Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

Ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ ἁπλός




Ὁ ὅσιος Παῦλος ὁ ἁπλός

Ἑορτάζει τὴν ζ΄ () Μαρτίου.

 

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ*


Γῆθεν μεταστὰς πρὸς Θεὸν Παῦλος Λόγον,

Τῆς ἁπλότητος πολλαπλᾶ στέφη λάβοι. 


   Τοῦτος ὁ ἅγιος πατὴρ Παῦλος ὁ ὀνομασθεὶς ἁπλοῦς ἦταν μὲν γεωργὸς καὶ ἀγροῖκος (ἀκαλλιέργητος) καθ’ ὑπερβολή, ἄκακος ὅμως καὶ ἄπλαστος στὴν γνώμη, ὅπως οὐδεὶς ἄλλος. Εἶχε δὲ καὶ γυναῖκα κακότροπη καὶ μοιχαλίδα, ἡ ὁποία μοίχευε πολὺ καιρὸ καὶ κρυβόταν ἀπ’ τὸν ὅσιο. Κάποια μέρα ἔτυχε νὰ ἔλθει ὁ ὅσιος ἀπ’ τὸ χωράφι ἐκτὸς τοῦ συνηθισμένου καιροῦ καὶ βρίσκει τὴν γυναῖκα του μοιχευομένη στὴν οἰκία του κι ἀφοῦ γέλασε σεμνὰ τῆς εἶπε: Καλά· δὲν μὲ μέλει τίποτε μὰ τὸν Ἰησοῦ, ἐγὼ ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς οὔτε θέλω νὰ σὲ δῶ μὲ τὰ μάτια μου. Καὶ πρὸς τὸν μοιχὸ εἶπε: Ἔχε τὴν γυναῖκα μου καὶ τὰ παιδιά της ἀπὸ τώρα κι ἐγὼ πάω νὰ γίνω καλόγηρος.

   Ἔτσι, εὐθὺς πῆγε στὸν μέγα Ἀντώνιο κι ἀφοῦ κτύπησε τὴν θύρα του βγῆκε ὁ Ἀντώνιος καὶ τοῦ λέει: Ποιός εἶσαι σύ, ἀδελφέ, καὶ τί ζητᾶς ἐδῶ; Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε: Ξένος εἶμαι καί ἦλθα σὲ σένα γιὰ νὰ γίνω μοναχός. Ὁ Ἀντώνιος εἶπε: Ἑξῆντα χρονῶν γέρος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μοναχὸς οὔτε δύναται νὰ ὑπομένει τὶς θλίψεις καὶ τὴν στενότητα τῆς ἐρήμου, ἀλλ’ ἐὰν θέλεις πήγαινε σὲ Κοινόβιο, γιὰ νὰ βρεῖς ἐκεῖ καὶ τὰ σωματικὰ ἀγαθὰ πλούσια καὶ νὰ διανύσεις χωρὶς πολὺ κόπο μὲ τοὺς κοινοβιάτες μοναχοὺς τὴν ζωή σου, διότι οἱ ἀδελφοὶ θὰ βοηθήσουν τὴν ἀδυναμία σου. Ἐγὼ κάθομαι μόνος, καὶ ἀνὰ πέντε ἡμέρες τρώω ψωμὶ καὶ αὐτὸ λιμασμένο. Ὁ δὲ Παῦλος δὲν ἤθελε ν’ ἀκούσει τὸν γέροντα, ἀλλὰ βιαζόταν νὰ καθίσει μαζί του. Ὁ ἅγιος ἔκλεισε τὴν θύρα τοῦ σπηλαίου καὶ τὸν ἄφησε ἔξω τρεῖς ἡμέρες, χωρὶς νὰ ἐξέλθει νὰ τὸν δεῖ, κι ὁ Παῦλος ἔμεινε νηστικὸς καὶ δὲν ἔφυγε. Τὴν τέταρτη μέρα ἔχοντας κάποια ἀνάγκη ὁ Ἀντώνιος ἄνοιξε τὴν θύρα τοῦ σπηλαίου καὶ βρίσκοντας ἔξω τὸν Παῦλο λέγει σ’ αὐτόν: Πήγαινε, γέρο, ἀπ’ ἐδῶ καὶ μὴ μὲ πιέζεις, διότι δὲν μπορεῖς νὰ μείνεις μαζί μου. Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε: Εἶναι ἀδύνατο νὰ πάω σὲ ἄλλο μέρος. Τότε βλέποντάς τον ὁ Ἀντώνιος ὅτι δὲν εἶχε μήτε δισάκι, μήτε ψωμί, μήτε κάτι ἄλλο, τοῦ λέει: Ἐὰν ἔχεις ὑπακοὴ καὶ κάνεις ἄοκνα κι ἀγόγγυστα ἐκεῖνο, ποὺ θ’ ἀκούσεις ἀπὸ ἐμένα, νὰ ξέρεις ὅτι καὶ δῶ μπορεῖς νὰ σωθεῖς· ἐὰν ὅμως δὲν κάνεις ὅ,τι σοῦ λέγω τί μάταια κοπιάζεις καὶ δὲν ἐπιστρέφεις ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ ἦλθες; Κι ἀποκριθεὶς ὁ Παῦλος λέει: Ὅσα μοῦ πεῖς ὅλα θὰ τὰ κάμω μὲ προθυμία. Τότε ὁ Ἀντώνιος λέγει: Στάσου καὶ προσευχήσου, ἕως νὰ μπῶ στὸ σπήλαιο καὶ νὰ σοῦ φέρω ἐργόχειρο. Καὶ μπαίνοντας ὁ Ἀντώνιος στὸ σπήλαιο ἔβλεπε ἔξω ἀπὸ μιὰ μικρὴ θυρίδα, ὁ δὲ Παῦλος ἔστεκε ἀκίνητος καὶ προσευχόταν.

   Κ’ ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἑβδομάδα, ἀφοῦ καταξηράθηκε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὸ καῦμα1 τοῦ ἡλίου, ἐξῆλθε ὁ Ἀντώνιος ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ ἀφοῦ ἔβρεξε θαλλία2 τῶν φοινίκων λέει στὸν Παῦλο: Λάβε τοῦτα καὶ πλέξε σειρά, ὅπως μὲ βλέπεις νὰ πλέκω. Ἔπλεξε λοιπὸν ὁ Παῦλος ἕως τὴν ἐνάτη ὥρα δεκαπέντε ὀργυιὲς3 μὲ πολὺ κόπο. Τότε λέγει ὁ Ἀντώνιος: Κακὰ ἔπλεξες τὴν σειρά, χάλασέ την λοιπὸν καὶ πλέξε την πάλι ἐξ ἀρχῆς. Καὶ ἦταν ὁ Παῦλος νηστικὸς ἑπτὰ ἡμέρες. Τοῦτα δέ, τὰ ἔκαμε ὁ Ἀντώνιος γιὰ νὰ στενοχωρηθεῖ ὁ Παῦλος καὶ ν’ ἀναχωρήσει, ἀλλ’ ὁ Παῦλος μὲ μακροθυμία καὶ σπουδὴ χάλασε τὴν σειρὰ καὶ τὴν ἔπλεξε πάλι ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἀγόγγυστα μὲ μεγάλη προθυμία. Τοῦτο βλέποντας ὁ Ἀντώνιος ἐξεπλάγη καὶ τὸν συμπόνεσε, κι ἀφοῦ βασίλευε ὁ ἥλιος, λέγει στὸν Παῦλο: Θέλεις νὰ φᾶμε λίγο ψωμί; Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε: Ὅπως σοῦ φαίνεται κάμε. Καὶ τοῦτος ὁ λόγος περισσότερο μαλάκωσε τὴν καρδιὰ τοῦ Ἀντωνίου.

   Ἀφοῦ ἑτοίμασε λοιπὸν τράπεζα ἔβαλε σ’ αὐτὴν τέσσερα κομμάτια ψωμιὰ ἀπὸ σαράντα ὀκτὼ δράμια ἕκαστο. Καὶ τὸ μὲν ἕνα κομμάτι ἔβρεξε γιὰ τὸν ἑαυτό του, τὰ δὲ τρία γιὰ τὸν Παῦλο κι ἔτσι ἄρχισε ὁ Ἀντώνιος νὰ πεῖ ἕνα ψαλμό· καὶ γιὰ νὰ δοκιμάσει καὶ σ’ αὐτὸ τὸν Παῦλο ἔψαλε δύο φορὲς τὸν ψαλμό, ὁ δὲ Παῦλος προσευχόταν προθυμότερα ἀπ’ τὸν Ἀντώνιο. Τότε ὁ Ἀντώνιος λέγει στὸν Παῦλο: Κάθισε στὴν τράπεζα καὶ μὴ τρῶς, ἀλλὰ βλέπε μόνο καὶ πρόσεχε στὰ παρατεθειμένα. Κι ἐπειδὴ ὁ Παῦλος μὲ προθυμία ἔκαμε αὐτὸ ποὺ τὸν πρόσταξε, τοῦ λέγει ὁ Ἀντώνιος: Σήκω ἀπ’ τὴν τράπεζα καὶ προσευχήσου κ’ ἔπειτα κοιμήσου. Κι ὁ Παῦλος χωρὶς νὰ φάει καθόλου ψωμὶ ἔκαμε ὅπως προστάχθηκε καὶ ὕπνωσε. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιο σηκώθηκε ὁ Ἀντώνιος σὲ προσευχή, σήκωσε καὶ τὸν Παῦλο καὶ παρέτεινε τὴν προσευχὴ ἕως στὴν ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας.

   Κι ὅταν ἔγινε ἑσπέρα βαθειὰ καὶ νύχτωσε, ἔβαλε ὁ Ἀντώνιος τράπεζα κι ἄρχισε νὰ ψάλλει. Ἀφοῦ δὲ προσευχήθηκαν, κάθησαν νὰ φᾶνε καὶ ὁ μὲν Ἀντώνιος ἔφαγε τὸ ἕνα κομμάτι τὸ ψωμὶ καὶ ἄλλο πλέον δὲν ἔπιασε, ὁ δὲ Παῦλος ἐπειδὴ ἔτρωγε ἀργότερα εἶχε ἀκόμη ἀπὸ τὸ δικό του κομμάτι καί, ἀφοῦ τὸ ἔφαγε ὅλο, τοῦ λέει ὁ Ἀντώνιος: Φάγε, παππία, καὶ ἄλλο κομμάτι. Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε: Ἐὰν φάγεις καὶ σύ, τρώω καὶ ἐγώ. Ὁ δὲ Ἀντώνιος εἶπε: Σ’ ἐμένα εἶναι ἀρκετὸ τὸ ἕνα κομμάτι διότι εἶμαι μοναχός. Ὁ Παῦλος ἀποκρίθηκε: Ἐπειδὴ λοιπὸν κι ἐγὼ θὰ γίνω μοναχός, ἀρκετὸ εἶναι καὶ σὲ μὲνα τὸ ἕνα κομμάτι. Ὕστερα σηκώθηκαν καὶ οἱ δύο ἔψαλλαν κι ἀφοῦ κοιμήθηκαν λίγο πάλι σηκώθηκαν καὶ ἔψαλλαν, ἕως ὅτου ξημέρωσε. Ἔπειτα ἔστειλε τὸν Παῦλο ὁ ἅγιος νὰ περπατᾶ στὴν ἔρημο καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες πάλι νὰ ἔλθει. Ἀφοῦ ἐπέστρεψε, ἦλθαν κάποιοι ἀδελφοὶ στὸν Ἀντώνιο· πρόσεχε λοιπὸν ὁ Παῦλος τί θὰ τὸν πρόσταζε ὁ ἅγιος, κι ὁ Ἀντώνιος τοῦ λέγει: Ὑπηρέτησε τοὺς ἀδελφοὺς μὲ σιωπὴ καὶ μὴ γευθεῖς τίποτε, ἕως ὅτου ν’ ἀναχωρήσουν. Ἀφοῦ πέρασαν τρεῖς ὁλόκληρες ἡμέρες καὶ ὁ Παῦλος δὲν γεύθηκε τὸ παραμικρό, τὸν ρωτοῦσαν οἱ ἀδελφοὶ λέγοντας: Γιατὶ σιωπᾶς; Κι ἐπειδὴ ὁ Παῦλος δὲν ἀποκρινόταν, λέγει ὁ Ἀντώνιος πρὸς αὐτόν: Μίλησε στοὺς ἀδελφούς, καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει σ’ αὐτούς.

   Κάποια μέρα ἔφερε ἕνας ἀδελφὸς στὸν Ἀντώνιο σταμνὶ γεμᾶτο μέλι, ὁ δὲ Ἀντώνιος τὸ ἔχυσε στὴν γῆ κ’ ἔπειτα λέει στὸν Παῦλο: Σύναξε τὸ μέλι τόσο καλά, ὥστε νὰ μὴ χαθεῖ κανένα μέρος του· καὶ λέγοντας τοῦτο δὲν ταράχθηκε τελείως ὁ Παῦλος οὔτε ἀλλοιώθηκε. Ἄλλη φορὰ τὸν πρόσταξε ὁ Ἀντώνιος νὰ ἀντλεῖ νερὸ ἀπ’ τὸ πηγάδι καὶ νὰ τὸ χύνει ἀνώφελα στὴν γῆ ὅλη τὴν ἡμέρα (τὸ ὁποῖο φαινόταν ὡς παράλογο). Ἄλλοτε πάλι παρέλυσε (διέλυσε) τὸ φόρεμα τοῦ Παύλου καὶ τὸν πρόσταξε νὰ τὸ ράβει.

   Καὶ ὅταν εἶδε ὁ Ἀντώνιος ὅτι ἀγόγγυστα καὶ χωρὶς δισταγμοὺς κάνει ὁ Παῦλος ὅ,τι πρᾶγμα τὸν πρόσταζε, τοῦ λέει: Δές, ἀδελφέ, καὶ ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις κάθε μέρα ἔτσι, μεῖνε μαζί μου, κι ἂν δὲν μπορεῖς, πήγαινε ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ ἦλθες. Ὁ δὲ Παῦλος ἀποκρίθηκε πρὸς τὸν Ἀντώνιο: Ἂν ἔχεις νὰ μὲ προστάξεις τίποτε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι μὲ πρόσταξες ἕως τώρα δὲν ξέρω, εἰ δὲ μή, ὅσα μὲ πρόσταξες ἕως τώρα, ὅλα μ’ εὐκολία τὰ κάνω. Καὶ τόση ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση ἀπέκτησε ὁ μακάριος τοῦτος Παῦλος, ὥστε γιὰ τὶς ἀρετές του αὐτὲς ἀξιώθηκε νὰ λάβει παρὰ Θεοῦ δύναμη τοῦ νὰ διώκει δαιμόνια. Ἔτσι πληροφορηθεὶς παρὰ Θεοῦ ὁ μέγας Ἀντώνιος τὸν εἶχε μαζί του ἕως κάποιον καιρό, ἔπειτα κατασκεύασε κελλὶ χωριστὸ κ’ ἐκεῖ πρόσταξε τὸν Παῦλο νὰ καθίσει, γιὰ νὰ μάθει μὲ τὴν κατ’ ἰδίαν ἀναχώρηση καὶ τὶς πανουργίες καὶ τέχνες τῶν δαιμόνων καὶ νὰ τοὺς ἀντιπολεμεῖ. Ἀφοῦ δὲ κάθισε χωριστὰ ἕνα χρόνο ἔγινε καὶ θαυματουργὸς κι ἀφοῦ ἀξίως ὑπηρέτησε τὸν Θεὸ ἀπῆλθε στὶς αἰώνιες μονές.


Ταῖς Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


* «Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τόμ. 4ος, σελ. 46-49. (Μικρὴ φραστικὴ διασκευὴ καὶ ὑποσημειώσεις, ὑπὸ ἱερομ. Ν. ἁγιορείτου).

 

 

1. καῦμα: ὑπερβολικὴ ζέστη.

2. θαλλία: τρυφεροὶ βλαστοί.

3. δεκαπέντε ὀργυιές: περίπου 27 μέτρα.