Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

- Ἄνθρωπος δὲν ἔγινες!




- Ἄνθρωπος δὲν ἔγινες!

 


   Ἕνας νέος ζωηρὸς καὶ ἄτακτος δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ λόγια καὶ συμμόρφωση. Ὁ πατέρας του τὸν συμβούλευε καὶ τὸν μάλωνε, ἀλλὰ τοῦ κάκου. Ἐκεῖνος ἦταν ἀσυμμάζευτος· ἀταξίες, ξενύχτια, παλληκαρισμοὶ ἦσαν τὰ κατορθώματά του. Πολλὲς φορὲς ὁ πατέρας του πικραμένος τοῦ ἔλεγε:

   - Ἐσύ, παιδί μου, ποτὲ δὲν θὰ γίνεις ἄνθρωπος.

   Ὁ νέος μεγάλωσε, ξενιτεύτηκε καὶ ὕστερα ἀπὸ χρόνια κατόρθωσε (ποιός ξέρει μὲ τί τρόπο;) κ’ ἔγινε μέγας καὶ πολύς! Ἔγινε, Βεζύρης! Ὁ πατέρας του, γέροντας πιά, εἶχε χάσει τὰ ἴχνη τοῦ «προκομμένου» γυιοῦ του.

   Μιὰ ὡραία πρωΐα, τὸν ἐπισκέπτεται ὁ ἀστυνόμος τοῦ τόπου καὶ τοῦ λέει πὼς ἔχει διαταγὴ νὰ τὸν φέρει δεμένο στὸν Βεζύρη!

   Ὁ φτωχὸς χλώμιασε! Τί νὰ ἔκανε ὅμως; Δεμένος σὰν ἐγκληματίας καὶ κακοῦργος ὁδηγήθηκε στὸν Βεζύρη! Τρομαγμένος, μὲ χτυποκάρδι καὶ ἀγωνία ὕστερα ἀπὸ κάμποση ὥρα τὸν ἀντικρύζει. Ἀγέρωχα καθισμένος στὴν πολυθρόνα του τὸν περίμενε.

   - Μὲ γνωρίζεις, γέρο; τοῦ κάνει ἀπότομα.

   - Δὲν σᾶς γνωρίζω, Βεζύρη μου.

   - Γιὰ κύτταξέ με καλά.

   Ἀλλὰ ποῦ νὰ καταλάβει καὶ ποῦ νὰ μαντέψει ὁ γέροντας πατέρας ποιὸς ἦταν ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἄρχοντας, μπροστὰ στὸν ὁποῖο στεκόταν δεμένος καὶ ὑπόδικος!

   - Λοιπόν, εἶμαι ὁ γυιός σου, τοῦ λέει, ποὺ τὸν μάλωνες κ’ ἔλεγες πὼς δὲν θὰ προκόψει καὶ δὲν θὰ γίνει ἄνθρωπος ποτέ! Τὸ θυμᾶσαι;

   Ὁ γέροντας ἀποσβολωμένος τὸν κύτταξε ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, καὶ τοῦ ἀπαντᾶ:

   - Ἐσύ ’σαι παιδί μου; Καὶ μ’ ἔφερες μπροστά σου μὲ τὴν ἀστυνομία, δεμένο σὰν κακοῦργο; Τὸν πατέρα σου; Γιατί; Τί σοῦ ἔκαμα; Ἄχ, παιδί μου, ἀναστέναξε: Βεζύρης ἔγινες, ἄνθρωπος δὲν ἔγινες!...

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)