὶ ξομολογήθηκε τὴν ἁμαρτία του στὸν Πνευματικό. Καὶ τοὖπε ὁ Πνευματικός:
   -Πολὺ μεγάλο εἶναι τὸ ἁμάρτημα ποὔκαμες, παιδί μου. Ἀλλά, πήγαινε δῶσε στοὺς φτωχοὺς κι ἀναγκεμένους, ὅλο τὸν πλοῦτο ἐκεῖνο ποὺ πῆρες μὲ τὸν ἄδικο τρόπο δῶσε ἐπίσης καὶ τὸν δικό σου πλοῦτο ποὔφτιαξες μονάχος σου κι ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι φιλάνθρωπος κ᾿ εὐσπλαγχνικός, ἴσως, θελήσει νὰ κάμει ἔλεος καὶ σὲ σένα.
   Ἔφυγε ὁ νέος κ᾿ ἔκαμε ὅπως τὸν συμβούλεψε ὁ Πνευματικός.

   Θέλοντας, ὅμως, ὁ Πάνσοφος καὶ Δίκαιος Θεός, νὰ διδάξει ἐκείνους ποὺ δείχνουν κακία κι ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες τους, ἔδειξε ἕνα μεγάλο καὶ παράδοξο μυστήριο.
   Μιὰ μέρα, θέλησε ὁ ἀσεβὴς αὐτὸς νέος νὰ περάσει ἀπ᾿ τὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ σκότωσε κ᾿ ἔθαψε τὸν θετό του πατέρα, κι ὅταν πλησίασε ἄκουσε φωνὴ τρομακτικὴ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν τάφο ποὺ ἔκραζε:

«Κρίση, ὦ  Κρίση!»

   Πῆγε στὸν Πνευματικό του καὶ εἶπε τὸ μυστήριο αὐτό. Ἀκούγοντας ὁ Πνευματικὸς θαύμασε, τὸ ὅτι ὁ νεκρὸς φώναζε κι ἔλεγε: Κρίση! Τὸν ρωτᾶ:
   -Μιὰ φορὰ τἄκουσες, ἤ πολλές;
   Λέγει ὁ νέος:
   -Ὅποτε κι ἂν περάσω, ἀκούω τὰ ἴδια λόγια.
   Τοῦ λέει ὁ Πνευματικός:
   -Ἀπ᾿ ὅ,τι φαίνεται, παιδί μου, εἶναι πολὺ μεγάλο τοῦτο τ᾿ ἁμάρτημα ἐπειδὴ ἔδωκες ὅλο τὸν πλοῦτο του, καὶ τὸν δικό σου, καὶ πάλι κράζει: Κρίση! Ἀλλά, πήγαινε καὶ πάλι στὸν τόπο αὐτόν, κι ὅταν ἀκούσεις τὰ λόγια ἐκεῖνα, τότε ἀμέσως νὰ ρωτήσεις: «Μέχρι πότε;». Καὶ νὰ προσέξεις τί θὰ σοῦ ἀποκριθεῖ ὁ νεκρός, νἄρθεις νὰ μοῦ τὸ πεῖς.

   Ἔτσι κ᾿ ἔκαμε, λοιπόν, ὅπως τοὖπε ὁ Πνευματικός. Πῆγε στὸν τόπο αὐτόν ἄκουσε ξανὰ ἀπ᾿ τὸν νεκρὸ τὰ ἴδια ἐκεῖνα λόγια ποὺ ἄκουγε πάντοτε: «Κρίση, ὦ  Κρίση!»  Κι ἀμέσως ρωτᾶ:
   -Μέχρι πότε;
   Κι ἀποκρίθηκε ὁ νεκρὸς καὶ εἶπε:
   -Μέχρι δέκα χρόνια!

   Ἐπιστρέφει στὸν Πνευματικὸ καὶ τοῦ λέγει τὸ μυστήριο τοῦτο, δηλαδή, τὶ ἄκουσε ἀπ᾿ τὸν νεκρό μὰ δὲν μπόρεσε οὔτε ὁ Πνευματικὸς νὰ καταλάβει ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, παρὰ μόνο τοῦ εἶπε:
   Πήγαινε, παιδί μου, καὶ περίμενε νὰ περάσει ὁ καιρός, κι ὅταν συμπληρωθοῦν τὰ δέκα χρόνια νὰ ἔρθεις καὶ πάλι σὲ μένα, νὰ δοῦμε τὶ θὰ μᾶς φανερώσει ὁ Θεός…

   Ἔφυγε ὁ νέος, κι ἔκαμε ὑπομονὴ μὲ πολὺ φόβο, μ᾿ ἀγωνία καὶ τρόμο, ἕως νὰ περάσουν τὰ μαρτυρικὰ δέκα χρόνια. Κι ἅμα συμπληρώθηκαν τὰ χρόνια, πῆγε στὸν Πνευματικό του καταπὼς τοὖχε πεῖ. Κι ὁ Πνευματικὸς ἐκεῖνος, γνωρίζοντας καὶ κατανοῶντας τὸ φρικτὸ ψυχικὸ μαρτύριο ποὺ ἐπὶ τόσα χρόνια ζοῦσε, τὸν ἔστειλε πίσω στὸ σπίτι του, μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν εὐχὴ ὁ Θεὸς νὰ τὸν λυτρώσει ἀπ᾿ τὸν βασανιστικὸ πόλεμο τῆς συνειδήσεως.

   Καθὼς γύριζε στὸ σπίτι του, πέρασε ἀπὸ τὸ κρεοπωλεῖο κι ἀγόρασε ἕνα κατσικίσιο κεφάλι γιὰ νὰ τὸ μαγειρέψει. Καθ᾿ ὁδόν, ὦ τοῦ θαύματος!, ἀπ᾿ τὸ σακκούλι ποὖχε βάλει τὸ κεφάλι ἔτρεχε… αἷμα! Τὸ γεγονὸς τοῦτο προκάλεσε περιέργεια κι ἀπορία στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἔβλεπαν, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν σταμάτησαν καὶ τὸν ρώτησαν:
   -Τί ἔχεις στὸ σακκούλι, καὶ τρέχει τόσο αἷμα; Τί εἶναι τοῦτο τὸ αἷμα;
   Κι ἀποκρίθηκε ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος καὶ εἶπε:
   -Δὲν ξέρω ἐγὼ ἕνα κεφάλι κατσικίσιο ἀγόρασα ἀπ᾿ τὸ κρεοπωλεῖο, καὶ τὄχω μέσα δῶ γιὰ νὰ πάω σπίτι μου νὰ τὸ μαγειρέψω.
   Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως, δὲν τὸν πίστεψαν κι ἀφοῦ ἄνοιξαν τὸ σακκίδιό του, εἶδαν ἐκεῖ μέσα νὰ βρίσκεται ἕνα ἀνθρώπινο κεφάλι, ποὺ ἦταν φρεσκοκομμένο κ᾿ ἔσταζε αἷμα! Ἦταν τὸ κεφάλι τοῦ θετοῦ του πατέρα!
   Ἀμέσως τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν Δικαστή, στὸν ὁποῖο ὁμολόγησε ὅλη τὴν ἀλήθεια: Ὅτι δηλαδή, σκότωσε πρὶν τόσα χρόνια τὸν εὐεργέτη καὶ θετό του πατέρα ποὺ τὸν ἀνέθρεψε. Ἔλαβε δέ, τὴν πρέπουσα τιμωρία. Καταδικάστηκε σὲ θάνατο γιὰ τὸ ἀπαίσιο καὶ εἰδεχθὲς ἔγκλημα ποὺ εἶχε διαπράξει.

   Κι ἔτσι, μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ὕστερ᾿ ἀπὸ δέκα ὁλόκληρα χρόνια, ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος ποὺ ἄκουσε ἀπ᾿ τὸν νεκρό: Κρίση!
   Ἐπειδὴ ὁ νεκρὸς κι ἀδικοσκοτωμένος πατέρας, ζητοῦσε ἀπὸ τὸν τάφο του, τὴν Δικαιοσύνη!


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)