- Εὐλογημένος νὰ εἶσαι, Ἀββᾶ Ἀγάθων…
Κάποτε ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων κατέβηκε στὴν πόλη γιὰ νὰ πουλήσει κάποια μικρὰ ἐργόχειρά του, καὶ βρῆκε ἕναν λεπρὸ ποὺ καθόταν κοντὰ στὸν δρόμο. Τοῦ λέγει ὁ λεπρός:
- Ποῦ πηγαίνεις, Πάτερ;
- Στὴν πόλη γιὰ νὰ πουλήσω τὰ ἀγγεῖα μου, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἀββᾶς.
Τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής:
- Κάμε ἀγάπη, καὶ πάρε με μαζί σου.
Καὶ βαστάζοντάς τον, κατέβηκαν στὴν πόλη. Τοῦ λέει ὁ ἀνάπηρος:
- Βάλε με ἐκεῖ ποὺ θὰ πουλᾶς τὰ ἐργόχειρά
σου.
Ἔτσι κι ἔκανε. Καὶ ὅταν πούλησε ἕνα σκεῦος, τὸν
ρώτησε ὁ λεπρός:
- Πόσο τὸ πούλησες αὐτό;
- Τόσο, ἀπάντησε ὁ Γέροντας.
Καὶ τοῦ λέγει ὁ ἄρρωστος:
- Ἀγόρασέ μου μιὰ πίτα.
Κι ὁ Ἀββᾶς τοῦ ἀγόρασε.
Ὅταν πούλησε κι ἄλλο ἐργόχειρο, τὸν ρώτησε:
- Καὶ τοῦτο, πόσο;
- Τόσο, ἀποκρίθηκε.
- Ἀγόρασέ μου τὸ τάδε πρᾶγμα, τοῦ λέει ὁ
λεπρός.
Καὶ τοῦ τὸ ἀγόρασε.
Ἀφοῦ λοιπὸν πούλησε ὅλα τὰ σκεύη καὶ κάθε
φορὰ ἔκαμε τὸ ἴδιο, μετὰ θέλησε νὰ φύγει. Τότε τοῦ λέγει ὁ ἀνάπηρος:
- Φεύγεις;
- Ναί, λέγει ὁ Ἁββᾶς.
- Κάμε πάλι ἀγάπη, καὶ πήγαινέ με ἐκεῖ ποὺ μὲ
βρῆκες.
Καὶ βαστάζοντάς τον, τὸν ἔφερε στὸν τόπο ποὺ
ἦταν πρῶτα. Τότε τοῦ λέγει:
- Εὐλογημένος νὰ εἶσαι, Ἀββᾶ Ἀγάθων, ἀπὸ τὸν
Κύριο, καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ!
Σήκωσε τὰ μάτια του ὁ Ἀββᾶς, μὰ δὲν εἶδε
κανέναν. Γιατὶ ἦταν ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν ἀγάπη του!
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη
& ἐπηυξημένη.)