Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

- Εὐλογημένος νὰ εἶσαι, Ἀββᾶ Ἀγάθων…




- Εὐλογημένος νὰ εἶσαι, Ἀββᾶ Ἀγάθων…

 

 

   Κάποτε Ἀββᾶς Ἀγάθων κατέβηκε στὴν πόλη γιὰ νὰ πουλήσει κάποια μικρὰ ἐργόχειρά του, καὶ βρῆκε ἕναν λεπρὸ ποὺ καθόταν κοντὰ στὸν δρόμο. Τοῦ λέγει λεπρός:

   - Ποῦ πηγαίνεις, Πάτερ;

   - Στὴν πόλη γιὰ νὰ πουλήσω τὰ ἀγγεῖα μου, τοῦ ἀπαντᾶ Ἀββᾶς.

   Τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής:

   - Κάμε ἀγάπη, καὶ πάρε με μαζί σου.

   Καὶ βαστάζοντάς τον, κατέβηκαν στὴν πόλη. Τοῦ λέει ὁ ἀνάπηρος:

   - Βάλε με ἐκεῖ ποὺ θὰ πουλᾶς τὰ ἐργόχειρά σου.

   Ἔτσι κι ἔκανε. Καὶ ὅταν πούλησε ἕνα σκεῦος, τὸν ρώτησε ὁ λεπρός:

   - Πόσο τὸ πούλησες αὐτό;

   - Τόσο, ἀπάντησε ὁ Γέροντας.

   Καὶ τοῦ λέγει ὁ ἄρρωστος:

   - Ἀγόρασέ μου μιὰ πίτα.

   Κι ὁ Ἀββᾶς τοῦ ἀγόρασε.

   Ὅταν πούλησε κι ἄλλο ἐργόχειρο, τὸν ρώτησε:

   - Καὶ τοῦτο, πόσο;

   - Τόσο, ἀποκρίθηκε.

   - Ἀγόρασέ μου τὸ τάδε πρᾶγμα, τοῦ λέει ὁ λεπρός.

   Καὶ τοῦ τὸ ἀγόρασε.

         

   Ἀφοῦ λοιπὸν πούλησε ὅλα τὰ σκεύη καὶ κάθε φορὰ ἔκαμε τὸ ἴδιο, μετὰ θέλησε νὰ φύγει. Τότε τοῦ λέγει ὁ ἀνάπηρος:

   - Φεύγεις;

   - Ναί, λέγει ὁ Ἁββᾶς.

   - Κάμε πάλι ἀγάπη, καὶ πήγαινέ με ἐκεῖ ποὺ μὲ βρῆκες. 

   Καὶ βαστάζοντάς τον, τὸν ἔφερε στὸν τόπο ποὺ ἦταν πρῶτα. Τότε τοῦ λέγει:

   - Εὐλογημένος νὰ εἶσαι, Ἀββᾶ Ἀγάθων, ἀπὸ τὸν Κύριο, καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ!

         

   Σήκωσε τὰ μάτια του ὁ Ἀββᾶς, μὰ δὲν εἶδε κανέναν. Γιατὶ ἦταν ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν ἀγάπη του!

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)