Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Γνῶθι σαυτόν




Γνῶθι σαυτόν

 

Τοῦ μακαριστοῦ

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου*

 

«Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ ᾽Ιωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν [πρὸς αὐτὸν] οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἐξ ῾Ιεροσολύμων ἱερεῖς καὶ Λευίτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν, Σὺ τίς εἶ; Kαὶ ὡμολόγησεν καὶ οὐκ ἠρνήσατο, καὶ ὡμολόγησεν ὅτι ᾽Εγὼ οὐκ εἰμὶ ὁ Χριστός. Kαὶ ἠρώτησαν αὐτόν, Τί οὖν σύ; ᾽Ηλίας εἶ; καὶ λέγει, Οὐκ εἰμί. ῾Ο προφήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίθη, Οὔ. Eἶπαν οὖν αὐτῷ, Τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; Ἔφη, ᾽Εγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, Εὐθύνατε τὴν ὁδὸν κυρίου, καθὼς εἶπεν ᾽Ησαΐας ὁ προφήτης. Καὶ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπαν αὐτῷ, Τί οὖν βαπτίζεις εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὐδὲ ᾽Ηλίας οὐδὲ ὁ προφήτης; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾽Ιωάννης λέγων, ᾽Εγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε, Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, οὗ οὐκ εἰμὶ [ἐγὼ] ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος. Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ ᾽Ιορδάνου, ὅπου ἦν ὁ ᾽Ιωάννης βαπτίζων.»

(Ἰωάν. α΄ 19-28)

 

   Βαθειὰ εἶναι ἡ ἐπίγνωση, τὸ «γνῶθι σαυτὸν» τοῦ Προδρόμου, σπουδαῖο ὑπόδειγμα γιὰ τὸ δικό μας «γνῶθι σαυτὸν» εἶναι ἡ διαγωγή του. Ἂς δοῦμε αὐτὸν καὶ τὸν ἑαυτό μας.

 

   1) Τὸ «γνῶθι σαυτὸν» τοῦ Προδρόμου: Στὴν πρώτη μαρτυρία ὁ Πρόδρομος ὁμολόγησε, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὅτι δὲν εἶναι ὁ Χριστός. Ἐδῶ ὅμως ὁ πειρασμὸς εἶναι μεγαλύτερος, διότι οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Συνεδρίου, ἡ ἀνώτερη αὐτὴ κοινωνικὴ τάξη τῶν Ἑβραίων, θέλουν ν’ ἀναγκάσουν τὸν Πρόδρομο νὰ πεῖ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, διότι ὅπως ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Πρόδρομος ἦταν γυιὸς ἱερέως καὶ ἀσκητὴς καὶ εἶχε μεγάλη φήμη, ἐνῶ ὁ Χριστὸς ἦταν γυιὸς τέκτονος ὄχι ἀσκητὴς καὶ ἀφανής. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦτοι ὕπουλα τὸν ρωτοῦν «σὺ τὶς εἶ», γιὰ νὰ κολακεύσουν τὸν ἐγωϊσμό του. Ὁ Πρόδρομος ὅμως ἀπέναντι στὴν ἐπισημότητα καὶ ὑπουλότητα τῶν παγίδων τούτων ἐξανίσταται καὶ ὁμολογεῖ τρεῖς φορές, ὅτι δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς -κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο «καὶ ὡμολόγησε καὶ οὐκ ἠρνήσατο καὶ ὡμολόγησεν, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὁ Χριστός». Τὸ χάϊδεμα τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ Προδρόμου ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων ἐξακολουθεῖ, διότι ἐρωτᾶται ἔπειτα, ἂν εἶναι ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ κατόπιν ἂν εἶναι ὁ προφήτης. Ἔχει πάλι βαθειὰ ἐπίγνωση ὁ Πρόδρομος καὶ ἀρνεῖται δυὸ φορὲς «οὔ», «οὐκ εἰμί».

   Οἱ ἀπεσταλμένοι ἐπιμένουν νὰ πεῖ τὸ ὄνομά του. Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ ταπεινοφρονῶντας ὄχι τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ τὸ ἔργο του· «Ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Οἱ ἀπεσταλμένοι θέλουν νὰ τὸν φέρουν σὲ ἀδιέξοδο, ὥστε ν’ ἀναγκάσουν αὐτὸν νὰ πεῖ ἐπιτέλους, ὅτι εἶναι ὁ Χριστός, καὶ τοῦ λέγουν· διατί βαπτίζεις ἀφοῦ δὲν εἶσαι ὁ Χριστός; Ὁ Πρόδρομος ἐξακολουθεῖ νὰ δείχνει βαθειὰ ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του συγκρίνοντας τὸ βάπτισμά του καὶ τὸ πρόσωπό του πρὸς τὸ βάπτισμα καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐτὴ τὴ σύγκριση, ὅπως εἴδαμε, ταπεινώνει τὸ βάπτισμά του, τὸ ὁποῖο εἶναι τύπος ἐν σχέσει πρὸς τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πρόσωπό του, ὥστε θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο νὰ λύσει «τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων» τοῦ Χριστοῦ. Τόσο πολὺ ἔχει τὸ «γνῶθι σαὐτόν», ὥστε ἐλέγχει ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν νὰ πεῖ, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας λέγοντας: Ὁ Χριστὸς εἶναι μεταξύ σας καὶ δὲν τὸν βλέπετε, ἂν καὶ εἶσθε οἱ πρῶτοι, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ τὸν γνωρίσετε. Ὅσο ἐπιμένουν ἐκεῖνοι νὰ πεῖ, ὅτι εἶναι ὁ Χριστός, τόσο καὶ αὐτὸς ἐπιμένει στὸ γνῶθι σαὐτόν. Μεγαλεῖο! Ἔχουμε καὶ μεῖς τὸ γνῶθι σαυτόν; Ἂς δοῦμε.

 

   2) Τὸ «Γνῶθι σαὐτὸν»: Ἡ δική μας ἐπίγνωση. Σὲ ὀνομάζουν ἄνθρωπο ἱκανό. Ἔχεις ὅμως τὸ γνῶθι σαυτόν, ὅταν σοῦ ἀραδιάζουν ἄλλοι τὰ κατορθώματά σου, σὺ νὰ θυμᾶσαι τὶς ἀποτυχίες σου καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ἔχεις πληρέστερη γνώση τοῦ ἑαυτοῦ σου; Σὲ ὀνομάζουν σοφό. Ἔχεις τὸ θάρρος νὰ  θυμηθεῖς τὴν ὥρα ἐκείνη τὶς ἀνοησίες σου, τὶς ἀφηρημάδες τῆς ζωῆς σου καὶ ὅτι ἄλλοι εἶναι σοφώτεροί σου καὶ νὰ ταπεινοφρονήσεις;

   Σὲ ὀνομάζουν ἅγιο. Ἔχεις τὸ γνῶθι σαυτὸν νὰ θυμηθεῖς τὶς νεανικές σου παρεκτροπές, τὶς παιδικές σου πτώσεις καὶ ν’ ἀναστενάξεις στὸ βάθος τῆς ψυχῆς σου, διότι ὁ κόσμος ἀγνοεῖ τὴν πραγματικότητά σου; Εἶσαι νέος καὶ σὲ ἐπαινοῦν γιὰ τὰ νειάτα σου. Ἔχεις τὸ γνῶθι σαυτὸν νὰ σκεφθεῖς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο νειάτα ἀλλὰ θὰ ἔχει ἀργότερα καὶ γεράματα; Εἶσαι νέος καὶ νέα καὶ σὲ ἐπαινοῦν γιὰ τὴν ὀμορφιά σου. Ἔχεις τὸ γνῶθι σαυτὸν νὰ σκεφθεῖς, ὅτι ἐκτὸς τῆς σωματικῆς καλλονῆς ὑπάρχουν ψυχικὲς ὡραιότητες καὶ ἁγνότητες, στὶς ὁποῖες λίγο ἢ πολὺ ἔχεις μολυνθεῖ;

   Ὅταν ἕνας σὲ ἐπιπλήξει γιὰ ἕνα πραγματικὸ σφάλμα σου, ἔχεις τὸ γνῶθι σαυτὸν νὰ πεῖς αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ τὰ πάντα οἶδας οὐκ ἂν ταῦτα ἔλεγες μόνα»; [Δηλαδή, ἐὰν γνώριζες τὰ πάντα (γιὰ μένα) δὲν θἄλεγες μόνο αὐτά!]. Ὁ κόσμος σὲ θαυμάζει, διότι ἔχεις δύναμη κοινωνική. Ἔχεις τὸ γνῶθι σαυτὸν νὰ σκεφθεῖς, ὅτι ἄλλο δύναμη καὶ ἄλλο εὐτυχία καὶ ἑπομένως εἶναι δυνατὸν νὰ εἶσαι δυνατὸς ὄχι ὅμως καὶ εὐτυχής; Ὁ κόσμος σὲ θαυμάζει, διότι ἔχεις δόξα. Ἔχεις τὸ γνῶθι σαυτὸν νὰ αἰσθανθεῖς, μήπως μὲ τὴν δόξα σου ἔφυγε ἡ χαρά σου; Εἶναι μεγάλα κατορθώματα οἱ διάφορες αὐτὲς μορφὲς τοῦ γνῶθι σαυτόν!

   Ἀκόμη ὅμως μεγαλύτερα κατορθώματα ἐπιτυγχάνεις, ὅταν ἐπιμένουν οἱ ἄλλοι στὰ πλεονεκτήματά σου καὶ σὺ ἐπιμένεις στὰ μειονεκτήματά σου, ὅπως ἔκαμε ὁ Πρόδρομος. Ὅταν οἱ ἄλλοι δηλαδὴ ἐπιμένουν στὶς ἐπιτυχίες σου, σὺ νὰ ἐπιμένεις περισσότερο ἐνθυμούμενος καὶ ἐνίοτε ὁμολογῶντας τὶς ἀποτυχίες σου. Ὅταν οἱ ἄλλοι μεγαλύτεροί σου, ἀπὸ ἄγνοια ἢ κολακεία, θέλουν νὰ σὲ ὑψώσουν σὲ θέσεις κοινωνικὲς ἀνώτερες καὶ σὺ ἔχοντας τὸ γνῶθι σαυτόν, ἀρνεῖσαι αὐτὲς ὡς μὴ ἔχων τὰ κατάλληλα προσόντα. Ἐὰν ἔχεις δικαίωμα νὰ ἐξανίστασαι, ὅταν συκοφαντεῖσαι, ἔχεις καθῆκον νὰ ἐπαναστατεῖς, ὅταν κολακεύεσαι. Μὴ μεθᾶς μὲ τοὺς ἐπαίνους, διότι ὅ,τι εἶσαι, αὐτὸ εἶσαι.

 

   Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τοῦ γνῶθι σαυτὸν εἶναι τὸ ἀκόλουθο: Ὁ περίφημος Δουβάλ, βιβλιοθηκάριος τοῦ βασιλιᾶ τῆς Γαλλίας Φραγκίσκου τοῦ Α΄, ἀπαντοῦσε συχνὰ σὲ ἐρωτήσεις, τὶς ὁποῖες ἀπηύθυναν πρὸς αὐτὸν ἐπὶ ἐπιστημονικῶν ζητημάτων, μὲ τὴν φράση «δὲν γνωρίζω». Μιὰ μέρα ὅμως κάποιος ἀμαθὴς τοῦ εἶπε: Ὁ Αὐτοκράτορας σᾶς πληρώνει γιὰ νὰ γνωρίζετε. Ὁ βιβλιοθηκάριος τοῦ ἀπάντησε: Μὲ πληρώνει γιὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα γνωρίζω. Ἂν μὲ πλήρωνε, γιὰ ὅσα δὲν γνωρίζω, δὲν θὰ ἐπαρκοῦσαν ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς Αὐτοκρατορίας του!

   Πόσο γνῶθι σαυτὸν εἶχε αὐτὸς παρ’ ὅλη τὴν ἐπίπληξη γιὰ τὴν εἰλικρίνειά του! Ἂς ἔχουμε λοιπὸν τὸ γνῶθι σαυτὸν καὶ ἂς ἐπιμένουμε σ’ αὐτό, ὅπως ἔπραξε καὶ ὁ Πρόδρομος.

 


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», δεύτερος τόμος, Καλάμαι 1952, σελ. 48-50. (Οἱ μικρὲς φραστικὲς παρεμβάσεις καὶ τὰ ἔντονα στοιχεῖα, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)