Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Ἡ «φιλονικία» τῆς ὁσιακῆς ἀγάπης




Ἡ «φιλονικία» τῆς ὁσιακῆς ἀγάπης

 


   Κάποιος Γέροντας εἶχε ὑποτακτικὸ ποὺ ἔμενε σὲ μιὰ καλύβα δέκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὴν σκήτη. Μιὰ μέρα τοῦ εἶπε ὁ λογισμός του:

   «Κάλεσε τὸν ἀδελφὸ νὰ ἔρθει γιὰ νὰ πάρει τὸ ψωμί του».

   Μὰ καὶ πάλι συλλογίστηκε:

   «Γιὰ τὸ ψωμὶ νὰ βάλω τὸν ἀδελφό μου στὸν κόπο νὰ κάνει τόσα μίλια; Ἂς τοῦ τὸ πάω ἐγώ».

   Τὸ πῆρε λοιπὸν καὶ ξεκίνησε γι᾿ αὐτόν.

   Στὸν δρόμο, ὅμως, καθὼς βάδιζε, σκόνταψε σὲ μιὰ πέτρα καὶ χτύπησε τὸ πόδι του. Τὸ αἷμα ἔτρεξε ποτάμι ἀπ᾿ τὸ πληγωμένο του δάχτυλο, κι ἀπ᾿ τὸν ὀξὺ πόνο ποὺ ἔνοιωσε ἄρχισε νὰ κλαίει.

   Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἦρθε κοντά του ἕνας πανέμορφος ἄγγελος, καὶ τὸν ρώτησε:

   - Γιατί κλαῖς, Γέροντα;

   Κι αὐτός, δείχνοντάς του τὸ τραῦμα, τοῦ εἶπε:

   - Νά, γι᾿ αὐτὸ κλαίω.

   - Μὴ κλαῖς γιὰ τοῦτο τὸ ἀσήμαντο χτύπημα, εἶπε ὁ ἄγγελος. Νὰ ξέρεις, ὅτι τὰ βήματα ποὺ κάμεις γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι ὅλα μετρημένα· καὶ θὰ λάβεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολὺ μισθό!

   Τότε εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ὁ Ἀββᾶς καὶ συνέχισε χαρούμενος τὴν πορεία του ὥσπου ἔφτασε στὸν ἀδελφό, τοῦ ἔδωσε τὰ ψωμιά, τοῦ διηγήθηκε τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς κι ἐπέστρεψε στὸ κελλί του.

         

   Τὴν ἄλλη μέρα πῆρε καὶ πάλι ψωμιὰ γιὰ νὰ τὰ πάει σὲ κάποιον ἄλλον ἐρημίτη. Συνέπεσε ὅμως, νὰ ἔρχεται κ᾿ ἐκεῖνος σ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸν ἴδιο λόγο. Ἔτσι συναντήθηκαν στὸν δρόμο, καὶ λέγει ὁ πρῶτος στὸν δεύτερο:

   - Ἀδελφέ, ἕνα θησαυρὸ εἶχα, καὶ θέλησες νὰ μοῦ τὸν ἁρπάξεις;

   - Μήπως ἡ στενὴ πύλη τοῦ παραδείσου χωράει μόνον ἐσένα, Πάτερ; τοῦ εἶπε ὁ ἄλλος. Ἄφησέ μας κ᾿ ἐμᾶς νὰ περάσουμε!

 

   Κι ἐνῶ ἔλεγαν αὐτά, παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος ἄγγελος τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς εἶπε:

   - Ἡ «φιλονικία» σας αὐτὴ σὰν εὐωδιαστὸ θυμίαμα ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό!…

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)