- Ἄνθρωπος δὲν ἔγινες!
Ἕνας νέος ζωηρὸς καὶ ἄτακτος δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ λόγια καὶ συμμόρφωση. Ὁ πατέρας του τὸν συμβούλευε καὶ τὸν μάλωνε, ἀλλὰ τοῦ κάκου. Ἐκεῖνος ἦταν ἀσυμμάζευτος· ἀταξίες, ξενύχτια, παλληκαρισμοὶ ἦσαν τὰ κατορθώματά του. Πολλὲς φορὲς ὁ πατέρας του πικραμένος τοῦ ἔλεγε:
- Ἐσύ, παιδί μου, ποτὲ δὲν θὰ γίνεις
ἄνθρωπος.
Ὁ νέος μεγάλωσε, ξενιτεύτηκε καὶ ὕστερα ἀπὸ
χρόνια κατόρθωσε (ποιός ξέρει μὲ τί τρόπο;) κ’ ἔγινε μέγας καὶ πολύς! Ἔγινε,
Βεζύρης! Ὁ πατέρας του, γέροντας πιά, εἶχε χάσει τὰ ἴχνη τοῦ «προκομμένου»
γυιοῦ του.
Μιὰ ὡραία πρωΐα, τὸν ἐπισκέπτεται ὁ ἀστυνόμος
τοῦ τόπου καὶ τοῦ λέει πὼς ἔχει διαταγὴ νὰ τὸν φέρει δεμένο στὸν Βεζύρη!
Ὁ φτωχὸς χλώμιασε! Τί νὰ ἔκανε ὅμως; Δεμένος
σὰν ἐγκληματίας καὶ κακοῦργος ὁδηγήθηκε στὸν Βεζύρη! Τρομαγμένος, μὲ χτυποκάρδι
καὶ ἀγωνία ὕστερα ἀπὸ κάμποση ὥρα τὸν ἀντικρύζει. Ἀγέρωχα καθισμένος στὴν
πολυθρόνα του τὸν περίμενε.
- Μὲ γνωρίζεις, γέρο; τοῦ κάνει ἀπότομα.
- Δὲν σᾶς γνωρίζω, Βεζύρη μου.
- Γιὰ κύτταξέ με καλά.
Ἀλλὰ ποῦ νὰ καταλάβει καὶ ποῦ νὰ μαντέψει ὁ
γέροντας πατέρας ποιὸς ἦταν ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἄρχοντας, μπροστὰ στὸν ὁποῖο
στεκόταν δεμένος καὶ ὑπόδικος!
- Λοιπόν, εἶμαι ὁ γυιός σου, τοῦ λέει, ποὺ
τὸν μάλωνες κ’ ἔλεγες πὼς δὲν θὰ προκόψει καὶ δὲν θὰ γίνει ἄνθρωπος ποτέ! Τὸ
θυμᾶσαι;
Ὁ γέροντας ἀποσβολωμένος τὸν κύτταξε ἀπὸ
πάνω ἕως κάτω, καὶ τοῦ ἀπαντᾶ:
- Ἐσύ ’σαι παιδί μου; Καὶ μ’ ἔφερες μπροστά
σου μὲ τὴν ἀστυνομία, δεμένο σὰν κακοῦργο; Τὸν πατέρα σου; Γιατί; Τί σοῦ ἔκαμα;
Ἄχ, παιδί μου, ἀναστέναξε: Βεζύρης ἔγινες,
ἄνθρωπος δὲν ἔγινες!...
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)