Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Μεγάλη εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει πάντων…






Μεγάλη εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει πάντων…*


Δαρεῖος Α΄ τῆς Περσίας
(550-486 π.Χ.)
   Κάποτε ὁ βασιλιᾶς Δαρεῖος1 ἔκαμε συμπόσιο μεγάλο2 σ’ ὅλους ὅσους ἔμεναν μαζί του, δηλαδὴ στοὺς δούλους καὶ αὐλικούς του, καθὼς ἐπίσης, καὶ σ’ ὅλους τοὺς Μεγιστᾶνες τῆς Μηδίας καὶ Περσίας, σ’ ὅλους τοὺς Σατρᾶπες καὶ Στρατηγοὺς καὶ Διοικητὲς διαφόρων τόπων, ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ἀπὸ τὶς Ἰνδίες ἕως τὴν Αἰθιοπία, σὲ 127 διοικητικὲς περιφέρειες.
   Αὐτοὶ λοιπόν, ἀφοῦ φάγανε καὶ ἤπιανε καλά, ὅταν χορτάσανε, ἀποσυρθήκανε γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν. Ὁ βασιλιᾶς Δαρεῖος ἀποσύρθηκε κ’ ἐκεῖνος στὸν κοιτῶνα του γιὰ νὰ κοιμηθεῖ ἀλλὰ δὲν μποροῦσε.
   Τότε οἱ τρεῖς νεαροὶ σωματοφύλακες ποὺ φρουρούσανε ἄγρυπνοι τὸν βασιλιᾶ3, λένε μεταξύ τους:
   - Ἂς ποῦμε ὁ καθένας μας μιὰ γνώμη καὶ ἂς δοῦμε ποιανοῦ ἡ γνώμη θἆναι ἀνώτερη καὶ σοφώτερη. Καὶ σὲ κεῖνον ποὺ ἡ σκέψη του θἆναι σοφώτερη, ὁ βασιλιᾶς Δαρεῖος θὰ δώσει μεγάλα ὑλικὰ δῶρα ἀλλὰ καὶ ἠθικὴ ἐπιβράβευση ὡς ἔπαινο νίκης. Θὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ντύνεται μὲ πορφύρα, θὰ πίνει μὲ χρυσᾶ ποτήρια, θὰ κοιμᾶται σὲ χρυσῆ κλίνη, θἄχει δικό του ἅρμα ποὺ οἱ ἵπποι θὰ ἔχουν χρυσᾶ χαλινάρια, θὰ φέρει κίδαρι (περσικὸ κάλυμμα) ἀπὸ βύσσο στὸ κεφάλι του καὶ μανιάκη (περιλαίμιο) στὸν τράχηλό του. Τοῦτος -λόγῳ τῆς σοφίας του- θὰ ἔχει θέση μετὰ τὸν Δαρεῖο καὶ θ’ ἀναγνωρισθεῖ ὡς συγγενὴς τοῦ βασιλιᾶ.
   Κι ἀφοῦ ἔγραψαν τὴν γνώμη τους, τὴν σφράγισαν καὶ τὴν ἔθεσαν κάτω ἀπ’ τὸ προσκέφαλο τοῦ βασιλιᾶ Δαρείου λέγοντας:
   - Ὅταν ἐγερθεῖ ὁ βασιλιᾶς, θὰ δώσουμε σὲ αὐτὸν τὶς γραπτὲς γνῶμες μας· καὶ ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ἡ γνώμη θὰ κριθεῖ ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ καὶ τοὺς τρεῖς μεγιστᾶνες τῆς Περσίας ὡς σοφώτερη, αὐτὸς θὰ λάβει τὴ νίκη ὅπως συμφωνήσαμε.
   Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔγραψε ὅτι ὁ οἶνος εἶναι τὸ ἰσχυρότερο πρᾶγμα στὸν κόσμο!
   Ὁ ἄλλος ἔγραψε ὅτι ἰσχυρότερος ὅλων εἶναι ὁ βασιλιᾶς!
   Ὁ τρίτος ἔγραψε ὅτι ἰσχυρότερες ἀπ’ ὅλους εἶναι οἱ γυναῖκες, ἀλλὰ ὑπεράνω ὅλων αὐτῶν νικᾶ ἡ ἀλήθεια!

   Ὅταν ξύπνησε ὁ βασιλιᾶς, τοῦ ἔδωσαν τὰ γραπτὰ καὶ τὰ διάβασε. Καὶ γιὰ νὰ κρίνει τὶς γνῶμες, ἔστειλε ἀγγελιαφόρους καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς ἐπίσημους ἄνδρες τῆς Περσίας καὶ Μηδείας, τοὺς σατρᾶπες, τοὺς στρατηγούς, τοὺς διοικητὲς χωρῶν καὶ τοὺς ἄλλους ἀνώτατους ἄρχοντες. Διέταξε νὰ καθίσουν στὴν αἴθουσα τοῦ ἀνακτόρου του καὶ διαβάστηκαν ἐνώπιον ὅλων οἱ τρεῖς γραπτὲς γνῶμες. Ἔπειτα διέταξε τὸ ἑξῆς:
   - Καλέστε τοὺς νεαροὺς δούλους μου γιὰ νὰ ἀναπτύξουν καὶ ὑποστηρίξουν τὶς γνῶμες τους.
   Κι ἀφοῦ κλήθηκαν καὶ ἦλθαν στὴν αἴθουσα τοῦ ἀνακτόρου, ὁ βασιλιᾶς καὶ οἱ παριστάμενοι ἄρχοντες τοὺς λέγουν:
   - Δῶστε μας ἐξηγήσεις γιὰ τὶς γραπτὲς γνῶμες σας.

Ἰσχυρότερο ὁ οἶνος

   Ἄρχισε, λοιπόν, ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος εἶχε γράψει ὅτι ὁ οἶνος εἶναι τὸ ἰσχυρότερο πρᾶγμα στὸν κόσμο, καὶ εἶπε:
   - Κύριοι, ρωτᾶτε πῶς τὸ κρασὶ εἶναι τὸ ἰσχυρότερο; Σᾶς ἀπαντῶ:
   Αὐτὸ πλανᾶ τὴν σκέψη ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸ πίνουν. Αὐτὸ κάνει ἴση τὴ σκέψη τοῦ βασιλιᾶ καὶ τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ δούλου καὶ τοῦ ἐλεύθερου, τοῦ φτωχοῦ καὶ τοῦ πλουσίου. Ἰσοπεδώνονται ὅλοι.
   Κάθε σκέψη τὴν μεταβάλλει σὲ χαρὰ καὶ εὐθυμία. Τὸ κρασὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεχνᾶ ὅλες τὶς λύπες κι ὅλα τὰ χρέη του. Κάνει τὶς καρδιὲς πλούσιες, κάνει νὰ λησμονεῖ κάποιος καὶ τοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς σατρᾶπες, κάνει νὰ «λύνεται» ἡ γλῶσσα καὶ νὰ βγαίνουν τὰ λόγια πληθωρικά.
   Ὁ οἶνος κάνει φίλους κι ἀδελφοὺς ὅταν μεθοῦνε, νὰ μὴ θυμοῦνται τὶς φιλίες καὶ νὰ βγάζουν μαχαίρια ὁ ἕνας κατὰ τοῦ ἄλλου γιὰ ν’ ἀλληλοσκοτωθοῦνε· κι ὅταν συνέλθουν ἀπ’ τὴ μέθη δὲν θυμοῦνται τίποτα ἀπ’ ὅσα ἔπραξαν.
   Ὦ ἄνδρες! Ὁ οἶνος δὲν εἶναι τὸ ἰσχυρότερο στὸν κόσμο, ἀφοῦ μᾶς ἀναγκάζει νὰ πράττουμε τέτοια πράγματα;
   Καὶ λέγοντας αὐτά, σώπασε.

Ἰσχυρότερος ὁ βασιλιᾶς

   Ἄρχισε νὰ μιλᾶ ὁ δεύτερος, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν γνώμη, ὅτι ἰσχυρότερος πάντων εἶναι ὁ βασιλιᾶς. Καὶ εἶπε:
   - Κύριοι! Δὲν ὑπερισχύουν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ αὐτοὶ εἶναι κύριοι τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θάλασσας καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ ὑπάρχουν σ’ αὐτές;
   Ὁ δὲ βασιλιᾶς ὑπερισχύει καὶ κυριεύει ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ δεσπόζει σ’ αὐτούς, καὶ ὁτιδήποτε τοὺς πεῖ καὶ τοὺς διατάξει, ἐκεῖνοι ὑπακούουν σ’ αὐτόν.
   Ἐὰν ὁ βασιλιᾶς διατάξει νὰ κάμουν πόλεμο ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, οἱ ἄνθρωποι τὸ κάνουν. Ἐὰν ὁ βασιλιᾶς στείλει τοὺς ἀνθρώπους ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ἐκεῖνοι βαδίζουν ὅπως διατάχθηκαν καὶ φροντίζουν νὰ καθυποτάξουν τὰ ὄρη, τὰ τείχη καὶ τοὺς πύργους. Σκοτώνουν καὶ σκοτώνονται ἀλλὰ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ δὲν τὴν παραβαίνουν. Κι ἂν νικήσουν, φέρνουν στὸν βασιλιᾶ ὅλα ὅσα ἔλαβαν ὡς λάφυρα καὶ ὅλα τ’ ἄλλα. Καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν στρατεύονται καὶ δὲν πολεμοῦν, ἀλλὰ καλλιεργοῦν τὴν γῆ, κ’ ἐκεῖνοι πάλι, ἀφοῦ σπείρουν καὶ θερίσουν, ἔπειτα φέρνουν τὰ προϊόντα τους στὸν βασιλιᾶ. Κι ὁ ἕνας ἀναγκάζει τὸν ἄλλον νὰ δίνουν τοὺς φόρους τους στὸν βασιλιᾶ. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἕνας καὶ μοναδικός!

Ἀνάγλυφη ἀπεικόνιση Δαρείου Α΄ στὸ θρόνο του.
Παράσταση ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα τῆς Περσέπολης.
   Ἐὰν ὁ βασιλιᾶς πεῖ νὰ φονευθεῖ κάποιος, τότε φονεύεται· ἐὰν πεῖ νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερος, τότε ἀφίνεται. Ἐὰν πεῖ ὁ βασιλιᾶς νὰ κτυπήσουν κάποιον, τότε κτυπιέται αὐτός· ἐὰν πεῖ νὰ ἐρημώσουν κάτι, τότε οἱ ἄνθρωποι τὸ καταστρέφουν. Εἶπε ὁ βασιλιᾶς νὰ γίνουν οἰκοδομές; Οἱ ἄνθρωποι τότε οἰκοδομοῦν. Ἐὰν πεῖ ὁ βασιλιᾶς νὰ κόψουν, οἱ ἄνθρωποι κόβουν· ἐὰν πεῖ νὰ φυτέψουν, οἱ ἄνθρωποι φυτεύουν. Ὅλος ὁ στρατός του καὶ ὅλος ὁ λαός του ὑπακούουν σ’ αὐτόν. Κι ἐνῶ γίνονται ὅλ’ αὐτά, ὁ βασιλιᾶς ἀνακλίνεται στὴν τραπεζαρία του, τρώει καὶ πίνει κ’ ὕστερα κοιμᾶται. Ἄνθρωποι ἐπίσης εἶναι κεῖνοι, οἱ ὁποῖοι φυλάγουν ὡς φρουρὰ γύρω του· καὶ κανένας ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δὲν μπορεῖ ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ αὐτὸν (χωρὶς τὴν ἄδεια του) καὶ ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ προσωπικά του ἔργα. Οὔτε κανεὶς παρακούει σὲ αὐτόν.
    Ὦ ἄνδρες! Πῶς, λοιπόν, ὁ βασιλιᾶς δὲν ὑπερισχύει πάντων, ἀφοῦ τόση μεγάλη ὑπακοὴ κάνουν οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτόν;
   Καὶ μετὰ ταῦτα, κι αὐτὸς σιώπησε.

Ἰσχυρότερες οἱ γυναῖκες

   Ὁ δὲ τρίτος, ποὺ εἶπε περὶ τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀλήθειας -αὐτὸς εἶναι ὁ Ζοροβάβελ4- καὶ ἄρχισε κι αὐτὸς ν’ ἀναπτύσει τὴν γνώμη του:

   - Κύριοι, μέγας ἀσφαλῶς εἶναι ὁ βασιλιᾶς, καὶ πολυάριθμοι οἱ ἄνθρωποι καὶ ἰσχυρὸς ὁ οἶνος. Ποιός, ὅμως, δεσπόζει ὅλων αὐτῶν καὶ ποιός κυριεύει ὅλα τοῦτα; Δὲν εἶναι οἱ γυναῖκες; Οἱ γυναῖκες γεννήσανε τὸν βασιλιᾶ κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κυριαρχοῦν σὲ ξηρὰ καὶ θάλασσα. Ἀπὸ τὶς γυναῖκες γεννήθηκαν οἱ βασιλιᾶδες τοῦτοι κι αὐτὲς ἀνέθρεψαν αὐτοὺς ὅπως κ’ ἐκείνους ποὺ φύτεψαν τ’ ἀμπέλια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα παράγεται ὁ οἶνος. Οἱ γυναῖκες εἶναι ἐκείνες, ποὺ κατασκευάζουν στοὺς ἀνθρώπους τὰ ἐνδύματά τους, αὐτὲς εἶναι ποὺ φτιάχνουν γι’ αὐτοὺς στολίσματα. Οἱ ἄνδρες δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν δίχως τὶς γυναῖκες. Ἐὰν οἱ ἄνδρες συγκεντρώσουν χρυσάφι κι’ ἀσήμι καὶ κάθε ἄλλο πολύτιμο πρᾶγμα, καὶ δοῦνε μιὰ ὄμορφη γυναῖκα μὲ ὡραία σωματικὴ διάπλαση, τότε ἀφοῦ ἀφήσουνε ὅλα τ’ ἄλλα, χαζεύουν πρὸς αὐτήν, καὶ τὴν παρατηροῦν μὲ τὸ στόμα ἀνοικτό. Καὶ προτιμοῦν ὅλοι, αὐτὴν μᾶλλον παρὰ τὸ χρυσάφι, τὸ ἀσήμι κι ὁποιοδήποτε ἄλλο ὡραῖο πρᾶγμα ἢ πολύτιμο ἀντικείμενο. Κάθε ἄνθρωπος ἀφήνει τὸν πατέρα του ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέθρεψε, καὶ τὴν πατρίδα του, καὶ προσκολλᾶται στὴν γυναῖκα του. Χάριν τῆς γυναίκας του θυσιάζει τὴν ζωή του καὶ δὲν θυμᾶται οὔτε τὸν πατέρα του οὔτε τὴν μητέρα του οὔτε καὶ τὴν ἴδια τὴν πατρίδα του. Ἀπὸ τοῦτο καὶ μόνο ὀφείλετε ν’ ἀναγνωρίσετε, ὅτι οἱ γυναῖκες βασιλεύουν σὲ σᾶς. Δὲν ἐργάζεσθε καὶ δὲν μοχθεῖτε, γιὰ νὰ τὰ φέρετε ὅλα καὶ νὰ τὰ δώσετε στὶς γυναῖκες σας; Ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὸ σπαθί του καὶ βγαίνει γιὰ νὰ πάει νὰ κλέψει καὶ νὰ ληστέψει καὶ νὰ διαπλεύσει θάλασσες καὶ ποτάμια· συναντᾶ λιοντάρια, βαδίζει στὰ σκοτάδια, γιὰ νὰ κλέψει, νὰ ληστέψει, νὰ γίνει λωποδύτης, κι ὅλα ὅσα ἀποκτήσει τὰ παραδίδει στὴν ἐρωμένη του. Ὁ ἄνδρας περισσότερο ἀγαπᾶ τὴν γυναῖκα του ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του! Πολλοὶ ἄνδρες τρελλάθηκαν γιὰ τὶς γυναῖκες κ’ ἔγιναν δοῦλοι σ’ αὐτές. Πολλοὶ καταστράφηκαν, ἔγιναν δυστυχισμένοι καὶ ἁμάρτησαν γιὰ τὶς γυναῖκες τους. Καὶ τώρα δὲν μὲ πιστεύετε; Δὲν εἶναι μέγας ὁ βασιλιᾶς μὲ τὴν βασιλική του ἐξουσία; Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν χωρῶν δὲν φοβοῦνται νὰ τὸν ἀγγίξουν; Κι ὅμως· ἔβλεπα τὸν βασιλιᾶ καὶ τὴν Ἀπάμη τὴν θυγατέρα τοῦ περίφημου Βαρτάκου, τὴν δεύτερη στὴ σειρὰ σύζυγο τοῦ βασιλιᾶ, νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ βασιλιᾶ, ν’ ἀφαιρεῖ τὸ βασιλικὸ στέμμα ἀπ’ τὸ κεφάλι του, νὰ τὸ βάζει στὸ δικό της κεφάλι καὶ νὰ ραπίζει τὸν βασιλιᾶ μὲ τὸ ἀριστερό της χέρι! Παρ’ ὅλο τοῦτο, ὁ βασιλιᾶς μὲ τὸ στόμα ἀνοικτὸ νὰ χάσκει τὴν κοιτοῦσε. Ἐὰν ἐκείνη γελοῦσε σ’ αὐτόν, τότε γελοῦσε κι ὁ βασιλιᾶς. Ἐὰν ἐκείνη φαινόταν στενοχωρημένη
ἀπ’ αὐτόν, τότε ὁ βασιλιᾶς τὴν κολάκευε γιὰ νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του. Ὦ ἄνδρες! Πῶς λοιπόν, δὲν εἶναι οἱ γυναῖκες ἰσχυρότερες, ἀφοῦ αὐτὲς μποροῦν νὰ κάνουν ὅλα τοῦτα;
   Καὶ τότε ὁ βασιλιᾶς καὶ οἱ μεγιστᾶνες παρατηροῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κατάπληκτοι.

Ἰσχυρότερη πάντων ἡ Ἀλήθεια!

   Ὁ Ζοροβάβελ, ἄρχισε τώρα πλέον νὰ ἀναπτύσσει τὴν γνώμη του καὶ περὶ τῆς ἀλήθειας. Καὶ εἶπε:
   - Κύριοι, δὲν εἶναι λοιπόν, ἰσχυρὲς οἱ γυναῖκες; Μέγας ὅμως εἶναι ὁ Οὐρανός, μεγάλη εἶναι ἡ γῆ, καὶ ταχὺς στὴν πορεία του εἶναι ὁ ἥλιος, διότι τοῦτος διατρέχει στὸν οὐρανὸ τὴν τροχιά του καὶ σὲ μιὰ μέρα ἐπιστρέφει στὸν τόπο ποὺ ξεκίνησε! Δὲν εἶναι, λοιπόν, μέγας αὐτός, ποὺ δημιούργησε ὅλα τοῦτα; Καὶ ὅμως· ἡ ἀλήθεια εἶναι μεγάλη καὶ ἰσχυρότερη ὅλων αὐτῶν! Ὁλόκληρη ἡ γῆ τὴν ἀλήθεια προσκαλεῖ, καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτὴν ἐπαινεῖ, καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματα σείονται καὶ τρέμουν ἐνώπιόν της. Μὲ τὴν ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἄδικο! Ἄδικος εἶναι ὁ οἶνος, ἄδικος εἶναι ὁ βασιλιᾶς, ἄδικες εἶναι οἱ γυναῖκες, ἄδικοι εἶναι πάντες οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων (δηλαδή, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι), καὶ ὅλα τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἄδικα. Στοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, καὶ μέσα στὴν ἀδικία τους αὐτοὶ καταστρέφονται. Ἡ ἀλήθεια ὅμως παραμένει καὶ ἰσχύει στὸν αἰῶνα, (ἔχει κῦρος παντοτινό!) καὶ ζεῖ καὶ διακρατεῖ τὰ πάντα εἰς αἰῶνας αἰώνων! Αὐτὴ δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν της ὑψηλὰ πρόσωπα, οὔτε διαφορὲς προσώπων, ἀλλὰ κάνει τὰ δίκαια πράγματα ἐνώπιον ὅλων τῶν ἄδικων καὶ κακῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι εὐδοκοῦν στὰ ἔργα αὐτῆς, καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄδικο στὴν κρίση της. Σ’ αὐτὴν λοιπόν, ὑπάρχει δύναμη, κυριότητα, ἐξουσία, μεγαλεῖο σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Θεὸς ὁ Κύριος τῆς Ἀλήθειας!!! Καὶ σταμάτησε πλέον νὰ μιλᾶ.
   Ὅλη τότε ἡ συγκέντρωση ἀναφώνησε καὶ εἶπε: Μεγάλη εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει πάντων!!!...


   Ἔτσι λοιπόν, στὸ ἐρώτημα ποιό εἶναι τὸ ἰσχυρότερο στὸν κόσμο, ὁ τρίτος σωματοφύλακας, ὁ Ζοροβάβελ, νίκησε καὶ πῆρε τὸ βραβεῖο καὶ τιμήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ Δαρεῖο μὲ μεγάλες τιμές…


* Βλ. Παλαιὰ Διαθήκη, βιβλίο Ἔσδρας Α΄  κεφ. γ΄, δ΄ 1-41. (Φραστικὴ διασκευή, ὑποσημειώσεις καὶ σχόλια, ὑπὸ ἱερομ. Ν.)


1. Πρόκειται περὶ τοῦ Δαρείου τοῦ Ὑστάσπους, ὁ ὁποῖος βασίλευσε κατὰ τὰ ἔτη 521-486 π.Χ., καὶ ὑπῆρξε πρόγονος τοῦ γνωστοῦ ἐκείνου Δαρείου ποὺ ἐπέδραμε ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος.
2. Τὸ συμπόσιο τοῦτο ἔγινε (σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ Ἰώσηπο) κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Δαρείου δηλαδὴ τὸ 521 π.Χ.
3. Ὁ Ἰώσηπος ἐπεξηγεῖ, ὅτι ὁ Δαρεῖος μὴ μπορῶντας νὰ κοιμηθεῖ πρότεινε τὸ στοίχημα τοῦτο καὶ στοὺς τρεῖς σωματοφύλακές του.
4. Ζοροβάβελ: Ὀνομάζεται καὶ Σασαβασσάρ. Γυιὸς τοῦ Σαλαθιὴλ καὶ ἐγγονὸς τοῦ βασιλιᾶ Ἰεχονία. Ὁ Ζοροβάβελ ὁδήγησε στὴν Ἱερουσαλὴμ τοὺς πρώτους Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν βαβυλώνια αἰχμαλωσία, ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ ὡς ἐπικεφαλής τους καὶ ἀνέλαβε τὸν συντονισμὸ γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση καὶ τὴν λειτουργία τοῦ Ναοῦ. Ἀναφέρεται καὶ στὸ γενεαλογικὸ κατάλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς προπάτορες τοῦ Ἰωσήφ, μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.