Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Ἀρετὴ κι ἀνωτερότητα




Ἀρετὴ κι ἀνωτερότητα

 


   μεγάλος Ἀθηναῖος πολιτικὸς τοῦ Ε΄ π.Χ. αἰῶνα Περικλῆς, θαυμαζότανε ἀπ’ ὅλους γιὰ τὴν σοβαρότητα τῆς σκέψης του, τὸν λόγο του, ποὺ ἦταν ἀνώτερος καὶ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε χυδαιότητα καὶ αἰσχρολογία, τὴν σοβαρὴ ἔκφραση τοῦ προσώπου του, ποὺ δὲν τὴν ἀλλοίωνε τὸ γέλιο, τὸ ἤρεμο βάδισμά του, τὴν σεμνὴ περιβολή του, τὶς μετρημένες κινήσεις του καὶ τὸν χαμηλὸ τόνο τῆς φωνῆς του.

   Ὅταν κάποτε ἕνας ἀχρεῖος ἄνθρωπος τὸν συνάντησε στὴν ἀγορὰ τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας, ἄρχισε νὰ τὸν βρίζει καὶ νὰ τὸν κακολογεῖ. Ὅλη τὴν ἡμέρα ὁ Περικλῆς σώπαινε ὑπομονετικά, καὶ ἀσχολοῦνταν μὲ μιὰ ἐπείγουσα ὑπόθεση. Ὅταν βράδυασε ἔφυγε ἥσυχα γιὰ τὸ σπίτι του.

   Ἀλλ’ ὁ κακὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος τὸν ἀκολούθησε καὶ ὡς ἐκεῖ ξεστομίζοντας κάθε εἴδους βρισιὰ ἐναντίον του. Μόλις ἔφτασε στὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ του ὁ Περικλῆς, εἶχε σκοτεινιάσει γιὰ τὰ καλά. Διέταξε τότε ἕναν ὑπηρέτη νὰ πάρει φῶς καὶ νὰ ὁδηγήσει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ μὴ σκοντάψει στὸν δρόμο!

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)