Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

- Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀθώου, συγχωρῶ τὸν ἔνοχο!




- Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀθώου, συγχωρῶ τὸν ἔνοχο!

 


   Κάποτε δυὸ νέοι μοναχοὶ κατέβηκαν στὴν πόλη νὰ πουλήσουν τὰ ἐργόχειρά τους. Χωρίστηκαν γιὰ λίγο καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ ἕνας πολεμήθηκε φοβερὰ ἀπ᾿ τὸν διάβολο κ᾿ ἔπεσε σὲ μεγάλο σαρκικὸ ἁμάρτημα1. Ὕστερα, σκοτισμένος ἀπ᾿ τὴν μεγάλη του ἀπόγνωση καὶ τὴν ντροπή, δὲν ἤθελε μὲ κανέναν τρόπο νὰ ἐπιστρέψει πίσω στὴ σκήτη.

   - Πήγαινε μόνος σου. Ἐγὼ θὰ μείνω ἐδῶ, εἶπε στὸν ἄλλον μόλις συναντήθηκαν.

   - Γιατί, Πάτερ μου, τί ἔχεις, τί σοῦ συμβαίνει; τὸν ρωτοῦσε μὲ καλωσύνη ὁ Ἀδελφός, δίχως νὰ ὑποπτεύεται τὴν αἰτία.

   - Ἀφοῦ ἐπιμένεις νὰ μάθεις θὰ σοῦ τὸ πῶ· ὅταν χωριστήκαμε, πῆγα κι ἁμάρτησα. Τώρα πιὰ ἔχασα τὴν ψυχή μου. Τί νὰ κάνω στὴν ἔρημο; Δὲν μὲ σώζει τίποτα.

   Ὁ ἁγνὸς μοναχὸς ταράχτηκε στὸ ἄκουσμα τῆς ἁμαρτίας ποὺ εἶχε πέσει ὁ ἀδελφός του. Δὲν τὄδειξε ὅμως· καὶ γιὰ νὰ σώσει τὸν ἀδελφό του ἀπ᾿ τὴν καταστροφικὴ ἀπελπισία, προσποιήθηκε πὼς εἶχε κι αὐτὸς ἁμαρτήσει κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο.

   - Πᾶμε πίσω στὴ σκήτη μας, ἀδελφέ, κι ἂς κοπιάσουμε κι᾿ οἱ δυὸ μαζὶ γιὰ νὰ σωθοῦμε, τοῦ εἶπε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ὁ Θεός, ποὺ εἶναι φιλόστοργος Πατέρας, θὰ δεῖ τοὺς κόπους καὶ τὴν μετάνοιά μας καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσει. Ἔλα, ἂς ἐπιστρέψουμε στὴν ἔρημο…

   Μ᾿ αὐτὰ κι ἄλλα τέτοια λόγια παρηγορητικὰ τὸν ἔπεισε νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Κι ὅταν ἀνέβηκαν στὴ σκήτη, ἐξομολογηθήκανε καὶ οἱ δύο, κι ἔλαβαν αὐστηρὸ κανόνα2 ἀπ᾿ τοὺς Γέροντες…

 

   Ἕνα ὁλόκληρο χρόνο μετανοοῦσε κι ἀγωνιζόταν ὁ ἀθῶος γιὰ χάρη τοῦ ἐνόχου, παίρνοντας πάνω του τὴν ντροπὴ τοῦ ἁμαρτήματος ποὺ δὲν εἶχε διαπράξει. Καὶ ὁ Θεὸς τῆς Ἀγάπης, δέχθηκε τὴν θυσία του καὶ τὸν ἱκανοποίησε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:

 

   Κάποια νύκτα, ἐνῶ προσευχόταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ ἁγίους Πατέρες τῆς σκήτης αὐτῆς, ἄκουσε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ νὰ τοῦ λέγει:

   - Γιὰ τὴν πολλὴ ἀγάπη τοῦ ἀθώου, συγχωρῶ τὸν ἔνοχο!

 

   Ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν διαβεβαίωση αὐτήν, οἱ Γέροντες ἔλυσαν καὶ τοὺς δυὸ ἀπ᾿ τὸ ἐπιτίμιο, δίχως νὰ μάθουν ποτὲ ποιὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς ἔνοχος…

 

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», Γ΄ ἔκδοση, βελτιωμένη & ἐπηυξημένη.)

 

 

1. Ἂς μὴ σκανδαλισθοῦν οἱ πιὸ ἀδύναμοι. Καὶ οἱ μοναχοὶ εἶναι ἄνθρωποι, θηριομαχοῦντες, ἀγωνιζόμενοι –πλὴν τῶν ἄλλων- καὶ κατὰ τῆς σάρκας καὶ τῶν ἀλόγων ἐπιθυμιῶν της. Ὁ ἀγώνας, δυστυχῶς, ἔχει ἐνίοτε καὶ πτώσεις. Ὁμοιοπαθεῖς εἴμασθε ὅλοι, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κατακρίνουμε τοὺς ἀδελφοὺς ἐν λόγῳ ἢ ἐν διανοίᾳ. Νὰ ἐνθυμούμασθε πάντοτε τὸ τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου τοῦ Πέρσου: «Εἰ ὁ Θεὸς ὁ πλάσας αὐτοὺς βλέπων οὐ καίει αὐτούς, ἐγὼ τίς εἰμι ἵνα ἐλέγξω αὐτούς;», καὶ τὸ τοῦ ἀββᾶ Παφνουτίου: «Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος ἦλθεν ἔχων ρομφαίαν, καὶ λέγει μοι· Παφνούτιε, πάντες οἱ κρίνοντες τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν, ἐν ταύτῃ τῇ ρομφαίᾳ ἀπολοῦνται· σὺ δὲ ὅτι οὐκ ἔκρινας, ἀλλ᾿ ἐταπείνωσας ἑαυτὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὡς σὺ τὴν ἁμαρτίαν ποιήσας, διὰ τοῦτο τὸ ὄνομά σου ἐγγέγραπται ἐν βίβλῳ ζώντων.» [Π. Β. Πάσχου (ἐπιμ.), «ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ἤτοι ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΑΓΙΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ», ἐκδόσεις “Ἀστήρ’’, Ἀθῆναι 1961, σελ. 164].

2. Κανόνας: Ἔχει δύο ἔννοιες· α΄) Ἡ καθορισμένη (κατὰ μόνας) προσευχὴ τοῦ μοναχοῦ ἢ καὶ τοῦ ἀγωνιστοῦ λαϊκοῦ. Καί, β΄) Τὸ ἐπιτίμιο ποὺ ὁρίζεται ὑπὸ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα (στὶς γυναικεῖες Μονὲς ὑπὸ τῆς πνευματικῆς μητέρας) σὲ παρεκτρεπόμενο (ἁμαρτάνοντα) ἀδελφό. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς λαϊκούς, ἂν καὶ οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἕνεκα πολλῶν πνευματικῶν λόγων, γενικῶς, ἀποστρέφονται καὶ μισοῦν κάθε εἴδους κανόνα ἢ ἐπιτίμιο.