Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

- Σὲ εἶδε ὅμως ὁ Θεός…




- Σὲ εἶδε ὅμως ὁ Θεός…

 

Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Γεωργίου (Καρσλίδη).

 


   Ἕνα Σάββατο πρωῒ καθόμασταν στὴν αὐλὴ καὶ κάναμε ἑτοιμασίες γιὰ νὰ φιλοξενήσουμε τὸν κόσμο ποὺ θὰ ἐρχόταν. Κάποια στιγμὴ μᾶς λέει ὁ Γέροντας: «Σήμερα θὰ ἔρθουν πολλοί. Θὰ ἔρθει καὶ κάποιος ποὺ θὰ μὲ κουράσει πάρα πολύ».

   Σὲ λίγο ἄρχισε νὰ καταφθάνει ὁ κόσμος. Ἀνάμεσά τους κι ἕνας ἀξιωματικός. Μόλις πλησίασε, ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

   - Σταμάτα! Ἐσὺ ποῦ πᾶς;

   - Ἦρθα κι ἐγὼ νὰ σὲ χαιρετίσω, Γέροντα. Ἔχω ἀκούσει τόσα πολλὰ γιὰ σένα κι ἦρθα νὰ σὲ γνωρίσω.

   Τότε ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

   - Ἐσὺ τί δουλειὰ ἔχεις ἐδῶ; Πιστεύεις στὸν Θεό;

   - Καὶ βέβαια πιστεύω, Γέροντα!

   - Δὲν πιστεύεις στὸν Θεό!

   - Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ δῶ.

   - Τὸ ξέρω· εἶσαι ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Ἦρθες ἐδῶ νὰ προσκυνήσεις; Μήπως ἦρθες ἀπὸ περιέργεια; Λάθος κάνεις!

   - Ἐγώ, Γέροντα, δὲν ἔχω πειράξει οὔτε μυρμήγκι.

   - Τώρα βέβαια δὲν πειράζεις οὔτε μυρμήγκι, ἀλλὰ κάποτε ἔκανες μεγάλο κακό. Τὸ κρύβεις αὐτὸ τὸ μυστικὸ καὶ θὰ τὸ πάρεις μαζί σου. Οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονό σου! Ἀλλὰ πές μου τὴν ἀλήθεια. Τί ἔκανες;

   - Λάθος μὲ κατάλαβες.

   - Δὲν εἶσαι ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Τώρα μένεις ἐκεῖ. Εἶσαι ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία. Εἶχες ἕναν κουμπάρο ποὺ σ᾿ ἀγαποῦσε πολύ, ἐνῶ ἐσὺ τὸν μισοῦσες καὶ ἤθελες νὰ τὸν ἐκδικηθεῖς. Ἀναζητοῦσες εὐκαιρία νὰ τὸν ἐξοντώσεις. Καὶ ἡ εὐκαιρία σοῦ δόθηκε, ὅταν σᾶς ἔδιωξαν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴ Μ. Ἀσία. Ὁ κουμπάρος σου γιὰ νὰ γλυτώσει, εἶχε κρυφτεῖ σ᾿ ἕνα δάσος. Ἐσὺ τὸν ἀκολούθησες χωρὶς νὰ σὲ πάρει εἴδηση ἐκεῖνος. Καὶ πῆγες ἀπὸ πίσω του, τοῦ ἔδωσες μιά, τὸν ἔρριξες κάτω κι ὕστερα μὲ κλωτσιὲς καὶ μπουνιὲς τὸν σκότωσες καὶ μετὰ τὸν ἔρριξες στὸ ποτάμι. Ἀφοῦ πέτυχες αὐτὸ ποὺ τόσα χρόνια εἶχες στὸ μυαλό σου, κοίταξες γύρω σου καὶ εἶπες: «Δὲν μὲ εἶδε κανείς». Ἀπ᾿ τὴ Μ. Ἀσία ἦρθες στὴν Πελοπόννησο. Ἐκεῖ ζοῦσες ἥσυχα χωρὶς νὰ πειράξεις κανέναν. Ὅλοι σὲ θαυμάζανε, γιατὶ ἤσουν ἕνας ἀθῶος ἄνθρωπος.

   Τότε ὁ ξένος ἄρχισε νὰ χτυπάει τὸ κεφάλι του καὶ συντετριμμένος εἶπε στὸ Γέροντα:

   - Ναί, Γέροντα, τὸ ἔκανα, ἀλλὰ δὲν μὲ εἶδε κανένας.

   - Κανένας μπορεῖ νὰ μὴ σὲ εἶδε. Σὲ εἶδε ὅμως ὁ Θεός. Ἔλα πλησίασέ με.

   Ὁ ξένος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντα καὶ ζητοῦσε νὰ τοῦ πεῖ πῶς θὰ ἐξιλεωθεῖ. Ὁ Γέροντας τοῦ ἔδωσε αὐστηρὸ κανόνα. «Θὰ κάνεις, τοῦ εἶπε, μεγάλες νηστεῖες, θ᾿ ἀπομονωθεῖς, θὰ κάνεις ἔργα, θὰ ἐνισχύσεις φτωχούς, ὀρφανὰ καὶ θὰ ἐπισκεφθεῖς φυλακές». Ὁ κόσμος ποὺ ἄκουγε, ἔμεινε ἔκπληκτος. Ἕνας ἀπὸ ὅλους τὸν ρώτησε ἂν πράγματι τὸ ἔκανε. Κι ἐκεῖνος τότε μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι εἶπε: «Ναί, τὸ ἔκανα. Ποῦ νὰ ἤξερα ὅμως ὅτι ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια τὸ ἔγκλημά μου θὰ ἔβγαινε στὴν ἐπιφάνεια»!!!