Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Ποιός εἶσαι ἄνθρωπε!


Ποιός εἶσαι ἄνθρωπε!

 

   ν αὐτὴ τὴν στιγμὴ ξεσκεπάζαμε μιὰ πλάκα ἑνὸς εὐπρεπέστατου τάφου καὶ βρισκόταν κάποιος νὰ μᾶς μιλήσει, ἡ πρώτη λέξη ποὺ θὰ ἔβγαζε θὰ ἦταν:

 

ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ

 

     Καὶ ἀρχίζω:

νθρωπε, στάσου δυὸ λεπτὰ καὶ πρόσεξε καὶ μένα,

          Θὰ σοῦ μιλήσω συμβουλὲς ποὺ εἶναι καλὲς γιὰ σένα.

                   Μὲ βλέπεις κόκκαλα γυμνά, μὲ δίχως φαντασία

          καὶ λὲς δὲν ἤμουν τίποτα, δὲν δίνεις σημασία.

                   Μὰ κάποτε στὰ χρόνια σου εἶχα κι ἐγὼ τὸ κάλλος,

          καὶ βάδιζα περήφανος σὰν φουσκωμένος γάλος.

                   Εἶχα κι ἐγὼ τὴν δόξα μου, σοφία τοῦ Σωκράτη,

          τοῦ Ἠρακλῆ τὴν δύναμη, φήμη πολλὴ στὰ κράτη.

                   Εἶχα μαλλιὰ μεταξωτὰ καὶ μάγουλα σὰν μῆλο

          καὶ φρύδια ποὺ δὲν βρίσκονταν, σὰν τῆς ἐλιᾶς τὸ φύλλο.

                   Εἶχα καρδιὰ τοῦ λέοντος καὶ μπράτσα σιδερένια,

          ἀκούραστα τὰ πόδια μου, καὶ στήθη μαρμαρένια.

                   Εἶχα τὴν γλώσσα τ᾿ ἀηδονιοῦ, μάτια μεγάλα μαῦρα

          καὶ μερικοὶ μοῦ λέγανε ὅλα μαζὶ ποῦ τά ᾿βρα.

                   Γι᾿ αὐτὸ χαιρόμουνα πολὺ πὼς ἤμουν γῆς ὁ φάρος

          καὶ μὲ τὸ νοῦ λογάριαζα πὼς δὲν ὑπάρχει χάρος.

                   Μὰ πότε δὲν κατάλαβα περάσανε τὰ χρόνια,

          καὶ φύγανε τὰ νειάτα μου σὰν τοῦ Μαρτιοῦ τὰ χιόνια.

                   Τὰ γλέντια κι ὅλες οἱ χαρὲς περνοῦσαν στὸν ἀέρα

          κι ὅλη ἡ ζωὴ μοῦ φάνηκε σὰν νἄτανε μιὰ μέρα.

                   Σὰν ἔνοιωσα γεράματα θυμᾶμαι τὰ παλιά μου,

          μοῦ φάνηκε παράξενο π᾿ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου.

                   Τὸ φῶς ἀπὸ τὰ μάτια μου μικραίνει λιγοστεύει,

          καὶ ὁ νοῦς μου πὼς ἐγήρασα ἀκόμη δὲν πιστεύει.

                   Τὰ πόδια μου ἀδυνάτησαν, τὰ χέρια μου κινοῦνται

          τὰ δόντια μου χαλάσανε κι αὐτὰ παραπονιοῦνται.

                   Κατάλαβα τὸν θάνατο, σὲ λίγο τελειώνω…

          καὶ τότε βάζω μιὰ φωνὴ μὲ κλάματα καὶ πόνο:

                   Ποιός μάγος φέρνει τὴν ζωὴ καὶ ποιό γιατρὸ νὰ πάρω;

          καὶ ποιός μπορεῖ καὶ δύναται ποὺ νὰ νικᾶ τὸν Χάρο;

                   Θὰ τοῦ χαρίσω κτήματα καὶ λίρες ὅσες θέλει,

          ἀρκεῖ τοῦ Χάρου τὸ σπαθὶ νὰ σπάσει καὶ τὰ βέλη.

                   Κανεὶς δὲν μ᾿ ἀποκρίθηκε κανεὶς δὲν μοῦ ᾿πε ξέρει

          νὰ μοῦ γλυτώσει τὴν ζωὴ καὶ νειάτα νὰ μοῦ φέρει.

                   Λοιπὸν μιὰ μέρα τ᾿ Ἀπριλιοῦ χωρὶς νὰ περιμένω

          κάποιος κτυπᾶ τὴν πόρτα μου μὲ τρόπο ἀγριεμένο.

                   ταν ψηλός, κατάμαυρος. Φωνάζω: Τί νὰ κάνω;

          Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ τρόμαζε μοῦ λέει: Σήκω ἐπάνω.

                   Μοῦ ξέσχισε τὰ σπλάχνα μου καὶ πῆρε τὴν ψυχή μου

          κι ἀμέσως πάν᾿ τὰ πλούτη μου μαζὶ μὲ τὴν στολή μου.

                   Καὶ τώρα τὰ χωράφια μου ποῦ πᾶνε; τὰ παλάτια;

          Τὰ ρόδινα τὰ μάγουλα, ἡ γλώσσα καὶ τὰ μάτια;

                   Σκουλήκια φάγαν τὸ κορμί, τὴν ὀμορφιά, τὸ σῶμα,

          ἀφοῦ μὲ λάσπη γίναμε, γινήκαν πάλι χῶμα.

                   Οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς δὲν θέλω νὰ μὲ κλαῖνε,

          θέλω κερί, μνημόσυνο, «συγχώρεση» νὰ λένε.

                   πως μὲ βλέπεις ἄνθρωπε καὶ σὺ θὰ καταντήσεις,

          γι᾿ αὐτὸ στὴν πρόσκαιρη ζωὴ μὴ λὲς νὰ καζαντήσεις.

                   ταν γεράσω, νὰ μὴ λές, θὰ κάνω καλωσύνες,

          τότε θὰ πάω στὴν Ἐκκλησιὰ πολλὲς ἐλεημοσύνες.

                   Χάρος εἶναι λαίμαργος δὲν ἔχει προθεσμία

          δὲν ἔχει φίλους γιὰ χαρές, ἐξαίρεση καμμία.

                   Παίρνει τὶς μάνες τῶν παιδιῶν, λεβέντες ποὺ γλεντᾶνε

          ἀπὸ τὴν κούνια τὰ μωρά, κοπέλες ποὺ κεντᾶνε.

                   Νὰ σκέπτεσαι τὸν θάνατο ἑπτὰ φορὲς τὴν ὥρα,

          ὑπῆρχαν κι ἄλλοι στὴν ζωὴ μὰ δὲν ὑπάρχουν τώρα.

                   Σὲ κάθε βῆμα πρόσεξε τοῦ Σατανᾶ τὸ βρόχι

          μὴν ἀδικήσεις ὀρφανά, γυναῖκες, χῆρες, ὄχι.

                   Πιστὰ τοὺς νόμους φύλαγε χωρὶς καμμιὰ προσθήκη

          τὶς ἐντολὲς τοῦ Μωϋσῆ, τὴ Νέα Διαθήκη.

                   Νὰ μὴ δουλεύεις Κυριακὴ καὶ ἑορτὲς Ἁγίων,

          νἄχεις ἀμόλυντη ψυχὴ καὶ καθαρὸ τὸν βίο.

                   Νὰ μὴν κοιτάζεις πονηρά, μὴ βλασφημᾶς τὰ Θεῖα,

          νὰ δίδεις περιφρόνηση στοῦ Σατανᾶ τὴν βία.

                   Τῆς μέρας τ᾿ ἁμαρτήματα καὶ πρὶν ὁ ἥλιος δύσει,

          μὲ κάθε τρόπο τοῦ Θεοῦ νὰ τἄχεις ὅλα σβύσει.

                   λεημοσύνη, προσευχή, ἀγάπη καὶ νηστεία·

          αὐτὰ θὰ σώσουν τὴν ψυχή, μὴ λὲς πὼς εἶναι ΑΣΤΕΙΑ.

                   γάπα τὸν πλησίον σου, κακὸ ποτὲ μὴ κάνεις

          γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σβύσεις, θά ΠΕΘΑΝΕΙΣ.

                   Τὴν πίστη τὴν Ὀρθόδοξη ἁγνὴ νὰ τὴν τηρήσεις

          καί Νόμους τῶν πατέρων σου, νὰ μὴ καινοτομήσεις.

                   Γιατὶ εἶναι προτιμότερο τὸ αἷμα σου νὰ χύσεις,

          παρὰ εἰς τὸ «ἀνάθεμα» αὐτῶν νὰ καταντήσεις.

                   Καὶ τώρα ἀναγνῶστα μου, τί σκέπτεσαι νὰ κάνεις;

          Τὰ λόγια ποὺ σοῦ μίλησα στὸ νοῦ σου νὰ τὰ βάνεις·

          γιατί, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι ἤμουνα, κι ἐδῶ ποὺ εἶμαι θἄρθεις!