Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Ὅ,τι ἔδωσαν, αὐτὸ καὶ ἔλαβαν



Ὅ,τι ἔδωσαν, αὐτὸ καὶ ἔλαβαν

 


    βασιλιᾶς τῆς Περσίας Ξέρξης, θέλοντας κάποτε νὰ ἐκλέξει ἕναν ἔμπιστο σύμβουλο, ἔντιμο, φιλαλήθη καὶ ἱκανό, ἔκαμε τὴν ἑξῆς δοκιμασία:

   Κάποιο ἀπόγευμα, προσκάλεσε στ’ ἀνάκτορα τοὺς πέντε πιὸ φημισμένους γιὰ τὴν ἐξυπνάδα, τὸ θάρρος καὶ τὶς ἱκανότητές τους ἄνδρες τῆς πρωτεύουσας. Στὰ δάκτυλα τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ του, φοροῦσε πέντε ἐξαιρετικὰ διαμαντένια δακτυλίδια, καὶ τοὺς εἶπε:

   - Σᾶς προσκάλεσα ἐδῶ, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θ’ ἀκούσω ἀπὸ σᾶς τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι τὸ μόνο ἔξοχο καὶ ὑπέροχο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πέντε δακτυλίδια μὲ τὰ πολύτιμα διαμάντια, ποὺ βλέπετε στ’ ἀριστερό μου χέρι, θἆναι ἡ ἀνταμοιβὴ τοῦ θάρρους καὶ τῆς εἰλικρινείας σας. Μιλῆστε, λοιπόν, μὲ τόλμη καὶ πεῖτε τὴν ἀλήθεια: Τί πιστεύετε γιὰ τὴν δύναμη καὶ τὴν δόξα μου;

   Οἱ τέσσερις ἄνδρες, ἐπειδὴ θαμπώθηκαν ἀπ’ τὸ μέγεθος καὶ τὴν λάμψη τῶν διαμαντιῶν κ’ ἐλπίζοντας ὅτι θὰ μποροῦσαν ν’ ἀποκτήσουν ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἐξαίσια δακτυλίδια, ἔσπευσαν διαδοχικῶς ν’ ἀνταποκριθοῦν μ’ ἐγκώμια πολλὰ καὶ κολακεῖες. Ἐπαίνεσαν τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἡγεμόνα καὶ τὸν ἀνύψωσαν πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς ἥρωες τῆς ἱστορίας. Μίλησαν μ’ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὰ προτερήματα καὶ τὶς ἀρετές του.

   Ὁ βασιλιᾶς, ἔβγαλε ἕνα-ἕνα τὰ διαμαντένια δακτυλίδια καὶ τὰ πρόσφερε στοὺς ἐγκωμιαστές του. Ἔπειτα ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν πέμπτο, τοῦ εἶπε:

   - Καὶ σὺ γιατί σιωπᾶς; Πές μου καὶ σὺ τί πιστεύεις γιὰ τὴν δύναμη καὶ τὴν δόξα μου;

   - Πιστεύω, ἀποκρίθηκε, ὅτι ἡ δύναμή σου εἶναι μιὰ παρακαταθήκη, ποὺ ὁ Θεὸς σοῦ ἐμπιστεύθηκε γιὰ τὴν εὐτυχία τῶν λαῶν σου καὶ θὰ σοῦ ζητήσει λόγο αὐστηρὸ γι’ αὐτήν. Πιστεύω, ἐπίσης, ὅτι ἡ δόξα σου θὰ εἶναι ψεύτικη καὶ πρόσκαιρη, ἐὰν τὴν κάμεις νὰ συνίσταται στὴν λάμψη καὶ στὶς κατακτήσεις, κι ὄχι -ὅπως θἄπρεπε- στὴν αὐστηρὴ ἐκπλήρωση τῶν καθηκόντων σου.

   Σὰν ἄκουσε αὐτά, τοῦ εἶπε ὁ βασιλιᾶς:

   - Δὲν σοῦ δίνω τὸ πέμπτο διαμάντι, ἀλλὰ σοῦ δίνω τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν φιλία μου· μεῖνε κοντά μου πάντοτε, γιατί βρῆκα τὸν ἀληθινὸ φίλο ποὺ ζητοῦσα!

   Τὴν ἑπομένη μέρα, οἱ τέσσερις κόλακες ἦλθαν ἀνήσυχοι καὶ καταστενοχωρημένοι στὸ παλάτι, παρουσιάστηκαν στὸν βασιλιᾶ καὶ τοῦ εἶπαν:

   - Βασιλέα, ὁ κοσμηματοπώλης ἐξαπάτησε τὴν Μεγαλειότητά σου καὶ σοῦ πούλησε ψεύτικα διαμάντια.

   - Δὲν πειράζει, εἶπε ὁ βασιλιᾶς γελώντας. Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι τὰ διαμάντια ἦσαν ψεύτικα, ἀλλὰ θέλησα νὰ σᾶς πληρώσω μὲ τὸ ἴδιο νόμισμα. Ψέμα δώσατε, ψέμα λάβατε. Γιατί παραπονιέστε;

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)