Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Ἡ δύναμη τῆς προαίρεσης




Ἡ δύναμη τῆς προαίρεσης

 


   τανε κάποτε ἕνας νέος χρυσοχόος, πολὺ εὐφυὴς καὶ ἄριστος τεχνίτης, στὸν ὁποῖο κάποιος Πατρίκιος* παρήγγειλε νὰ τοῦ κατασκευάσει ἕναν Σταυρὸ μὲ πολύτιμους λίθους γιὰ νὰ τὸν προσφέρει σὲ ἱερὸ Ναό.

   Ἔλαβε, λοιπόν, φλουριὰ κι ἀγόρασε τὸ χρυσάφι. Σκέφτηκε, ὅμως, καὶ εἶπε μὲ τὸν ἑαυτό του: «Ὁ ἄρχοντας τοῦτος προσφέρει στὸν Θεὸ τόσα χρήματα· γιατί νὰ μὴ προσφέρω κ’ ἐγὼ τὸν κόπο μου, γιὰ νὰ λάβω μισθὸ οὐράνιο, ὅπως ἔκαμε ἡ χήρα στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ πρόσφερε τὰ δύο λεπτά;». Καὶ ὑπολογίζοντας τὴν ἀμοιβὴ τῆς ἐργασίας του, τὴν πρόσθεσε στὸ χρυσάφι τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν ὁλοκλήρωσε.

   Ὅταν ἦλθε ὁ Πατρίκιος καὶ ζύγισε τὸ χρυσάφι προτοῦ τοποθετηθοῦν οἱ πολύτιμοι λίθοι, τὸ βρῆκε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι εἶχαν συμφωνήσει. Γι’ αὐτὸ ἄρχισε νὰ ἐξετάζει μὲ ἀπειλές, μήπως ἔκαμε δόλο καὶ πρόσθεσε ἄλλα μέταλλα μὲ τὸ χρυσάφι.

   Τότε τοῦ λέγει ὁ νέος:

   - Ὁ Θεός, ποὺ γνωρίζει τὰ ἐγκάρδια, γνωρίζει πὼς ἀπάτη δὲν ἔκαμα· ἀλλά, βλέποντας ὅτι σὺ πρόσφερες τόσα πολλὰ χρήματα στὸν Χριστό μας, σκέφτηκα νὰ προσφέρω κ’ ἐγὼ τὸν μισθὸ τοῦ κόπου μου, γιὰ νἄχω οὐράνιο μισθὸ μαζί σου.

   Θαύμασε ὁ Ἄρχοντας τὴν ἀγαθή του προαίρεση καὶ τοῦ λέγει:

   - Ἐπειδή, παιδί μου, ἔτσι ἔκρινες, γιὰ νἄχεις καὶ σὺ μερίδιο στὸν Χριστό, ὁρίστε· ἀπὸ σήμερα σὲ κάνω κληρονόμο καὶ γυιό μου!

   Κ’ ἐπειδὴ δὲν εἶχε παιδιά, τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔκαμε θετὸ γυιὸ καὶ κληρονόμο του.

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)

 

 

* Πατρίκιος (λατ. patricius): «Στὸ ρωμαϊκὸ καὶ βυζαντινὸ κράτος ἦταν μέλος τῆς ἀνώτατης κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ τάξης». (Γ. Μπαμπινιώτη, «Λεξικό», σελ. 1358). Στὰ βυζαντινὰ χρόνια, καὶ μέχρι τὸν 12ο αἰ., ἦταν τιμητικὸς τίτλος (ὄχι κληρονομικός), ποὺ ἀπονεμόταν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα σὲ ἀνώτατους στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικοὺς ἄρχοντες (στρατηγούς, διοικητὲς ἐπαρχιῶν, κλπ.). Οἱ πατρίκιοι ἔπαιρναν μέρος καὶ στὴ σ ύ γ κ λ η τ ο (συλλογικὸ νομοθετικὸ καὶ διοικητικὸ σῶμα εὐγενῶν). Ὁ πρόεδρος τῆς συγκλήτου λεγόταν π ρ ω τ ο πατρίκιος.